Δεκανίκι του Μουσταφά Κεμάλ και εφιάλτης των Ρωμιών. Αυτός ο «τίτλος» έχει αποδοθεί στον Ευθύμιο Καραχισαρίδη, τον παπα-Ευθύμ’ όπως είναι γνωστός. Ο αυτοδιορισμένος πατριάρχης των… ορθοδόξων Τούρκων, ιδρυτής της αυτοκέφαλης «Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας», ήταν ουσιαστικά ένα μίσθαρνο όργανο των Κεμαλικών στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τη θεωρία τους περί τουρκογενών ορθοδόξων χριστιανών της Καππαδοκίας.
Γιος του υφασματέμπορου Μπαράς Καραχισαρίδη και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1884 στο Ακ Νταγ Ματέν της Υοσγάτης. Το κοσμικό του όνομα ήταν Παύλος. Αρχικά παρακολούθησε το ελληνικό σχολείο, ωστόσο αποφοίτησε από το τουρκικό σχολαρχείο.
Ήδη παντρεμένος, το 1912 χειροτονήθηκε διάκονος και παράλληλα διατηρούσε καταστήματα υφασμάτων. Ιερέας έγινε τρία χρόνια αργότερα, για να αποφύγει τη στράτευση. Παρότι δεν είχε καμία εκκλησιαστική μόρφωση, τον Μάρτιο του 1918 προβιβάστηκε σε αρχιερατικό επίσκοπο, χάρη στον ξάδελφό του Παντελή Καραχισαρίδη, διευθυντή της Ελληνικής Αστικής Σχολής του Κεσκίν.
Μάλιστα, προτού ξεκινήσει την αντεθνική του δράση, είχε ταχθεί με τον ελληνικό σύλλογο στο Κεσκίν «Φθάνει ο Ύπνος» και συνυπέγραψε το κοινό διάβημα των Ελλήνων και Αρμενίων· ζητούσαν τη μεσολάβηση του Πατριαρχείου για την αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής από τις άτακτες ομάδες Τούρκων εθνικιστών.
Η στάση του παπα-Ευθύμ’ άλλαξε όταν οι δημογέροντες και οι κοινοτικοί επίτροποι άρχισαν να τον κατηγορούν για κατάχρηση κοινοτικών χρημάτων. Καταλυτική ήταν και η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να τον αντικαταστήσει και να ξανακάνει αρχιερατικό επίτροπο τον παπα-Παναγιώτη Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Κωνσταντινούπολη όπου είχε πάει για λόγους υγείας.
Στο μεταξύ, από τον Οκτώβριο του 1918 το Πατριαρχείο επηρεασμένο από τους ανθελληνικούς διωγμούς¹ υποστήριζε ανοιχτά την απελευθέρωση και είχε απαγορεύσει στους Έλληνες να λάβουν μέρος στις οθωμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου/Δεκεμβρίου 1919. Σε εκείνο το σημείο ήταν που ο παπα-Ευθύμ’ διέκοψε τις σχέσεις του με το Φανάρι – η συγκυρία ιδανική, καθώς οι συλλήψεις και οι εξορίες των θρησκευτικών ηγετών των Ελλήνων είχαν δημιουργήσει ένα κενό στην Καππαδοκία, το οποίο έσπευσε να καλύψει.
Η πρώτη επίσημη αναφορά για την ίδρυση Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας ήταν στην κεμαλική εφημερίδα της Άγκυρας Hakimiyeti Milliye την 1η Μαΐου 1921· αμέσως άρχισαν οι διεργασίες για τη σύνταξη του σχετικού νομοσχεδίου. Ο εμπειρογνώμων της Άγκυρας σε θρησκευτικά ζητήματα Μπαχά επισήμανε πως η σχεδιαζόμενη «Εθνοσυνέλευση των Τουρκορθοδόξων» θα είχε κάποιο κύρος μόνο αν συμμετείχαν οι κορυφαίοι αρχιερείς της Μικράς Ασίας. Ο παπα-Ευθύμ’ δεν ήταν παρά ένας ιερέας χωρίς καν τη στοιχειώδη θρησκευτική μόρφωση και η Άγκυρα κρατούσε επιφυλακτική στάση.
Μετά την εκλογή όμως του Μελέτιου Μεταξάκη² στον πατριαρχικό θρόνο, είδε το ζήτημα διαφορετικά. Άλλωστε, ο παπα-Ευθύμ’ είχε ήδη αυτοανακηρυχτεί «Γενικός Επίτροπος των Τουρκορθοδόξων Χριστιανών» και καλούσε όλες τις χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας να στείλουν αντιπροσώπους στην Καισάρεια για τη συγκρότηση ενός ορθόδοξου συμβουλίου.
Στην εγκύκλιο αυτή εξαπέλυε δριμεία επίθεση κατά του Πατριαρχείου, ενώ επισκεπτόμενος τις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Καππαδοκίας διακήρυττε πως η σωτηρία των ορθοδόξων από τους μαζικούς διωγμούς θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απόσχισή τους.
