Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 85 ετών άφησε ο σπουδαίος Δήμος Μούτσης. Με σπουδές στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών, στα 21 του κέρδισε το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί.
Με τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι γνωρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε ένα καφέ-ζαχαροπλαστείο που ήταν καλλιτεχνικό στέκι. Το 1967 ο Γκάτσος άρχισε να του δίνει στίχους, για μουσική που είχε ήδη γράψει – το πρώτο τραγούδι του Μούτση ήταν το «Βρέχει ο Θεός», με τον Σταμάτη Κόκοτα.
Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως: «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» (επίσης με τον Κόκοτα), «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με τη Βίκυ Μοσχολιού. Το 1969 κυκλοφόρησε το «Αύριο πάλι» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, και το «Με ένα παράπονο» με τον Μπιθικώτση αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά (η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τον Μητσιά στην ταινία Ένας μάγκας στα σαλόνια).
Το 1970 ο Μάνος Χατζιδάκις ανέθεσε στον Μούτση να κάνει την ενορχήστρωση και τη μουσική διεύθυνση στο δίσκο Επιστροφή. Όλα τα τραγούδια είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στο άλμπουμ αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα».
Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνέχιζε να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου) με ερμηνεία από τον Μητσιά.
Το βιογραφικό του Μούτση από την ιστοσελίδα του
Παιδί μιας παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας κάπου στον Πειραιά, που το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν η εξασφάλιση της καθημερινής επιβίωσης, ο Δήμος Μούτσης στα 7 του χρόνια «απαίτησε» να μάθει μουσική, κάτι αδιανόητο για ένα παιδί της εποχής που δεν ήταν ούτε πλούσιο, ούτε καν ζούσε σε περιβάλλον που να ‘χε σχέση με τα μουσικά πράγματα! Όμως η «προηγμένης τεχνολογίας μάνα» τον έγραψε στον Πειραϊκό Σύνδεσμο.
Ξεκινώντας λοιπόν από ‘κεί, κάνοντας βιολί με τη γνωστή ποιήτρια και μεταφράστρια Ιουλία Ιατρίδη που ήταν και δασκάλα βιολιού και τελειώνοντας αργότερα τις μουσικές του σπουδές απ’ το Ωδείο Αθηνών μ’ ένα πρώτο βραβείο παμψηφεί, ο Δήμος Μούτσης ξεκίνησε την περιπετειώδη ανήσυχη και δημιουργική του διαδρομή στην ελληνική μουσική προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εποχή ρευστή μεν πολιτικά αλλά ιδιαίτερα γόνιμη πνευματικά σε πολλούς τομείς.
Ύστερα από μια ολόκληρη ιστορία μεγάλων λαϊκών τραγουδιών –50 περίπου τον αριθμό σε δίσκους 45 στροφών με συμμετοχή γνωστών, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδιστών (Μητσιάς-Γαλάνη)– φτάνει στο 1971 όπου με τον Άγιο Φεβρουάριο, ένα πολύ σημαντικό έργο, τελειώνει νοηματικά και μορφολογικά όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα μ’ αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στη μετέπειτα ελληνική δισκογραφία.
Ακολουθούν ακόμα δύο δίσκοι με λαϊκά τραγούδια, ο Συνοικισμός Α και οι Στροφές, και το ’74 με τη Μεταπολίτευση ένα ακόμα σημαντικό LP οι Μαρτυρίες με διάφορα σπουδαία τραγούδια, «κομμένα» μέχρι τότε από τη λογοκρισία.
Το 1975 επιχειρεί την Τετραλογία, με πρωτοεμφανιζόμενη την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, αποφασίζοντας να αναμετρηθεί με θηριώδη κείμενα της ελληνικής ποίησης (Καβάφη, Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσο). Εδώ έχει πολύ ενδιαφέρον να ακούσει κανείς αυτό το έργο, και στην ορχηστρική του εκδοχή. Αν αφαιρούσαμε δηλαδή τις φωνές, ίσως και να ‘παιρνε μια άλλη διάσταση. Τίποτα απ’ όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν στον «πολύπαθο χώρο» της μελοποιημένης ποίησης δε μοιάζει μαζί του.
