Ήθη και έθιμα, παραδόσεις που οι ρίζες τους χάνονταν στα βάθη του χρόνου, δοξασίες, προκαταλήψεις αλλά και πολιτιστικά στοιχεία από τη ζωή στα Κοτύωρα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει, με πολύ κόπο, ο Ξενοφώντας Κ. Άκογλου στο βιβλίο του Από τη ζωή του Πόντου: Λαογραφικά Κοτυώρων.
Στον 1ο τόμο του βιβλίου του Ξένου Ξενίτα, όπως ήταν το ψευδώνυμό του –εκδόθηκε το 1939, στο τυπογραφείο της Γ. Π. Ξένου, στην Αθήνα– στο κεφάλαιο Δ’ με τίτλο «Μετεωρολογικές και αστρολογικές γνώσεις και δοξασίες» αποκαλύπτονται λεπτομέρειες για το τι πίστευαν οι ντόπιοι για τα καιρικά φαινόμενα και πώς τα είχαν συνδέσει με τον Θεό και όσα τους συνέβαιναν.
Μέρα που ‘ναι ας δούμε πώς αντιμετώπιζαν όλες αυτές τις αλλαγές του καιρού, ίσως θυμηθούμε κάτι από αυτά που έλεγαν οι γιαγιάδες και οι παπούδες μας.
Στα Κοτύωρα πίστευαν για:
- τη βροντή: i) Ο Προφήτης Ηλίας κάνει βόλτες στον ουρανό με το άρμα του που το σέρνουν ζωηρά και ατίθασα άλογα ii) Ο Θεός έχει γάμο και τοποθετούν τα τραπέζια για το φαγητό. Ο Θεόν γάμον έχ‘ και γουρεύ’νε τα τραπέζα iii) Ο Θεός κυλάει βαρέλια. Ο Θεόν βαρέλα κυλίζ’ iv) Ο Θεός ρίχνει κανονιές. Ο Θεόν τόπα σύρ’.
- την αστραπή: Αστράφτουν τα πέταλα και οι ρόδες από τ’ άλογα και το άρμα του Προφήτη Ηλία.
- τον κεραυνό: Ο Θεός ρίχνει φωτιά πάνω στους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό και η κατάρα: Ο Θεόν γιουλτουρούμ –ή άψιμον– να ρούζ’ απάν-ι-σ’. Για ν’ αποφύγουν τον κεραυνό λάμβαναν τ’ ακόλουθα μέτρα: i) Δεν κάθονταν κοντά στο τζάκι, ούτε κάτω από δέντρα ιι) Έδιωχναν μακριά τις γάτες, γιατί πίστευαν ότι τα μάτια τους τραβούσαν τον κεραυνό iii) Άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τις προσευχές, τις μετάνοιες, τα λιβανίσματα των εικόνων.
- τη βροχή: i) Ο Θεός ουρεί (δοξασία των παιδιών) ii) Ο Θεόν ένοιξεν τα στέρνας ατ’ και καθαρίζ’ ατα (στέρνα= ξεροπήγαδο χτιστό, όπου μάζευαν το νερό της βροχής).
Όταν η άνοιξη είχε ανομβρίες που συνεχίζονταν και το καλοκαίρι, προσπαθούσαν να προκαλέσουν βροχή.
Πώς; Με δύο τρόπους: i) Με θρησκευτικές λιτανείες που είχαν καθιερωθεί και από την Εκκλησία ii) Με την Κουσκουκούραν. Ομάδα από παιδιά έφτιαχνε ένα ανδρείκελο, το έντυνε με φουστάνια, το κρατούσαν δύο από τα χέρια –από τη μία κι από την άλλη μεριά– και γύριζαν σε όλα τα σπίτια τραγουδώντας μεγαλόφωνα και μονότονα:
Κουσκουκούρα, νε ιστέρσιν
Αλλαχτάν γιαγμούρ ιστέρσιν.
(δηλαδή Κουσκουκούρα, τι θέλεις
Από το θεό βροχή θέλεις)
Από κάθε σπίτι κατέβαινε η νοικοκυρά και έχυνε ένα κανάτι νερό, έναν κουκούμ’, πάνω στην κουσκουκούρα. Έδινε στην ομάδα κι ένα κομμάτι ψωμί ή αλεύρι ή αλάτι. Τα παιδιά τα έβαζαν μέσα στις σακούλες που είχαν μαζί τους για αυτή τη δουλειά.
Καμιά φορά αντί για ανδρείκελο, παιδί από την ομάδα φορούσε μόνο μια μεγάλη παλιά πουκαμίσα, σα νυχτικιά.
Για το σχηματισμό της βροχής, οι γιαγιάδες –οι καλομαννάδες– λέγανε στα εγγόνια τους, ότι τα σύννεφα –τα λίβα– κατεβαίνουν στη θάλασσα, πίνουν νερό και έπειτα ανεβαίνουν στον ουρανό. Για την πτώση της βροχής φαντάζονταν ότι ο ουρανός μοιάζει με απέραντη τρυπητή επιφάνειας απ’ όπου πέφτει σε σταγόνες το νερό.
