Το pontosnews.gr δημοσιεύει δύο αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Το Ζήτημα του Πόντου: Προσδοκίες και ματαιώσεις» που περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη με τίτλο Από τις Σέβρες στη Λωζάννη. Πλευρές της Μικρασιατικής Τραγωδίας (εκδόσεις Πατάκη).
Ελληνική Δημοκρατία του Πόντου
Η ιδέα της πολιτικής αυτοδιάθεσης άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά μετά την εκδήλωση της πρόθεσης των Νεότουρκων να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό. Πρώτη πολιτική έκφραση του αιτήματος θα σημειωθεί στις 4 Φεβρουαρίου 1918 στο πλαίσιο του Α’ Παμπόντιου Συνεδρίου που συνήλθε στη Μασσαλία της Γαλλίας. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο άρχισε μια μεγάλη εκστρατεία διαφώτισης του ευρωπαϊκού κοινού για το Ποντιακό Ζήτημα. Τυπώθηκαν χιλιάδες χάρτες του διεκδικούμενου Πόντου. Στο κάτω μέρους του χάρτη γράφτηκε η φράση: Citoyens du Pont Euxin, levez-vous! Rappelez aux nations libérales vos droits suprêmes à la Vie et à l’Indépendence.1
Στο χώρο της Υπερκαυκασίας οι Έλληνες συνέχισαν να οργανώνονται στρατιωτικά. Πολιτική έκφραση της στρατιωτικής οργάνωσης των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας ήταν το Εθνικό Συμβούλιο Αντικαυκάσου, ή επί το ορθότερον Ελληνικό Υπερκαυκασιανό Εθνικό Συμβούλιο.
Σε όλη την έκταση του Μικρασιατικού Πόντου και των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας αναπτύχθηκε μια κοινή θέληση που στόχο είχε την πολιτική χειραφέτηση του ποντιακού ελληνισμού, τόσο στον μικρασιατικό Πόντο όσο και στις συμπαγείς περιοχές των Ελλήνων στην ίδια τη Ρωσική Αυτοκρατορία που είχε ήδη καταρρεύσει. Οι οργανώσεις αυτές ήρθαν να προστεθούν στο πλήθος των πνευματικών, μουσικών και αθλητικών σωματείων που είχαν δημιουργηθεί στις ελληνικές κοινότητες την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.2
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε όλες τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας. Ο κύριος στόχος των οργανώσεων αυτών ήταν η δημιουργία ανεξάρτητης ελληνικής δημοκρατίας στον Πόντο. Η ιδέα για την ένωση με την Ελλάδα υπήρχε, αλλά βεβαίως ήταν κατανοητό ότι ήταν ανέφικτη μια τέτοια εκδοχή. O χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπός της ήταν ο εκδότης της εφημερίδας Εποχή στην Τραπεζούντα Νίκος Καπετανίδης, ο οποίος εκτελέστηκε το 1921 στην Αμάσεια.3
Τον Ιούλιο του 1918 συγκλήθηκε στο Μπακού συνέδριο εκπροσώπων του ελληνισμού από τη νότια Ρωσία, Υπερκαυκασία και Πόντο. Διακήρυξε την ανεξαρτησία του Πόντου και εξέλεξε επταμελές συμβούλιο, κάτω από τη διοίκηση του οποίου μπήκαν όλα τα ποντιακά σωματεία. Τον Νοέμβριο του 1918 συνήλθε στο Παρίσι η μεγάλη διάσκεψη των ποντιακών οργανώσεων.