Η εντυπωσιακή ενορχήστρωση (κι εδώ αποδεικνύεται ο σπουδαίος μουσικός) πολύπλοκη και πολύχρωμη, σε κάνει συχνά –όσο και αν φαίνεται απίστευτο– να ξεχνάς αυτούς τους στίχους που είναι απ’ τους καλύτερους που γράφτηκαν στην ελληνική ποίηση, και να επικεντρώνεσαι μόνο στη μουσική. Kαι αυτό το μεγάλο επίτευγμα του Μούτση ελάχιστοι το τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι το κατάφεραν.
Ίσως γι’ αυτό σ’ όλες τις λίστες που κατά καιρούς γίνονται από διάφορους ειδικούς μελετητές και ερευνητές της ελληνικής μουσικής το απίστευτο αυτό έργο κατέχει –δικαίως– μια απ’ τις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη των σημαντικότερων κύκλων.
Ακολούθησε το 1976 η Εργατική συμφωνία, μουσική απ’ το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη Απεργία, και το 1979 το Δρομολόγιο.
Όμως παρ’ όλα τα πολύ όμορφα τραγούδια που περιέχονταν στους δυο αυτούς κύκλους, και τις ενορχηστρωτικές εκπλήξεις της Εργατικής συμφωνίας, για όσους γνωρίζουν καλά τον Μούτση και τη μέχρι τότε δουλειά του θα καταλάβουν πως εδώ –και για διαφορετικούς λόγους– σαν να μην είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων.
Καταρχάς η πρώτη μεγάλη παύση (3 ολόκληρα χρόνια), και ύστερα μια χαλάρωση που κανείς δεν την περίμενε και που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δείξει ο Μούτσης. «Φοβάμαι ότι θ’ αρχίσω να επαναλαμβάνομαι», είχε πει κάποτε, «φοβάμαι και δεν το θέλω καθόλου»
Και να το Φράγμα 1981 με τον Τριπολίτη. Μια στροφή 180 μοιρών, θα ‘λεγε κανείς: «Ερηνούλα», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Δε λες κουβέντα», κι ένας Μούτσης απ’ την αρχή. Μια ιδεολογική μουσική κι αισθητική πρόταση που σ’ όλα τα επίπεδα είχε να προτείνει κάτι φρέσκο και νέο, και το πέτυχε. Και δικαιώθηκε στο χρόνο, και δημιούργησε «σχολή» ανοίγοντας συγχρόνως στον εαυτό του το δρόμο γι’ αυτή την τόσο πολυσυζητημένη μετέπειτα μοναχική του πορεία.
Για τους πάρα πολλούς ανθρώπους που εκτιμούν το έργο του Δήμου Μούτση τη στάση του που θυμίζει το «Όσο μπορείς» του Καβάφη, ακόμα και την «Ηχηρή» σιωπή του που ανά πάσα στιγμή περιμένουμε να σπάσει και να μας αποκαλύψει το επόμενο του αριστούργημα, οι στίχοι του, η δραματικότητα και αγωνία στην ερμηνεία του, η μουσική που έγραψε στην προσωπική του τριλογία Ενέχυρο – Να! – Για πούλημα λοιπόν!, όλα αυτά μαζί και ιδιαίτερα αποτελούν μια αρκετά ικανοποιητική εξήγηση για το γιατί έχει τόσα χρόνια να μας δώσει ένα καινούργιο κύκλο τραγουδιών. Αυτό βέβαια καλύπτει τη μισή αλήθεια.
Ίσως η άλλη μισή να κρύβεται σε μια παλαιότερη δήλωσή του που δείχνει την ταπεινότητα, το μέτρο και την αυτογνωσία με την όποια αντιμετωπίζει το έργο του: «Περνώντας ο καιρός καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ίσως γιατί μου γίνεται πιο συνειδητή, ίσως γιατί από τιμιότητα χρειάζομαι περισσότερες διευκρινήσεις».