Την εποχή που τα μεταλλεία στην Αργυρούπολη είχαν μεγάλη άνθηση, πλήθος εργατών από διάφορα σημεία του Πόντου και της Μικράς Ασίας αναζητούσαν εκεί την τύχη τους. Σιγά-σιγά χωριά ολόκληρα δημιουργήθηκαν γύρω από τα μεταλλεία καθώς σταδιακά μετακόμιζαν εκεί και οι οικογένειες των εργατών. Υπάρχουν πολλές καταγραφές για εργατικά ατυχήματα εκείνη την εποχή αλλά και για δυστυχήματα με αρκετούς νεκρούς.
Ένα από αυτά περιγράφει ο Παντελής Μελανοφρύδης, το 1950, σε άρθρο του στην Ποντιακή Εστία. Πρόκειται για την καθίζηση εδάφους που προκλήθηκε από άγνωστο λόγο, καταπλακώνοντας ή «φυλακίζοντας» εργάτες οι οποίοι βρίσκονταν στις στοές. Παρά τις προσπάθειες για να εντοπιστούν και να διασωθούν δεν στάθηκε δυνατόν.
Εκτιμάται ότι περίπου 800 άτομα έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτό το δυστύχημα. Ανάμεσά τους βρίσκονται και 40 εργάτες με το όνομα «Παύλος».
Το γεγονός αυτό οδήγησε στη γέννηση μια παροιμίας στην οποία αναφέρεται ο Μελανοφρύδης. Ωστόσο προκύπτει ότι η πρώτη καταγραφή έγινε το 1939 από τον Ξενοφώντα Κ. Άκογλου, στα Λαογραφικά Κοτυώρων (αρ. 137, σελ. 481-482).
Κάθα είνας τον Παύλον ατ’ κλαίει…
Ήτο η εποχή που τα μεταλλεία της Αργυρουπόλεως ευρίσκοντο στην μεγαλειτέραν ακμήν τους.
Χιλιάδες μεταλλουργοί εμπαινόβγαιναν εις τα πολυαρίθμους και πολυδαιδάλους στοάς, που περνούσαν από κάτω από την πόλιν, από τον Κουρκουλέτσον έως τη Γαράσαρης την γωνέαν και πέραν έως την μέζιρεν Μολυβά και το Κάστρον. Άλλοι εκουβαλούσαν έξω το μετάλλευμα (τσοχάρα), άλλοι το παρελάμβαναν, το έρριχναν μέσα σε μεγάλα καμίνια να λυώση, άλλοι επεστατούσαν εις την τήξιν του μεταλλεύματος (παραστάται, γαλτσήδες) και κατόπιν χιλιάδες άλογα εκουβαλούσαν τας ράβδους του αργύρου και μολύβδου προς την Τραπεζούντα.
Χρυσή εποχή διά την Αργυρούπολιν, το Καν’, και διά τον Ελληνισμόν του Πόντου. Γιατί εις 20-30.000 υπελογίζοντο οι μεταλλουργοί (μετεντζήδες, γαλτσήδες, παραστάται, μπαλτατζήδες κλπ.), όλοι σχεδόν Έλληνες.
Εις μίαν στοάν, ευρισκομένην εις απόστασιν πέντε περίπου χιλιομέτρων Β.Δ. της πόλεως, όπου ειργάζοντο 800 εργάται, εσημειώθη αιφνηδίως ένα τρομακτικόν δυστύχημα. Ηκούσθη ένας φοβερός γδούπος και όλη η περιοχή ωσάν να εσείσθη από σεισμικήν δόνησιν. Μία μεγάλη καθίζησις των στοών εις αρκετόν μήκος κατεπλάκωσεν υπό σωρούς πετρών και χωμάτων εκατοντάδας εργατών και απέκοψεν άλλους εις το βάθος, ούτως ώστε και οι δυστυχείς αυτοί ήσαν καταδικασμένοι ν’ αποθάνουν είτε εκ πείνης, είτε εξ ασφυξίας.
Έτρεξαν εις τον τόπον του δυστυχήματος οι μεταλλουργοί, και ουσταπασήδες και μηχανικοί, αλλ’ η διάσωσις των κινδυνευόντων ήτο αδύνατος και όλαι αι προσπάθειαι που κατεβλήθησαν προς τούτο απέβησαν άκαρποι.
Το δυστύχημα διεδόθηκε αστραπιαίως εις την πόλιν και όλαι αι οικογένειαι των μεταλλουργών, που εδούλευαν εις την στοάν εκείνην, κλαίουσαι και ολοφυρόμεναι, μαζεύθηκαν εμπροστά στην είσοδον.
Τι ημπορούσαν να κάμουν αι δυστυχισμέναι μητέρες και σύζυγοι για την σωτηρίαν των τραγικών θυμάτων; Μόνον δάκρυα, κραυγαί οδύνης και απελπισίας, ολοφυρμοί και μοιρολόγια. Κάθε μία εφώναζε το όνομα του αγαπητού της προσώπου, που το έχανεν υπό τόσον τραγικάς συνθήκας.
Περισσότερον όμως ηκούετο το όνομα Παύλος. «Παύλεμ’, γουρπάν τς Παύλε!
Εκ της ερεύνης των βιβλίων των επιστατών απεδείχθη πράγματι ότι οι 40 εκ των 800 ωνομάζοντο Παύλοι. Γι’ αυτό και το τραγικόν εκείνο μεταλλείον ωνομάσθη «Κουρκ Παυλίν» «Σεράντα Παύλ’» .
Όταν όμως η δυστυχισμένη μητέρα η σύζυγος εφώναζε «Παύλε μ’» κάθε μία βεβαίως έκλαιε τον Παύλον της, και από τότε προήλθεν η παροιμία «Κάθα είνας τον Παύλον ατ’ κλαίει», δηλ. καθείς τον πόνο του.
Π. Η. Μελανοφρύδης
• Πηγή: Ποντιακή Εστία, 1950, τεύχ. 11.
• Σημ.: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.