Οι περισσότεροι που έχουν γράψει για τη Μάγια Μελάγια, θεωρούν ως ημερομηνία γεννήσεως της την 29η Φεβρουαρίου 1928. Και όντως εκείνη η χρονιά ήταν δίσεκτη. Αν ισχύει λοιπόν, η Μελάγια ήταν από τους λίγους ανθρώπους που γιόρταζε τα γενέθλιά της κάθε τέσσερα χρόνια. Και δεν ήταν το μόνο «μοναδικό» που είχε αυτή η γυναίκα, η οποία ανανέωσε το θέαμα – είτε μιλάμε για τραγούδι, είτε για το μουσικό θέατρο.
Ήταν η γυναίκα που μεταπολεμικά εισήγαγε τον ερωτισμό, τον αισθησιασμό πάνω στο πάλκο. Χωρίς τίποτα φτηνό ή προκλητικό.
Και όλα αυτά θα ήταν απλώς ιστορικές χαριτωμενιές αν δεν συνοδεύονταν από ένα μοναδικό ταλέντο φωνής και υποκριτικής.
Καλώς ήρθατε λοιπόν στον μαγικό κόσμο της Μάγιας Μελάγιας.
https://www.youtube.com/watch?v=I0Gja3xhfM4
Και εγένετο Μάγια και μαγεία
Η Μελπομένη Τσιριγώτη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, μεγαλώνει στο κέντρο της Αθήνας. Με κερκυραϊκές ρίζες και καταγωγή. Βρισκόμαστε στα χρόνια της Κατοχής, και η Μελπομένη που ακόμα είναι στην εφηβεία της, ψάχνει όπως όλοι οι Έλληνες να επιβιώσει και να βρει έναν λόγο να χαμογελάσει.
Ο καλός της άγγελος ήταν μια γειτόνισσά της, που την άκουγε να τραγουδάει στην αυλή του σπιτιού της. Η γειτόνισσα λοιπόν πείθει τη μητέρα της μικρής να την στείλει στο βαριετέ «Όασις». Τότε την άκουσε ο συνθέτης Μιχάλης Σουγιούλ και την προσέλαβε στο κέντρο του, και η δεσποινίς Μάνια Τσιριγώτη, όπως ήταν το πρώτο της καλλιτεχνικό όνομα, μαγεύει τα πλήθη.
Το 1946 την ανακαλύπτει ο Ορέστης Λάσκος, και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να της αλλάξει το όνομα. Η Μάγια Μελάγια είναι γεγονός και σιγά-σιγά έρχονται τα πρώτα τραγούδια.
Η πρώτη της επιτυχία ήταν το τανγκό «Πώς με μεθάς». Τη δεκαετία του ‘50 η καριέρα της ως τραγουδίστριας απογειώνεται, ενώ κάνει και τα πρώτα δειλά βήματα στην επιθεώρηση. Και ως νουμερίστα διαγράφει λαμπρή πορεία.
Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή της τη δεκαετία του ’50. Έπαιξε σε κάποιες ταινίες, όχι πρώτης γραμμής, για λόγους βιοπορισμού. Ωστόσο μέσω αυτών ενισχύθηκε η δημοτικότητά της. Πάντως η ίδια δεν φαινόταν να αγαπά ιδιαίτερα την 7η τέχνη.
Η μεγάλη της αγάπη ήταν η σκηνή, το πάλκο. Εκεί μεταμορφωνόταν σε μια άλλη.
Και τραγούδησε τον αφρό των τραγουδιών, ασχέτως ότι πολλά από τα τραγούδια που εκείνη είπε σε πρώτη εκτέλεση, έγιναν επιτυχίες από άλλους. Ήταν τα περίεργα της τύχης και των δισκογραφικών.
