Η λέξη κανάτα, με την έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στα νεοελληνικά (του δοχείου νερού, δηλαδή), υπάρχει και στην ποντιακή διάλεκτο. Η λέξη κανάτιν (ή γανάτιν), όμως, που την συναντάμε σε πληθώρα ποντιακών τραγουδιών, έχει διαφορετική σημασία.
Προέρχεται από την τουρκική γλώσσα, και πιο συγκεκριμένα από τη λέξη kanat, που θα πει πτέρυγα (η φτερούγα του πουλιού).
Συνεκδοχικά, σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, το κανάτιν χρησιμοποιείται και με την έννοια του σκληρού εξωφύλλου του βιβλίου, αλλά και του παραθυρόφυλλου, του παντζουριού. Το δε ρήμα κανατώνω αποδίδεται ως «δένω βιβλίο».
Από τα πολλά ποντιακά τραγούδια στα οποία συναντήσαμε τη λέξη, επιλέξαμε το παραδοσιακό τίκ’ «Αχπάσκουμαι», από το άλμπουμ Προσδιορισμός – ‘Σ σα ιχνάρα τ’ Ασαλούμ’.1 Τραγουδά ο Γιώργος Σοφιανίδης, αγγείο παίζει ο Μάριος Σιαπανίδης και νταούλι ο Γιάννης Πολυχρονίδης.
Τρυγόνι μ’, έλα μετ’ εμέν,
άλλο καιρός ’κ’ επέμ’νεν.
Τ’ εσά τα άνθια ούσνα θ’ ανθούν
τ’ εμά παραδιαβαίν’νε.
Ένοιξεν τα κανάτια ’θε,
επέταξεν και έρθεν.
Εκόνεψεν σ’ εγκαλιόπο μ’
κι άλλο αποπέσ’ ’κ’ εξέβεν.