1922. Η Σμύρνη καίγεται και χιλιάδες άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει τα πάντα οδεύουν προς μια νέα, άγνωστη για αυτούς, ζωή. Σε ένα από τα καΐκια με τους πρόσφυγες τρεις γυναίκες ταξιδεύουν μόνες τους. Μία από αυτές φέρνει στον κόσμο κάτω από αδιανόητες συνθήκες και με πολλή δυσκολία ένα κοριτσάκι. Μελανιασμένη –και με ελάχιστες ελπίδες να επιβιώσει– η μικρή Αρμένισα αεροβαπτίστηκε από τον καπετάνιο και πήρε το όνομα Ευαγγελία, μιας και ήταν πάνω στην «Ευαγγελίστρια».
Με αυτό τον επεισοδιακό τρόπο ήρθε στον κόσμο η Ευαγγελία Αταμιάν, η κόρη του Χάικ και της Σιμαγκιούλ Αταμιάν. Πατέρα δεν γνώρισε, τον έσφαξαν οι Τούρκοι.
Χρόνια αργότερα, γυναίκα πια, έγινε η Μαρίκα Νίνου – η φωνή της μαζί με την έντονη προσωπικότητά της έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στο ελληνικό τραγούδι.
Η ζωή της σύντομη· πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1957. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, και συγκεκριμένα το 1974, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις κυκλοφόρησε το άλμπουμ Πέριξ έγραψε για εκείνη: «Όλη η εργασία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου που δίχως να το ξέρει με το μαχαίρι της φωνής της χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής».
Από το νοικοκυριό στο τσίρκο
Η οικογένεια της Νίνου εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Η Ευαγγελία από πολύ μικρή ηλικία άρχισε να μαθαίνει μουσική – έπαιζε μαντολίνο, συμμετείχε στην ορχήστρα του σχολείου της. Με λίγα λόγια έδειχνε την κατεύθυνση που ήθελε να πάρει. Πώς όμως να ανθίσει το όνειρο στις προσφυγικές παράγκες;
Έτσι στα 17 της, και λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο, παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν. Κλειδαράς στο επάγγελμα, με δικό του μαγαζί στην Κοκκινιά. Το 1940 γεννήθηκε ο γιος τους, ο Οβανές (Γιάννης).
Μόνο που το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά και τέσσερα χρόνια μετά τράβηξε χωριστούς δρόμους. Το 1946 ο πατέρας έφυγε για την Αρμενία και εκείνη ανέλαβε αποκλειστικά την ανατροφή του παιδιού.
Λίγο μετά το χωρισμό στη ζωή της Ευαγγελίας μπήκε ένας νέος άνδρας, ο ακροβάτης Νίκος (Νίνο) Νικολαΐδης. Αρχικά εκείνη δούλευε στο ταμείο, αλλά μετά έγιναν καλλιτεχνικό ζευγάρι· με το όνομα Ντούο Νίνο έκαναν περιοδείες παρουσιάζοντας ακροβατικά νούμερα.
Αργότερα παντρεύτηκαν και έγινε Ευαγγελία Νικολαΐδου. Το όνομα Μαρίκα τής το κόλλησε η πεθερά της, μια θεατρίνα, γιατί παρέπεμπε στη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το επίθετο Νίνου προέκυψε από τον σύζυγό της, και κάπως έτσι η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου.
Το 1947 μπήκε στο σχήμα και Οβανές, οπότε μετονομάστηκαν σε Δυόμισι Νίνο. Στις παραστάσεις τους η Μαρίκα έλεγε και κανένα λαϊκό τραγούδι.
Όλα άρχισαν…
…όταν το ζευγάρι εμφανίστηκε στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας, για ένα ακροβατικό σόου. Κάποια στιγμή ο ναύαρχος, στον οποίο άρεσαν πολύ τα τουρκικά τραγούδια, ζήτησε ν’ ακούσει ένα τέτοιο από τη Νίνου. Είπε ένα, που το ήξερε από τη μάνα της.
