Κρυπτοχριστιανοί κατά πολλούς δεν υπάρχουν πλέον σε Πόντο και Μικρασία. Σύμφωνα με άλλους υπάρχουν και αν και είναι λίγοι, ακόμα κρατούν. Το βέβαιο είναι πως επί χρόνια αφότου οι Έλληνες δολοφονήθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τους τόπους τους, όσοι απέμειναν πίσω εξισλαμίστηκαν ή δήλωναν εξισλαμισμένοι.
Ο Ίμβριος γλωσσολόγος, συγγραφέας και καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νικόλαος Π. Ανδριώτης (1906-1976) στο έργο του Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα που δημοσιεύτηκε το 1974 από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, συμπεριέλαβε αρκετές μαρτυρίες για κρυπτοχριστιανούς σε διάφορες περιοχές.
Μία από αυτές ήταν η ιστορία που διηγήθηκε ο Ευριπίδης Χειμωνίδης για ένα παιδί που σώθηκε από πνιγμό στον Άκαμψι ποταμό, στη Θεοδοσιούπολη, το σημερινό Ερζερούμ. Την είχε ακούσει από τον παππού του, ιερέα της Σάντας παπά Απόστολο Χειμωνίδη που είχε χειροτονηθεί στη Θεοδοσιούπολη.
≈
Ευρ. Χειμωνίδου, Κρυπτοχριστιανοί. (Ανέκδοτο).
Η μπόρα έχει περάσει, αλλά θυμωμένα κυλούν τα θολά νερά του ποταμού, δίπλα από το μεγάλο χωριό, που απλώνεται στον εύφορο κάμπο. Είναι τουρκικό το χωριό. Φρεσκοπλυμένο από το χορταστικό λουτρό, χαίρεται τώρα την ευλογία του ήλιου και στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στη μακαριότητα της ευτυχίας του.
Δεν ήταν όμως πάντα τουρκικό. Σε παλαιότερη εποχή, τότε που το σημερινόν Ερζερούμ λεγόταν Θεοδοσιούπολις, είχαν χτισθή δίπλα στον Άκαμψι ποταμό, στην άκρη του εύφορου εκείνου οροπεδίου, λίγα σπίτια από οικογένειες ακριτών του Βυζαντινού κράτους. Αργότερα, με την κατάλυση της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, Τούρκοι ήρθαν κι εγκατεστάθηκαν στο ελληνικό χωριό κι ανάγκασαν τους κατοίκους του ν’ αλλαξοπιστήσουν και να δεχθούν τον μωαμεθανισμό.
Από εκείνη την ημέρα σίγησε κι η καμπάνα της μικρής εκκλησούλας, και στους τέσσαρες αιώνες και περισσότερο, που πέρασαν από τότε, δεν απέμεινε πια, ούτε σα θολή ανάμνηση, η χριστιανική καταγωγή των πρώτων κατοίκων.
Στεγνώνει λοιπόν το τουρκικό χωριό ύστερα από τη μπόρα, ενώ στο καφενείο οι ηλικιωμένοι Τούρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σε μαλακά στρωσίδια, ρουφούν ηδονικά τους ναργιλέδες τους και διηγούνται εύθυμες ιστορίες.
Έξαφνα σπαρακτικές φωνές ακούονται από το μέρος του ποταμού· δυο μικρά Τουρκόπουλα, παίζοντας στην όχθη, έπεσαν στο ποτάμι και τα πήρε το ορμητικό ρεύμα. Μια γυναίκα, που είδε το ατύχημα, έβαλε τότε τις φωνές και ξεσήκωσε τον κόσμο.
Το καφενείο άδειασε στη στιγμή. Όλοι οι θαμώνες έτρεξαν κατά το ποτάμι και μαζί με όλους, κι ο μουχτάρης του χωριού, ο πρόεδρος της κοινότητος, όπως θα λέγαμε εμείς.
Μάταιος κόπος! Το ένα από τα δύο παιδιά, ένα αγόρι πέντε χρονών, είχε ήδη πνιγή, όταν έφτασε η βοήθεια και τ’ άλλο συνομήλικό του, δεν είχε πια ανάγκη από βοήθεια· αυτό τα κατάφερε να φτάση μόνο του στην όχθη, λίγο παρακάτω από το σημείο του ατυχήματος. Ήταν βρεγμένο ως το κόκκαλο, αλλά έβλεπε το μαζεμένο πλήθος χαμογελαστό, σαν να μην είχε γίνει τίποτε το σπουδαίο.
Ο μουχτάρης το πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να το χαϊδεύη.