Στάλθηκε στις συμμαχικές κυβερνήσεις υπόμνημα με το οποίο ζητήθηκε η ανεξαρτησία του Πόντου για τους Έλληνες κατοίκους του, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Τον Ιανουάριο του 1919 συνήλθε στην Τιφλίδα η Γ´ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων. Παράλληλα δημιουργήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας. Τον ίδιο μήνα οι ελληνικές οργανώσεις της μαυροθαλασσίτικης παραλίας και της νότιας Ρωσίας συγκάλεσαν Γενική Συνέλευση, από την οποία εκλέχθηκε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου. Η μεγαλύτερη ελληνική οργάνωση της παραλίας ήταν αυτή του Βατούμι. Ακολουθούσε η οργάνωση του Αικατερινοντάρ (σήμερα Κρασνοντάρ), η οποία ήταν και η παλιότερη.4
Στις 23 Ιουνίου 1919 έλαβε χώρα, στο κατεχόμενο από τους Βρετανούς Βατούμι, η πρώτη συγκέντρωση του Διαρκούς Γενικού Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων, το οποίο εξέλεξε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου. Έντυπο όργανο του Συμβουλίου ήταν η εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος, η οποία εκδόθηκε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Αργοναύτης. Έναν χρόνο αργότερα το Συμβούλιο μετονομάσθηκε σε «Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων Ποντίων», με στόχο να καταστεί κυβέρνηση εξορίας.
Η Εθνοσυνέλευση του Πόντου, η «Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού» όπως αποκαλούνταν, αποφάσισε ότι «το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους».5
Η δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου θεωρήθηκε ότι θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό και το εθνικό ζήτημα των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ρωσίας, ώστε «[…] να απελευθερωθούν οι 350.000 Έλληνες που βρίσκονταν εκεί και να επανέλθουν στις εστίες τους οι 500.000 των φυγάδων Ποντίων, οι οποίοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση και πέθαιναν στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, καταδιωκόμενοι από τους μπολσεβίκους» και αδυνατούσαν να επανέλθουν στον Πόντο από τον φόβο των Τούρκων.6
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων ιδρύθηκε το Σύνταγμα Ποντίων, στα πλαίσια του ελληνικού στρατού, με στόχο την αποστολή του στον Πόντο όταν θα επέτρεπαν οι συνθήκες.7 Όπως πληροφορούμαστε από μια έκθεση του συνταγματάρχη Δημητρίου Καθενιώτη προς τους ηγέτες των Ποντίων: «Τη επιμόνω αιτήσει σας, επετράπη στρατολογία εν Ελλάδι Ποντίων και κατηρτίσθησαν δύο Τάγματα και μία Πυροβολαρχία».8
Την περίοδο αυτή ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται τις πολιτικές προτάσεις των Ποντίων, καθώς και την αποστολή μικρού αριθμού αξιωματικών στον Πόντο με στόχο την οργάνωση μικρής στρατιωτικής δύναμης, η οποία θα αποτελούσε τον πυρήνα του μελλοντικού ποντιακού στρατού. Ο στρατός αυτός θα υποστήριζε τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Ο Βενιζέλος εξουσιοδότησε τον συνταγματάρχη Καθενιώτη να οργανώσει την αποστολή αυτή, με τη χρησιμοποίηση 20 αξιωματικών ποντιακής καταγωγής του ελληνικού στρατού.9
Στις 9 Δεκεμβρίου 1919 σε απόρρητη επιστολή προς τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος γράφει: «Γνωρίζετε την οργάνωσιν των Ποντίων. Υπάρχει κάθε λόγος όπως αύτη συντηρηθή διότι ίσως χρησιμεύση η στρατιωτική αύτη δύναμις δια τον προβιβασμόν του ζητήματος των. Ήδη αποστέλλονται εντεύθεν εις το αυτόθι τάγμα τρεις συγκεκροτημένοι λόχοι. Εννοείτε ότι μόνον … απολύτως κατάταξιν δυνάμεθα να δεχθώμεν ουδαμώς δε υποχρεωτικήν και επί τούτου παρακαλώ να προσέξετε ιδιαιτέρως».10
Η επαναστατική κίνηση των Ελλήνων προσφύγων που βρίσκονταν στη Ρωσία περιγράφεται ως εξής σε μια από τις ομιλίες του Μουσταφά Κεμάλ: «[…] εξέγερση, η οποία προετοιμάσθηκε σύμφωνα με τα σχέδια των διαφωτιστών και πρακτόρων της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας με το φανατικό σύνθημα της δημιουργίας Ποντιακού Ελληνικού Κράτους».11
Το υπόμνημα Βενιζέλου και η πρόταση για δημιουργία κράτους Πόντου
Ο Ιωάννης Σταυριδάκης, επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στον Πόντο και στον Καύκασο, με υπόμνημά του από την Τιφλίδα υποδείκνυε ως ρεαλιστική και επιβεβλημένη την ελληνική επέμβαση στον Πόντο. Πρότεινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην περιοχή με στόχους την απελευθέρωση μιας «ελληνικής επαρχίας οία ο Πόντος», την περικύκλωση του τουρκικού στρατού και την επιβεβαίωση του ρόλου της Ελλάδας στον χώρο της Υπερκαυκασίας.12
Ο Σταυριδάκης υποστήριζε ότι η ιστορική συγκυρία προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα.
