Η ύπαρξη Αθήνας στη Ριζούντα του Πόντου δεν είναι μια άγνωστη πληροφορία στους ερευνητές. Ούτε και πως με το πέρασμα των αιώνων μετονομάστηκε σε Άτηνα Παζάρ, ενώ από το 1928 έως σήμερα λέγεται απλώς Παζάρ.
Η περιοχή βρίσκεται 40 χλμ από τη Ριζούντα και 106 χλμ από την Τραπεζούντα.
Για την αρχαία πολίχνη του ανατολικού Πόντου υπάρχουν ήδη αναφορές στο έργο Περίπλους Ευξείνου Πόντου του Αρριανού. «[…] φτάσαμε στην Αθήνα. Γιατί είναι και στον Εύξεινο Πόντο ένας τόπος που ονομάζεται έτσι. Υπάρχει εκεί και κάποιο ιερό της Αθηνάς, ελληνικό, από το οποίο μου φαίνεται ότι ο τόπος εκείνος πήρε το όνομά του· υπάρχει και κάποιο φρούριο εγκαταλειμμένο. Και το λιμανάκι είναι τέτοιο, που την καλοκαιρινή περίοδο είναι ικανό να δέχεται λίγα πλοία και να παρέχει σ’ αυτά καταφύγιο ασφαλές από τον νότιο άνεμο κι ακόμη από τον ανατολικό», έγραφε. Για την ακμή της πολίχνης σημειώνει και σε δικές του αναφορές ο Προκόπιος.
Όπως αναφέρεται στην Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού, «η περιοχή παρήγε σταφύλια, καρύδια, φουντούκια και διάφορα φρούτα, καθώς και μέλι εξαιρετικής ποιότητας. Την ίδια περίοδο, η πολίχνη είχε περίπου 35-40 σπίτια».
Εκείνο όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά και τεκμηριωμένο επιστημονικά είναι η ύπαρξη τζαμιού στην πόλη που ίδρυσαν Έλληνες άποικοι.
Πρόκειται για το τζαμί Μπάτα-Γκιουτ που δεν ήταν παρά ο περικαλλής ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Για το γεγονός αυτό είχε γράψει ο Σταύρος Κοκκινίδης στην Ποντιακή Εστία, το 1954. Ακολουθεί το σχετικό άρθρο:
«Το Μπάτα-Γκιουτ Τζαμισή, Ατήνας Πόντου»
Όταν κατά το έτος 1660 ανεφάνησαν το πρώτον οι Ντερεπέηδες στον Πόντο και η εξουσία και ο θεσμός επεξετάθη από της Γουρίας (Ατζάρας) μέχρι και πέραν της Κερασούντος και εγίνετο η βιαία εξισλάμισις των χριστιανών κατοίκων των ενδιάμεσων χωρών, τότε άλλοι μεν των κατοίκων κατέφυγον προς τα ενδότερα της χώρας όπου υπήρχε σχετική ασφάλεια από θρησκευτικής πλευράς, πολλοί δε τούτων κατέφυγον εις Γεωργίαν, Νότ. Ρωσσίαν (Μαριούπολις περιοχή) Ρουμανίαν κ.λ.π., όπου σώζονται εισέτι ίχνη της καταγωγής των, πάντες δε οι υπόλοιποι εξισλαμίσθησαν πλην ελαχίστων αποκρυβέντων εις τα απρόσιτα μέρη. Εκ των εξισλαμισθέντων, ως γνωστών, ωρισμένοι διεφύλαξαν την γλώσσαν των και άλλοι την θρησκείαν των εν κρυπτώ.
Το ίδιο περίπου συνέβη και εις την περιοχήν Άτηνας (Αθήναι Πόντου) με τη διαφοράν ότι οι εκεί εξισλαμισθέντες απώλεσαν καθ’ ολοκληρίαν γλώσσαν και θρησκείαν των, μετατραπέντων των ναών των εις τεμένη.
Μεταξύ τούτων μετετράπη εις τέμενος και ο περικαλλής ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άτηνας σωζόμενος μέχρις ημών εν καλή καταστάσει, ονομαζόμενος υπό της παραδόσεως των κατοίκων ως «Μπάτα-Γκιουτ Τζαμισή».
Το όνομα τούτο προήλθε κατά την παράδοσιν εκ του εξής περιστατικού:
Επειδή οι Ντερεπέγηδες ενδιαφερόμενοι διά τον εξισλαμισμόν των βία νεοήλυδων πιστών, οι οποίοι αγνοούσαν τους τύπους προσευχής και εθιμοτυπίας της νέας θρησκείας και προς τούτο εχρειάζετο εξάσκησις καθημερινή και αυστηρότης σχετική με την οποίαν δεν ηδύναντο να επιβάλλουν αλανθάστως εντόπιοι ιερωμένοι, εφρόντισαν να μετακαλέσουν εξ Ικονίου ιερωμένον Ντερβίσην των Ντεκέ, όστις αφίχθη διά την κατήχησίν των.
Αλλ’ ο βρακοφόρος Ντερβίσης φορών βράκαν κοντήν από γόνατος και άνω και γυμνά έχων τα κάτωθι αυτού σκέλη του ποδός αφίχθη κατά τους θερινούς μήνας και προέβη εις την εκτέλεσιν του καθήκοντός του μεταβάς εις τον μετατραπέντα εις τέμενος Ναόν όπου και εκάλεσε τους νεοπίστους εις κατήχησιν και διδασκαλίαν. Και αφού τους είπε πολλά και διάφορα συνέστησε όπως κατά την διδαχήν των τύπων προσευχής μιμηθώσει τούτον εις πάσας τα κινήσεις και του στάσεις του επακριβώς.
Ούτω ενώ προσηύχοντο ο δε Ντερβίσης εξέφερε ευκτηρίους και λοιπούς ψαλμούς και πρώτος εξ όλων εις σειράν και επί γονάτων στάσει προσευχόμενος ως και οι μιμούμενοι τούτον πιστοί, λόγω επικαθήσεως δηκτικού εντόμου επί του ακαλύπτου ποδός και προξενήσαντος φοβερόν πόνον εις τούτον ούτος ετίναξε μετά πατάγου τον πόδα του επί του δαπέδου προς εκδίωξιν του εντόμου, οι δε νεήλυδες πιστοί εκλαβόντες το τίναγμα του ποδός του Ντερβίση ως περιλαμβανόμενον στον τύπον της προσευχής, ετίναξαν και ούτοι άπαντες μετά κρότου τους πόδας των ώστε εδημιουργήθη κρότος μεγάλος και θόρυβος ώστε εκ τούτου παρέμεινε το όνομα του Τζαμιού ως «Μπάτα-Γκιουτ Τζαμισή» μέχρι σήμερον.
Σταύρος Κοκκινίδης