- την ομίχλη: Επικρατούσε ο μύθος πως τα πολύ παλιά χρόνια, η ομίχλη ήταν κόρη που έμεινε ανύπαντρη και για εκδίκηση ουρεί κάθε τόσο τα μουστάκια και τα γένια των ανδρών. Πίστευαν πως η ομίχλη μπορούσε να εξαφανιστεί εάν ένα παιδί πρωτότοκο, πρωτικάρ’, γύριζε γυμνά τα οπίσθιά του και έλεγε τραγουδιστά:
Δείσα, δεισόκωλε, κ’ εφτακαβαλαρόκωλε,
Εξύεν το ζουμάρ’-ι-σ’, εκάγαν τα παιδία σ’,
Τούτααα! Σ’ εφτά ραχία οπίσ’ κι’ άλλο πλαν.
(δηλαδή Ομίχλη, ομιχλόκωλε, κ΄εφτακαβαλαρόκωλε
χύθηκε το ζουμάρι σου, κάηκαν τα παιδιά σου
εμπρός τράβααα! Πίσω από εφτά ράχες και πιο πέρα.)
Όταν έπεφτε η ομίχλη στη θάλασσα, έλεγαν πως θα βγουν πολλά χαμψία.
- το ουράνιο τόξο: Η παρουσία του, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, θεωρούνταν εγγύηση πως δεν θα γίνει κατακλυσμός. Κυρίως μετά από μεγάλη καταιγίδα, η θέα του ήταν πηγή μεγάλης χαράς για τα παιδιά. Το έλεγαν γύργηλα ή τη Παναγίας το ζωνάρ’. Μάλιστα πίστευαν πως όποια γυναίκα μπορεί να περάσει κάτω από αυτό, μεταμορφώνεται σε άνδρα.
- τον νοτιά: Ο νοτιάς (γουπλές) πίστευαν ότι έφερνε τις αρρώστιες και τις επιδημίες καθώς θεωρούσαν ότι φυσούσε από τη Μέκκα όπου γίνοταν κουρμπάνια δηλαδή θυσίες ζώων. Το αίμα των σφαχτών καιγόταν από τον ήλιο και μύριζε και έτσι ο αέρας μετέφερε αναθυμιάσεις και αρρώστιες στα Κοτύωρα.
- τους ανέμους: Όταν ο καιρός ήταν κάπως ακατάστατος έλεγαν ότι οι άνεμοι παλεύουν με το φεγγάρι. Ο φέγγον επάλεψεν με την αέραν κ’ ενίκησεν.
- τις καταιγίδες: Πίστευαν ότι τις στέλνει ο Θεός για να τους τιμωρήσει για τις αμαρτίες τους. Έτσι έκαναν προσευχές, μετάνοιες και λιβάνιζαν τις εικόνες για να μειωθεί η έντασή τους.
- τον ανεμοστρόβιλο: Στην περιοχή δεν σημειώνονταν δυνατοί ανεμοστρόβιλοι. Όταν κάποιος μικρός ανακάτευε το χώμα, σήκωνε σκόνη, τα ξερά φύλλα των δέντρων και διάφορα σκουπιδάκια, έλεγαν πως θα χαλάσει ο καιρός. Α χαλάν’ ο καιρόν.
- το σίφουνα: Οι ντόπιοι πίστευαν ότι κατεβαίνει το σύννεφο απο τη θάλασσα και πίνει νερό. Τον ονόμαζαν ζίφον.
Κανείς διαβάζοντας όλα τα παραπάνω που αποτελούν μόνο ένα ψήγμα από όσα διαφύλαξε με το έργο του ο Άκογλου, αντιλαμβάνεται καλύτερα αυτό που είχε γράψει στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης ο Ιωακείμ Δ. Σαλτσής: «Με το έργο του Από τη ζωή του Πόντου: Λαογραφικά Κοτυώρων ο φίλος Ξένος Ξενίτας αναπληρώνει ένα κενό, κωδικοποιόντας τη ζωή του Ελληνισμού των Κοτυώρων Πόντου, από τη συγκρότησή του έως το ιστορικό ξερρίζωμα από τον γενέθλιο τόπο του. Αισθανόμαστε τες δυσκολίες που παρουσιάζει, σήμερα, μια τέτοια εργασία: Να μαζέψεις πληροφορίες από τα κατάλληλα πρόσωπα και φωτογραφίες απαραίτητες, ανάμεσα από ένα λαό, που δεν ευτύχησε να συγκεντρωθεί σ’ ένα ενιαίο Συνοικισμό, αλλά ζει διασκορπισμένος στη νέα του πατρίδα, είναι κάτι που απαιτεί θυσίες πολλές, ποικίλες…».