Τον τύπο του τον συναντάμε και σήμερα στα δικαστήρια όλου του πλανήτη. Αγαπά τις δικές όχι γιατί δεν αγαπά τους αντίδικους αλλά γιατί τρέφεται από τη διαδικασία. Του αρέσει να αναπνέει τον αέρα στη δικαστική αίθουσα και να νιώθει ότι στριμώχνει τους απέναντι με τα επιχειρήματά του. Συνήθως τα θέματα που τον οδηγούν στα δικαστήρια είναι ασήμαντα αλλά εκείνος τα παρουσιάζει σαν να είναι ζωής και θανάτου. Τέτοιος ήταν και ο Τηγανάς από τη Σάντα.
Το ακατανίκητο πάθος του για τη νομική, σύμφωνα με τον Ν. Τοπαλίδη που αρθρογράφησε για αυτόν στα Ποντιακά Φύλλα (τόμος 1937), ήταν τόσο μεγάλο που δημιουργούσε ζητήματα και έσερνε τον κόσμο άδικα στα δικαστήρια της Άρδασσας ή της Αργυρούπολης!
Η χαρά του όταν αγόρευε ήταν απερίγραπτη. Και το ταλέντο του. Μάλιστα κάποιοι που τον είχαν δει στη δικαστική αίθουσα έλεγαν πως εάν είχε σπουδάσει θα ήταν από τους διασημότερους δικηγόρους ή δικαστές της εποχής!
Ο Τηγανάς
Ένας τύπος ιδιόρρυθμος, ριζοσπαστικός, φίλερις, στρεψόδικος ήτο ο Τηγανάς, πασίγνωστος σε όλην την Σάνταν. Όλοι τον κατηγορούσαν ότι χωρίς καμμιά αφορμή, για το τίποτε, εδημιουργούσε ζητήματα που δεν ετελείωναν ποτέ και κουβαλούσε άδικα τον κόσμον στα δικαστήρια. Κάτω από όλην αυτή την αναστάτωση που επροκαλούσε ο Τηγανάς εκρύπτετο ένα ακατανίκητο πάθος στη δικαστική επιστήμη.
Η μεγαλυτέρα του απόλαυσις ήτο να ακούη στο δικαστήριο τας αγορεύσεις των δικηγόρων και δικαστών και εν γένει να παρακολουθή τας διαδικασίας. Και αυτός ίσως ήτο ο λόγος που τον έκαμνε να δημιουργή εκ του μηδενός ζητήματα για να του δοθή αφορμή να πάη στο δικαστήριο, ν’ αντιμετρηθή με δικηγόρους και δικαστάς, για να δείξη και αυτός την ευφράδειά του, τη δικανική του ικανότητα. Και αλήθεια. Η ικανότης του εις τα δικαστικά ήτανε καταπληκτική. Όλοι έλεγαν ότι αν εσπούδαζε ο Τηγανάς θα ήταν ένας από τους διασημότερους δικηγόρους ή δικαστάς.
Η μόνη πνευματική του τροφή ήτο το δικαστήριο. Θα εκινούσε γην και ουρανόν για να δημιουργήση αφορμήν. Τότε τον έβλεπες ευτυχισμένο.
Με την κλασσική του τσάντα υπό μάλης έπαιρνε το δρόμο για την Άρδασσα ή την Αργυρούπολη, για νάλθη· έτσι σε επαφή με τους εκπροσώπους της Θέμιδος, ν’ αντλήση από εκεί σαν μέλισσα το μέλι που του εγλύκανε την ψυχή.
Το πάθος του αυτό τον εκίνησε να μπλεχθή σε δίκη μακροχρόνια γύρω από ένα μπαγίρι, που κατ’ ευφημισμόν μπορούσε να ονομασθή μπαχτσές. Τόσος χρόνος και τόσο χρήμα εξωδεύθηκαν γύρω από αυτό το ταπεινό κτήμα, που θα υπέθετε κανείς ότι είχε να κάμη με έκταση που έκρυβε χρυσωρυχείο ή κανένα μποστανλήκι με χρυσόμηλα, όπως ήθελε να το χαρακτηρίσει ο Τηγανάς, για να δικαιολογήση το τόσο ενδιαφέρον του.
Ωστόσο τα ελατήρια, όπως είπαμε, δεν ήτανε ταπεινά. Ήτανε η μανία του με τα δικαστήρια. Ο κόσμος όμως δεν τον εννοούσε, δεν μπορούσε να τον εννοήση. Έτσι κάθε φίλερις και στρεψόδικος εστολιζότανε με τ’ όνομά του, πράγμα που τον επίκρανε πάρα πολύ.
Ο γράφων τας γραμμάς αυτάς, που τον εγνώρισε από πολύ κοντά, δεν μπορεί παρά να αναφέρη με σεβασμό το όνομά του και να τονίση πόσο παραγνωρισμένος έμεινε σχεδόν απ’ όλους.
Ν. Τοπαλίδης
⇒ Πηγή: Ποντιακά Φύλλα, τόμος 1937 / Τεύχος 11 Ψηφιακό αρχείο ΕΠΜ.
⇒ Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.