Τη στιγμή που δεν υπήρχε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή και η Ρωσία ήταν εξασθενημένη από τον εμφύλιο πόλεμο, οι Έλληνες, ως μόνη στρατιωτική δύναμη, θα μπορούσαν να περισφίξουν τη Μικρά Ασία με έναν κλοιό που θα ξεκινούσε από τη Σμύρνη και θα έφτανε στην Αρμενία. Θεωρούσε ότι μόνο μια τέτοια συγκεκριμένη στρατιωτική αντίληψη θα οδηγούσε στην απελευθέρωση του Πόντου.
Για τον τύπο της στρατιωτικής ελληνικής επέμβασης στον Καύκασο, ο Σταυριδάκης πρότεινε την αποστολή μιας πλήρους μεραρχίας. Θεωρούσε ότι με αυτή τη δύναμη «[…] ολόκληρος ο Αντικαύκασος [δηλαδή η Υπερκαυκασία] θα είναι εις τας ελληνικάς χείρας». Ο στρατός που είχε αποστείλει η Ελλάδα θα αποσυρόταν βαθμιαία και τη θέση του θα καταλάμβαναν τοπικές ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ως ελάχιστη κίνηση πρότεινε την αποστολή μικρού τμήματος από την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούσε ότι το βασικό στήριγμα της ελληνικής απόπειρας θα ήταν ο στρατός που θα δημιουργούνταν από τους ντόπιους Έλληνες της νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου. Εκτιμούσε ότι ο στρατός αυτός, ο οποίος θα ανερχόταν στο 10% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού, θα έφτανε τους 60.000 άνδρες. Για δε το Ποντιακό Ζήτημα γράφει: «Το ζήτημα του Πόντου, και απ’ αρχής μεν, αλλ’ ιδία την στιγμήν ταύτην, δύναται να έχη υψίστην σημασίαν όχι μόνον αυτό καθ’ εαυτό, αλλά και ως νέα κατεύθυνσις της Εθνικής αναπτύξεως».
Και παρακάτω: «Παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία εις την Ελλάδα την στιγμή κατά την οποίαν η Ανατολή είναι εστερημένη κυρίου, η Ρωσία διηρημένη και αδιοργάνωτος, μόνη δε σημαντική στρατιωτική δύναμις προς τα μέρη ταύτα η ελληνική, να σφίγξη και επί στιγμήν έστω την Μ. Ασίαν μεταξύ δύο οδόντων ισχυράς ηλάγρας εξ ενός σημείου εις την Σμύρνην και εκ του άλλου εις την Αρμενίαν. Είναι περιττόν να εξάρω τίνα σημασίαν έχει το πράγμα διά την θέσιν του ελληνισμού εν Ανατολή.
»Διά τούτο υπεράνω του μεγάλου Σκοπού της απελευθερώσεως μιας τόσον πολυτίμου ελληνικής επαρχίας οία ο Πόντος, τίθεται έτερος μεγαλύτερος η εκ Καυκάσου προς την Μ. Ασίαν, σύγχρονος με την εκ Σμύρνης κεντρομόλος δράσις εναντίον της μουσουλμανικής εθνικής οργανώσεως, αποκόπτουσα την καταφυγήν και την επέκτασιν αυτής επί των άλλων μουσουλμανικών φύλων, άτινα προς το παρόν υπνώττουσι ή ληθαργούσι τουλάχιστον, και τα οποία δυνάμεθα, καλώς πολιτευόμενοι, και να τα προσεταιρισθώμεν ακόμη.