Η Παξινού, η Λόρεν και όλοι οι άλλοι
Ήταν τόση η επιτυχία της, που εκλήθη από τους παραγωγούς να διδάξει το τραγούδι «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» στη Σοφία Λόρεν στα γυρίσματα της ταινίας Το παιδί και το δελφίνι στην Ύδρα το ’57. Και όχι μόνο, καθώς λέγεται ότι εκείνη έπεισε τον Τώνη Μαρούδα να εμφανιστεί στο φιλμ.
Και φτάνουμε στο περιστατικό με την Κατίνα Παξινού στην Επίδαυρο, και τον αστυφύλακα. Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός προσπάθησε να μπει (λόγω κόσμου) από τα καμαρίνια, γιατί είχε καθυστερήσει στην παράσταση. Ο αστυφύλακας την σταμάτησε, και όταν αυτή του ανέφερε το όνομά της, εισέπραξε την απάντηση: «Δεν μ’ ενδιαφέρει κυρία μου, δεν περνάς ούτε η Μάγια Μελάγια να ’σαι»!
Ας θυμηθούμε τα πριν και τα μετά του περιστατικού.
Παράλληλα με όλη την επιτυχία, η Μελάγια ζούσε έναν μυθιστορηματικό έρωτα με τον συνθέτη Γιώργο Μουζάκη. Εκτός του ότι είχε τραγουδήσει πολλά δικά του τραγούδια, παρασκηνιακά ήταν μια σχέση με υποσχέσεις, χωρισμούς, επανασυνδέσεις.
Λέγεται ότι ο Μανώλης Χιώτης της ζητούσε να ηχογραφήσει τραγούδια του και ο Γιώργος Μουζάκης τής το απαγόρευε.
«Μια ζωή ερωτευμένη, και φυσικά τον έχω πληρώσει βαριά και ακριβά τον έρωτα. Αλλά έτσι γεννήθηκα, τι να κάνω; Κι έτσι ο έρωτας έφαγε την καριέρα που μπορούσε να ’τανε πολύ πιο λαμπρή», είχε πει σε συνέντευξή της. Τελικά χώρισαν πάνω σε έναν καβγά. Εκείνη, επειδή το είχε ξαναζήσει το σκηνικό, αποφασίζει να κόψει οριστικά. Και φεύγει.
Από την Αμερική στην Πατησίων
Λίγο μετά φεύγει για την Αμερική. Ούτως ή άλλως οι ομογενείς την ήξεραν, οπότε δεν είχε πρόβλημα δουλειάς. Αρχικά. Γιατί στην πορεία προκύπτει έρωτας με Έλληνα ομογενή, τον Παναγιώτη Γουλάκο, που είχε κέντρα διασκεδάσεως. Σιγά-σιγά αποτραβιέται και γίνεται νοικοκυρά, κάτι που ήθελε να κάνει από ένα σημείο και μετά.
Μόνο που 18 χρόνια μετά ο σύζυγός της πεθαίνει και εκείνη μένει ξεκρέμαστη στην Αμερική. Αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα αλλά έχει ξεχαστεί. Προσπαθεί με μικροδουλειές να ξαναμπει στο χώρο.
Το 1981 εμφανιζόταν σε ένα μαγαζί στον Πύργο και χτυπήθηκε από εγκεφαλικό. Ανέρρωσε πλήρως, αλλά δεν επέστρεψε στη σκηνή, παρά ελάχιστες φορές κι αυτές για λίγο.
Αποκούμπι της η αδελφή της, και η κολλητή της Σπεράντζα Βρανά. Και όταν αυτές θα φύγουν, μένει μόνη. Επιλέγει τη σιωπή και τη μοναξιά της. Κάποτε είχε πει στον Άγγελο Κουτσούκη: «το τραγούδι, η ζωή μου ολόκληρη. Του έκανα απιστίες. Κι αυτό με συγχώρησε».
Μια παγωμένη μέρα, τον Δεκέμβριο του 2014, η γυναίκα που έβαζε κάποτε φωτιά στο σανίδι, κλείνει για πάντα τα μαγικά της μάτια.
Σπύρος Δευτεραίος