Παράλληλα την 1η Μαρτίου 1922 φρόντισε για το κλείσιμο 68 ορθόδοξων εκπαιδευτηρίων της Καππαδοκίας, με συνέπεια να αναγκαστούν τα παιδιά να εγγραφούν σε τουρκικά σχολεία.
Όλες οι παραπάνω προπαρασκευαστικές κινήσεις οδήγησαν στην εκλογή τελικά του συμβουλίου, στις 28 Μαΐου 1922. Αποτελούνταν από 80 προύχοντες της Καισάρειας, 16 ιερείς και 8 εξόριστους, ως δήθεν αντιπροσώπους διαφόρων περιοχών της Μικράς Ασίας. Αυτοί συνέταξαν τον καταστατικό χάρτη για την ίδρυση της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, με τον όρο να σταματήσουν οι διωγμοί και οι εκτοπισμοί των χριστιανών της Μικράς Ασίας. Για την ολοκλήρωση του σχεδίου για την αυτοκέφαλη Εκκλησία, κλήθηκαν στην Καισάρεια οι εξόριστοι αρχιερείς Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης και Σεβάστειας Γερβάσιος Σουμελίδης.
Παρότι ο πρώτος εξέφρασε την αντίδρασή του, υπό την πίεση της τουρκικής κυβέρνησης αναγκάστηκε να μεταβεί στην Καισάρεια. Οι αρχιερείς, στους οποίους προστέθηκε ο Πατάρων Μελέτιος, σκόπευαν να καθυστερήσουν τις εξελίξεις, ευελπιστώντας ότι στο μεταξύ το Πατριαρχείο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα στη διεθνή κοινή γνώμη ώστε να ζητηθεί από την Άγκυρα να αλλάξει στάση απέναντι στην ορθόδοξη κοινότητα.
Τελικά, ο καταστατικός χάρτης της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας υπογράφτηκε στις 17 Ιουλίου 1922 στο μητροπολιτικό μέγαρο της Καισάρειας. Στις επόμενες συνεδριάσεις του συμβουλίου αποφασίστηκε η καθιέρωση της ανάγνωσης του Ευαγγελίου σε όλες τις εκκλησίες της Καππαδοκίας στα τουρκικά.
Οι αρχιερείς συνέχισαν την τακτική της κωλυσιεργίας σε διάφορα ζητήματα, προκαλώντας όμως σοβαρές αντιδράσεις και στην κυβέρνηση αλλά και στους υποστηρικτές του παπα-Ευθύμ’ μεταξύ των λαϊκών.
Ο Προκόπιος κάτω από αυτές τις πιέσεις θέλησε να δείξει στην κυβέρνηση ότι προσπαθεί να λύσει το εκκλησιαστικό ζήτημα – παράλληλα όμως ήθελε να αποφύγει την οριστική διάσπαση των Καππαδόκων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου 1923 ενέκρινε το τουρκικό έγγραφο για την ανακήρυξη αυτοκέφαλου «Πατριαρχείου», το οποίο επικυρώθηκε από το συμβούλιο της Καισάρειας.
Επιπλέον, το συμβούλιο εξέλεξε τον Προκόπιο πατριάρχη της αυτοκέφαλης Εκκλησίας δίδοντας του τον τίτλο του μητροπολίτη Καισάρειας. Ο Σεβάστειας Γερβάσιος εκλέχτηκε μητροπολίτης Πόντου και ο Πατάρων Μελέτιος μητροπολίτης Ικονίου. Σε αντικατάσταση του Αγκύρας Γερβάσιου, ο οποίος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, διορίστηκε ο ηγούμενος της Μονής Ταξιαρχών Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος.
Ο παπα-Ευθύμ’, έπειτα από την επιμονή του Προκόπιου, παρέμεινε απλός ιερέας, χωρίς να του απονεμηθεί κάποιο αρχιερατικό αξίωμα.
Στο μεταξύ με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου ο κίνδυνος για το τουρκικό κράτος από τις ελληνικές κοινότητες της Καππαδοκίας ήταν μηδαμινός, με συνέπεια η Άγκυρα να χάσει κάθε ενδιαφέρον για την Τουρκορθόδοξη Εκκλησία και το συμβούλιο της Καισάρειας ουσιαστικά να διαλυθεί.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών η Τουρκορθόδοξη Εκκλησία στερήθηκε των προϋποθέσεων επιβίωσής της. Ο παπα-Ευθύμ’ μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου συνέχισε την επιθετική του τακτική προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ προσπάθησε δύο φορές να το καταλάβει. Το 1924 κατέλαβε την εκκλησία της Παναγίας Καφατιανής, το 1926 την εκκλησία του Σωτήρος Χριστού και το 1965 την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, οι οποίες βρίσκονταν στην πλούσια ενορία του Γαλατά.
Μετά το θάνατό του στην ηγεσία της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας τον διαδέχτηκε ο γιος του Τουργκούτ, ο οποίος έλαβε τον τίτλο παπα-Ευθύμ’ Β΄, αρχιεπίσκοπος των Τουρκορθοδόξων της Ανατολής.