– Πώς τα κατάφερες, παιδί μου να γλυτώσης; έλεγε κι ξανάλεγε. Μπράβο! Εσύ θα γίνης σωστός άνδρας! Θα φοβήθηκες όμως πολύ, έτσι δεν είναι;
– Καθόλου!, αποκρίθηκε ο μικρός αθώα. Δεν φοβήθηκα καθόλου. Με κρατούσε η μητέρα του Θεού στην αγκαλιά της και μ’ έσπρωχνε σιγά-σιγά στην ακροποταμιά.
– Την ξέρω! Την έχομε στο σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ένα σανιδάκι!
Μια υποψία γεννήθηκε από την απάντηση του μικρού στη σκέψη του μουχτάρη.
– Πάμε να μου τη δείξης κι εμένα! λέει στο Τουρκόπουλο. Πάμε!
Σε λίγο έφτασαν στο σπίτι, όπου βρισκόταν μόνο η γιαγιά κι η μητέρα του μικρού· ο πατέρας του έλειπε.
Οι δύο γυναίκες δεν είχαν ιδέα από το ατύχημα και με έκπληξη και απορία παρατηρούσαν τον επίσημο επισκέπτη. Η έκπληξή τους όμως έγινε τρόμος μεγάλος, όταν είδαν το παιδί τους να του δείχνη μια μικρή πόρτα στον τοίχο του εσώτερου διαμερίσματος του σπιτιού και να του λέη: «Να, εδώ μέσα είναι, άνοιξε να δης!»
Έκαμαν τότε μια κίνηση προς τα εκεί, για να εμποδίσουν τον μουχτάρη, μα εκείνος είχε κιόλας ανοίξει την πορτούλα.
Και τότε, ένα θέαμα καταπληκτικό παρουσιάσθηκε στα μάτια του: Σ’ ένα μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ένα καντήλι έκαιε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Ευωδία από θυμίαμα ξεχύθηκε την ίδια στιγμή από τον κρυψώνα και γέμισε τα ρουθούνια του Τούρκου, που ρούφηξε ηδονικά το άγνωστο γι’ αυτόν άρωμα.
Οι γυναίκες παγωμένες απ’ τον τρόμο, δεν είχαν τη δύναμη ν’ αρθρώσουν λέξη, και μόνο τα μάτια τους, στυλωμένα στην εικόνα, έστελναν θερμή, σιωπηλή ικεσία προς τη Θεομήτορα, να τις βοηθήση στη δύσκολη εκείνη περίσταση.
Άφωνος όμως κι ακίνητος στεκόταν μπροστά στο εικόνισμα και ο μουχτάρης, ο φανατικός Τούρκος, που πότε δε θα μπορούσε να φαντασθή ότι θα έκαμνε στο χωριό του τέτοια ανακάλυψη. Το γλυκύτατο βλέμμα της Παναγίας, με το θείο βρέφος στην αγκάλη της, του είχε κάμει ανέκφραστη εντύπωση.
– Αυτή είναι η μητέρα του Θεού, που με κρατούσε στα χέρια της. Την είδες; είπε ο μικρός με φωνή χαρούμενη, λες και είχε κάμει κατόρθωμα.
Οι γυναίκες έπεσαν τότε στα πόδια του μουχτάρη κι άρχισαν να τον παρακαλούν.
– Μη μας κάνης κακό, εφέντη πολυχρονεμένε, κι εμείς θα παρακαλούμε την Παναγία να σε φυλάγη καλά…
– Ώστε είστε Χριστιανοί; πρόφερε αργά.
– Ναι!… Δεν πειράζομε όμως κανένα. Ακολουθούμε την πίστη των πατέρων μας, όπως την πήραν κι εκείνοι απ’ τους δικούς τους πατέρες… Μη μας κάμης κακό… εφέντη!
Ο μουχτάρης στάθηκε μερικές στιγμές ακόμη σιωπηλός. Έπειτα με φωνή σιγανή, σα να ήθελε ν’ ανακοινώση κάποιο μυστικό, λέει στις γυναίκες:
– Μη φοβάστε! Προσέξτε όμως, μη πήτε κι εσείς σε κανένα, ότι ήρθα στο σπίτι σας και είδα αυτό που είδα… Κάπου-κάπου θα σας στέλνω λίγο λάδι να βάζετε στο καντήλι, πρόσθεσε, ενώ προχωρούσε προς την έξοδο.
(Κατ’ αφήγησιν του παππού του, ιερέως Σάντας Παπά Αποστόλου Χειμωνίδου, χειροτονηθέντος εν Θεοδοσιουπόλει και θανόντος εις βαθύ γήρας το 1915).