Ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στο Καρατζαβιράν, ποντιακή αποικία προσαρτημένη στην περιφέρεια Νίγδης. Οι κάτοικοί του το 1924 ήταν μόνο ελληνόφωνοι Έλληνες, συνολικά 20 οικογένειες, που αποτελούνταν από 108 άτομα. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη του Ικονίου και είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.
Η μαρτυρία που ακολουθεί είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο και περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης διαδόθηκε στο Καρατζαβιράν ότι οι Χριστιανοί της Ανατολής θα φεύγανε στην Ελλάδα, για να έρθουνε στη θέση τους στη Μ. Ασία οι Τούρκοι της Ελλάδας. Δύο ολόκληρα χρόνια άκουαν γι’ αυτήν την «Ανταλλαγή», μα δεν τους ήταν καθόλου δυσάρεστη.
«Είχαμε τότε συμπάθεια για την Ελλάδα. Πατρίδα είναι, λέγαμε. Εκεί θα πάμε… Δεν ξέραμε, βλέπεις, τότε… α! τα καημένα τα μέρη μας!» Εδώ ο Γρηγόρης αναστενάζει βαθιά.
Κι έτσι, απ’ τα 1923, μόνοι τους, πριν έρθει καμιά τέτοια διαταγή, αποφάσισαν να ξεκινήσουν «για την πατρίδα». Άρχισαν να πουλούν τα μεγάλα ζώα, τα γιδοπρόβατα, τις σοδειές τους και χάρισαν στους Τούρκους φίλους των τα μελίσσια τους. Το φθινόπωρο του 1923 σπείρανε τα χτήματά τους, και το Γενάρη ξεκίνησαν να πάνε, με δικά τους έξοδα, για την Ελλάδα. Φύγανε με τα κάρα. Πρώτος σταθμός το Ουλούγουσλα1. Οι πιο πλούσιοι και πιο βιαστικοί μπήκαν στο τρένο και φύγαν για τη Μερσίνα. Ήταν τέσσερις πέντε οικογένειες. Απ’ αυτές, τέσσερα μόνο άτομα, έπειτα από ολόκληρη οδύσσεια, φτάσανε ζωντανοί στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι πλούσιοι αυτοί Καρατζαβιρανιώτες φτάσανε στη Μερσίνα, οι αρχές τους βάλανε στους στρατώνες μαζί με τους Πόντιους πρόσφυγες, που είχαν από τότε πλημμυρίσει την πόλη. Φαίνεται πως απ’ την πολυκοσμία εκεί μέσα έπεσε επιδημία – ίσως χολέρα, κατά το Γρηγόρη – που έκανε θραύση. Οι Καρατζαβιρανιώτες μπήκαν σε μια βάρκα και πέρασαν στην Κύπρο. Από κει όμως τους έστειλαν πάλι πίσω στην Τουρκία. Ώσπου στο τέλος, έπειτα από περιπέτειες, όσοι έμειναν μπήκαν σ’ ένα πλοίο που έφευγε για την Ελλάδα. Οι μολυσμένοι απ’ αυτούς πέθαναν μέσα στο πλοίο. Και έτσι μόνο τέσσερις άνθρωποι απ’ όλες αυτές τις οικογένειες φτάσανε στη Θεσσαλονίκη.
Οι άλλοι μείνανε στο Ουλούγουσλα δύο τρεις μήνες. Ώσπου ένα βράδυ ήρθε η αστυνομία, τους έπιασε όλους μαζί και την ίδια νύχτα τούς έστειλε στο Κολτσούς2 γιατί, λέει, δεν υπήρχε διαταγή που να επιτρέπει την απομάκρυνσή τους απ’ την Τουρκία.
Στο Κολτσούς οι Τούρκοι τούς φιλοξένησαν και το πρωί τους δώκανε αλεύρι – γιατί στο χωριό δεν είχαν αφήσει τίποτα – και τους έστειλαν πίσω στα σπίτια τους. Έτσι «ήταν γραφτό» να θερίσουνε μόνοι τους τα στάρια που είχαν σπείρει πριν φύγουν. Θερίσανε, αλωνίσανε, έπειτα ξεχειμωνιάσανε ακόμα ένα χειμώνα εκεί και κατά το Μάρτη, τέλος, μια Παρασκευή, ήρθαν οι τζανταρμάδες3 από το Κολτσούς και τους είπανε:
– Την ερχόμενη Παρασκευή φεύγετε για την Ελλάδα. Να είστε έτοιμοι.
Πήγανε πάλι με τα κάρα στο Ουλούγουσλα. Στις 25 Μαρτίου μπήκαν στο τρένο, που τους έβγαλε στη Μερσίνα. Έμειναν εκεί δύο μήνες ωσότου τους πήρε το πλοίο που τους πήγε στον Πειραιά.