Στην αίθουσα βρισκόταν μεταξύ άλλων ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός. Αυτός την γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος την πρωτοπαρουσίασε δισκογραφικά τον Ιούνιο του 1948 με τα τραγούδια του «Ώρες σε κρυφοκοιτάζω» και «Θα στο πω το μυστικό μου».
Και από εκεί ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις με τραγούδια των: Περπινιάδη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη και Τσιτσάνη. Σε αυτό το σημείο άνοιξε η αυλαία για το πιο δυνατό κομμάτι της ζωής της.
Εκρήξεις και αριστουργήματα
Έχοντας συνεργαστεί με φωνές όπως η Ιωάννα Γεωργακοπούλου και η Σωτηρία Μπέλλου, ο Τσιτσάνης διαπίστωσε ότι με στη Νίνου βρήκε αυτό που ήθελε. Η σχέση τους παθιασμένη, με πολλές κόντρες αλλά και σπουδαία τραγούδια.
Και όχι μόνο· εκείνη την περίοδο οι φήμες έλεγαν ότι η τραγουδίστρια έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τη Σεβάς Χανούμ επειδή έθεσε βέτο για την παρουσία της στο πάλκο.
https://www.youtube.com/watch?v=62J6WCDFlWI
Στου «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών έγραψαν χρυσές σελίδες, ενώ από μια περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη η Νίνου κατόρθωσε και αγοράσει ένα σπίτι στο Αιγάλεω. Όχι ότι όλα ήταν ρόδινα.
Μπορεί σταδιακά ανέβαινε, αλλά αρκετές φορές είχε αναγκαστεί να κρύψει την καταγωγή της.
Μάλιστα, όταν το 1951 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για συγκεκριμένες εμφανίσεις, ο Βασίλης Τσιτσάνης της είχε απαγορεύσει να λέει ότι είναι Αρμένισσα. Όμως, όταν κάποιο βράδυ πήγε μια παρέα Αρμενίων για ν’ ακούσει τη θεία, δεν κρατήθηκε και εκδηλώθηκε, λέγοντάς τους «χάι εμ – χάι εμ», δηλαδή είμαι Αρμένισσα, διότι ήξερε αρμενικά, και έγινε μεγάλο γλέντι.
Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, στο σχήμα προστέθηκε και η Μπέλλου. Αν και ο μαγνήτης για τον κόσμο ήταν το ζευγάρι, το οποίο σιγά-σιγά άρχισε να απομακρύνεται.
«Γεννήθηκα για να πονώ»
Το 1954, σε ηλικία 32 ετών, νόσησε από καρκίνο, στη μήτρα. Αποφάσισε όμως να πάει στην Αμερική για να τραγουδήσει, για να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδελφού της Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε και αυτός από καρκίνο, αλλά και τον γιο της τον Οβανές. Ήθελε όμως και να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί.
Ο Τσιτσάνης δεν την ακολούθησε. Σημαδιακό, αλλά το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησαν ήταν το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα».
Στην Αμερική έμεινε έναν χρόνο. Όταν έμαθε για το θάνατο του αδελφού της και γύρισε στην Ελλάδα. Παρά την κλονισμένη της υγεία, παρέμεινε στο πάλκο. Μάλιστα για να κάνει οικονομία πήγαινε στο κέντρο με το λεωφορείο.
Αρχές Φεβρουαρίου 1957. Ξεκίνησε να λέει το «Γεννήθηκα για να πονώ» και στον δεύτερο στίχο, σταμάτησε από τους πόνους. Ήταν το τελευταίο που τραγούδησε.
Η Μαρίκα Νίνου, η «βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού» έγραφε η αγγελία του θανάτου της, πέθανε λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου. Δεν ήταν ούτε 35 χρονών. Στο τραγούδι ό,τι έκανε ήταν για περίπου 8 χρόνια.
Και όμως, όχι μόνο έγραψε ιστορία, άλλαξε τα πράγματα στον χώρο – ήταν από τις πρώτες που σηκώθηκαν από την καρέκλα στο πάλκο. Ο μύθος της όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά γιγαντώθηκε με το πέρασμα των δεκαετιών.
Σπύρος Δευτεραίος