Ο Σάββας Μαντούρογλου γεννήθηκε στην Κούμλουτζα (τουρκ. Kumluca), 15 χλμ ΒΑ από το Φοίνικα και γύρω στα 70 χλμ Ν-ΝΔ της Αττάλειας. Υπήρχαν 150 οικογένειες Τούρκων και 60 οικογένειες Ελλήνων, ενώ εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη της Πισιδίας.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στα 1918 γυρίσαμε από τα αμελέ ταμπουρού. Όσοι κρατήσανε, γυρίσανε στα χωριά τους. Εγώ πήγα Φοίνικα· στην Κούμλουτζα κάηκε το σπίτι μας και μετοικήσανε οι δικοί μου στο Φοίνικα.
Ένας χρόνος πέρασε, ’18 με ’19 ησυχία ήτανε. Αρχίσαμε πάλι τις δουλειές. Όλοι είπαμε, τελείωσε το κακό. Στο ’19 βγήκε στη μέση στην Τουρκία ο Κεμάλης. Αυτός για την Τουρκία θεός ήτανε, για τους Ρωμιούς διάβολος.
Μάιο του ’19 ακούσαμε έγινε απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Τότες νομίσαμε πως όλη η Τουρκία θα γίνει Ελλάδα. Κακό βγήκε όμως, βάσανα και τυραννίες. Ο Κεμάλης έκανε και τους τσετέδες. Αυτοί σαν συμμορία ήτανε, στρατιώτες κανονικοί δεν ήτανε. Νόμο δεν κρατούσανε. Ό,τι θέλανε κάνανε. Κλοπές, πυρκαγιές, απαγωγές, σκοτώματα. Φόβος και τρόμος έπεσε στους χριστιανούς.
Πήρανε ανθρώπους από Κούμλουτζα, χριστιανούς Ρωμιούς· μαζί πήρανε και τον δικό μου αδελφό. Αυτός γλίτωσε· πέντε έξι άλλους τους σκοτώσανε.
Πάνω που κλείσαμε δύο χρόνια από την ανακωχή, βγήκε διαταγή όλοι οι άντρες από 14 χρονώ μέχρι 70 να φύγουμε.
Σεφκέτια σεφκέτια καθημέρα μάς διώχνανε. Και Φοίνικα και Κούμλουτζα ίδια διαταγή ήτανε. Στα σπίτια μείνανε μωρά παιδιά, γυναίκες και οι πολύ γέροι.
Το δικό μας σεφκέτ έφτασε μέχρι του Καυκάσου τα μέρη. Άρρωστοι πέσανε οι άνθρωποι· γέροι, μικρά παιδιά μείνανε στον τόπο πεθαμένοι. Όλο ψείρα και πληγή ήμαστε. Μας βάζανε να δουλεύουμε πάλι όπου είχε βαριά δουλειά. Δρόμος ήτανε, κτισίματα ήτανε, ό,τι θέλεις. Κι άμα στεκόσουνε, ένα λόγος να έλεγες, ο Τούρκος από κοντά ήτανε και μια σ’ έδινε κι έπεφτες κάτω. Ντεμισισκελεσί ένα μέρος ήτανε κι εκεί μας σταματήσανε. Γραμμές σιδηροδρόμου φτιάχνανε και μας βάλανε και δουλεύαμε. Δύο χρόνια καθίσαμε εκεί σχεδόν. Από κει εγώ πήγα Τεκιροβασί. Με στείλανε με αναρρωτική άδεια, γιατί αρρώστησα βαριά με τύφο να πεθάνω. Από κει πήγα Ερζιγκιάν.1 Εκεί ήμουνα που ακούστηκε η είδηση πως οι Έλληνες θα φύγουνε στην Ελλάδα. «Γίνεται Ανταλλαγή» είπανε. «Θα ‘ρθούνε από την Ελλάδα Τούρκοι στην Τουρκία». Τότε ήτανε 1923, το μήνα δε θυμούμαι.
Μας βγάζανε απολυτήρια, χαρτιά να μπορούμε να φύγουμε.
Από Ερζιγκιάν εγώ κι άλλοι Ρωμιοί που ήτανε φύγαμε Τραπεζούντα. Το πιο κοντινό λιμάνι έπεφτε. Εκεί τούρκικα πλοία είχε και φεύγανε. Έμεινα τέσσερις μήνες, λίγο δούλεψα και μπαρκάρησα. Όλο προσφυγιά ήτανε το πλοίο. Πόντιοι ήτανε όλοι. Πήγαμε Πόλη, μας βγάλανε και μας πήγανε στο Μπαλουκλί και μας κλείσανε. Πρέπει να ‘ρθει διαταγή, είπανε, για να φύγουμε για την Ελλάδα. Και στην Πόλη προσφυγιά πολλή ήτανε· όλοι για να πάνε στην Ελλάδα.
Ένα μήνα καθίσαμε και διαταγή ήρθε να φύγουμε. Ήρθε βαπόρι ελληνικό και μας πήρε. Σ’ ένα βαπόρι όσοι μπορέσανε μπήκανε, οι άλλοι σ’ άλλο μπήκανε. Μας έφερε κατευθεία Πειραιά.
Βγήκαμε, σαν χαμένα πουλιά ήμαστε. Γλώσσα δεν ξέραμε. Τι λέγανε δεν καταλαβαίναμε, κι αυτοί εμάς δεν καταλαβαίνανε. Στην πατρίδα μας την Ελλάδα ήρθαμε και σαν ξένοι ήμαστε.
Μας πήγανε Νέα Ιωνία. Εκεί ήτανε κι άλλοι και μιλούσανε τούρκικα. Οι οικογένειές μας δω ήτανε. Ένας ένας έβρισκε τον δικό του. Εγώ ήρθα Δραπετσώνα. Τον ένα μίλησα, τον άλλο μίλησα, βρήκα δουλειά στα Λιπάσματα. Μέχρι να πάρω σύνταξη εκεί έμεινα. Από κοντά το βράδυ δούλευα και τη δική μου τέχνη, την τσαγκαρική.