Από την αρχή του Τριωδίου, δηλαδή την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου που ονομαζόταν και Προφωνή, η Σμύρνη και γενικότερα η Ερυθραία κινούνταν σε ρυθμούς… καρναβαλικούς (κατά τη σύγχρονη εκδοχή).
Οι Απόκριες των Μικρασιατών Ελλήνων ήταν μια περίοδος διασκέδασης με μεγάλα γλέντια, βεγγέρες και μασκαρέματα.
Ιδιαιτέρως την Τσικνοπέμπη αλλά και τις δύο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς τα φαγοπότια ήταν… διονυσιακά, ενώ «ούλα τα σπίτια ηβάνανε μπάλλο, δηλαδή γλέντι με όργανα – οι μουσικάντηδες έπαιζαν από καρσιλαμάδες και τσιφτετέλια μέχρι βαλς και καντρίλιες. Φυσικά οι διασκεδάσεις επεκτείνονταν σε δρόμους και πλατείες.
Τα μασκαρέματα ήταν ανάλογα της Σμύρνης, με πλουμιστές χειροποίητες στολές, για άνδρες και γυναίκες, και κοσμοπολιτισμό. Στην οδό Τρασών, που ανήκε στη συνοικία των μεγαλοαστών, οι μεταμφιεσμένοι έκαναν παρέλαση με άμαξες και πετούσαν μενεξέδες, ζουμπούλια και σοκολάτες. «Στόχος» ήταν συνήθως κοπέλες που «απαντούσαν» με σερπατίνες.
Στην άλλη πλευρά της πόλης ανάμεσα στις συνοικίες του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Τρύφωνα γινόταν ένα κοινό πανηγύρι, κυρίως για τους νεότερους. Εκεί την τιμητική τους είχαν οι κορδέλες, οι σερπαντίνες, τα ιδιαιτέρως θορυβώδη όργανα, αλλά και ο καλαμποκοπόλεμος (ντάρι).
Επίσης, την περίοδο αυτή η Ελληνική Λέσχη διοργάνωνε έναν φιλανθρωπικό χορό για την ενίσχυση του νοσοκομείου «Άγιος Χαράλαμπος».
Ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα ξένοι περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Σμύρνη έδιναν περιγραφές για τα καρναβάλια και τα γλέντια, ιδίως των εκεί Ευρωπαίων. Σύμφωνα με έναν Γάλλο περιηγητή: «Η τρέλα που πιάνει τους Ευρωπαίους της Σμύρνης την εποχή των καρναβαλιών δεν έχει όρια. Βλέπει κανείς κάποτε προσωπιδοφόρους γυμνούς χωρίς πουκάμισο, μουτζουρωμένους να διασχίζουν τις ελληνικές συνοικίες, όπου περνούν τις νύχτες τους, πίνοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας με συνοδεία βιολιών.
Τόσο εξωφρενική φάνταζε η εικόνα, ώστε οι Τούρκοι μιλώντας για τις Απόκριες τις αναφέρουν ως «εποχή, κατά την οποία οι Φράγκοι τρελαίνονται» πιστεύοντας πως οι παραφροσύνη αυτή είναι αρρώστια που πιάνει τους Ευρωπαίους ορισμένη εποχή!
Στην Ερυθραία παρόλο που σχεδόν ποτέ δεν φορούσαν κουδούνια –το έθιμο το βρίσκουμε μέχρι σήμερα στη Σκύρο, τη Θράκη, τη Δράμα, το Σοχό, σε χωριά του Παγγαίου, κ.α.)–, τους μασκαράδες τους έλεγαν «Κουδουνάτους». Ειδικά στα Καράμπουρνα ήταν «Μουτσούνες» ή «Μουτσουναργκιές».
Οι «Κουδουνάτοι», όπως απαιτούσε το αντέτι (έθιμο), πάσχιζαν να γίνουν αγνώριστοι – μόνο τότε η αμφίεση θεωρούνταν επιτυχημένη. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σατιρίζοντας τους πάντες, με αστεία και καμώματα. Οι περισσότεροι συνήθιζαν να μεταμφιέζονται στο ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που πραγματικά ήταν, καθώς ένας απ’ τους στόχους της Αποκριάς ήταν η ανατροπή της καθιερωμένης κοινωνικής τάξης, το ανακάτεμα και η παραπλάνηση.
Έτσι συχνά οι άντρες ντύνονταν γυναίκες, οι γυναίκες βαρύμαγκες, οι φτωχοί πλούσιοι, οι γριές κορίτσια, ενώ οι πιο τολμηροί αψηφούσαν την δυσφορία των Τούρκων και φορούσαν φουστανέλες και φορεσιές των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης.
Επίσης οι μασκαράδες συνήθιζαν να βάφουν το πρόσωπό τους, τα χέρια και τα πόδια τους, με φούμο ή καπνιά από τσι ‘στιες (τα τζάκια) ή από τα χαρκώματα (μαγειρικά σκεύη) και κρατούσαν όποιο στρογγυλό ή μακρόστενο αντικείμενο μπορούσε να έχει φαλλικό ή γονιμικό υπονοούμενο (γουδοχέρια, καρότα, κρεμμύδια, λεμόνια, πράσα κλπ).
Άσεμνες χειρονομίες, πειράγματα και χωρατά «έδιναν κι έπαιρναν», ενώ υπήρχε μεγάλη ανοχή. Η κατά βάση αγροτική ερυθραιώτικη κοινωνία τις μέρες της Αποκριάς σχεδόν… ενθάρρυνε επέτρεπε την αθυροστομία και το οργιαστικό γλέντι. Κατάλοιπο των παγανιστικών ιεροτελεστιών, τα τραγούδια ήταν γονιμικά και ιδιαιτέρως πιπεράτα (ή εντεψίζικα, δηλαδή άσεμνα). Η «Κλώσσα» και το «Πιπέρι» ακούγονταν απαραιτήτως.
Στα Βουρλά, στον Τσεσμέ και στα Αλάτσατα, αντρικές ομάδες μασκαράδων παρουσίαζαν σε ανοιχτούς χώρους κωμικά θεατρικά δρώμενα δικής τους έμπνευσης, ενώ σε λέσχες, καφενεία και σχολεία διοργανώνονταν μπαλ μασκέ χοροί συνοδεία σμυρναίικης ορχήστρας που έπαιζε ευρωπαϊκή χορευτική μουσική. Τα έσοδα πήγαιναν σε φιλανθρωπίες.
Τα αποκριάτικα γεύματα συνήθως περιλάμβαναν λουκάνικα, πατσά, πηχτή, μπουμπάρι, λαχανοντολμάδες, ενώ την Τσικνοπέμπτη και την Κρεατινή, υπήρχαν οπωσδήποτε στο τραπέζι ψητά κρέατα διαφόρων ειδών.