»Η μέθοδος αύτη, ήτις εξυπηρετεί εις τόσον βαθμόν τα γενικά εθνικά συμφέροντα, είναι και η μόνη ήτις θα επιτρέψη να επιδιώξωμεν την απελευθέρωσιν του Πόντου, δεικνύοντες εν τούτοις ότι φροντίζομεν περί των συμφερόντων ολοκλήρου της συμμαχίας και ιδία περί της σωτηρίας των υπό των Τούρκων καταδυναστευομένων λαών».13
Τον Νοέμβριο του 1919 ο Σταυριδάκης τηλεγράφησε στην Αθήνα και ανέφερε ότι μόνο με τη στρατιωτική συνεργασία του ελληνικού και του αρμενικού στοιχείου μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.
Μετέφερε προς την ελληνική κυβέρνηση την πρόταση του συνταγματάρχη Χάσκελ (William N. Haskell), Ύπατου Αρμοστή των συμμάχων στην Αρμενία, για αποστολή 10.000 τουφεκιών, σημειώνοντας παράλληλα ότι η αρμενική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εξοπλισμό των ντόπιων Ελλήνων. Όντως, τα όπλα αυτά μεταφέρθηκαν στους Αρμένιους με το πλοίο «Ελευθερία».14
Σε υποστήριξη των απόψεων του Σταυριδάκη ήρθε λίγο αργότερα ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καθενιώτης. Στις 3 Ιουνίου 1920 πρότεινε τη στρατιωτική επέμβαση του ελληνικού στρατού στον Πόντο, με στρατηγικό στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί και την αποκοπή του δρόμου επικοινωνίας Τούρκων-μπολσεβίκων. Ενέτασσε το Ποντιακό Ζήτημα στις ευρύτερες εθνικές επιλογές της Ελλάδας, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτόν τη βενιζελική αντίληψη, που ουσιαστικά έθετε τον Πόντο εκτός των εθνικών επιδιώξεων. Ο Καθενιώτης ζητούσε επίσης από τις ελληνικές στρατιωτικές ομάδες του Καυκάσου να είναι έτοιμες για εκστρατεία στον Πόντο.15
Ως αποτέλεσμα των προτάσεων αυτών ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβαλε την άποψή του για το Ποντιακό Ζήτημα. Ανακοίνωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζωρτζ το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο, με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους στα όρια που του είχε περιγράψει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης το 1917.16
Ο Αλέξης Αλεξανδρής γράφει ότι τελικά ο Βενιζέλος, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του ’20, παρ’ όλες τις παλινωδίες του στο ζήτημα του Πόντου –που κόστισαν πολύτιμο χρόνο σε κρίσιμες εποχές–, αποφάσισε να αποστείλει ελληνικά στρατεύματα στον Πόντο και ενημέρωσε γι’ αυτό τον Βρετανό πρωθυπουργό.
Η βενιζελική πλευρά υποστήριζε αργότερα ότι εάν στις εκλογές δεν κέρδιζε η φιλομοναρχική παράταξη, η Αντάντ θα είχε «[…] καλύψει την απελευθέρωση του Πόντου από την Μεραρχία Δ. Καθενιώτη».
Αυτό συνάγεται και από το Ημερολόγιο της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου, γράφει μεταξύ άλλων: «Έτσι, για το κόμμα, για το πείσμα, αρνήθηκε [ο λαός της ελλαδικής Ελλάδας] να μπει στην Πόλη, να λειτουργηθεί στην Αγία Σοφία κι έχασε την περίσταση να ελευθερώσει τον Πόντο».17
Στις 5 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος κατέθεσε υπόμνημα στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζωρτζ για άμεση δράση για την καταστολή του κεμαλικού κινήματος που είχε αρχίσει να προκαλεί μεγάλη ενόχληση στην αγγλική πλευρά. Η προϋπόθεση που έθετε η πρόταση ήταν η βρετανική υλική και στρατιωτική υποστήριξη. Με το υπόμνημα εισηγήθηκε την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη και το σχηματισμό ενός ξεχωριστού κράτους υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών.
Επίσης, τη σύσταση ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Έλληνες κατοίκους αλλά και τους πρόσφυγες στη Ρωσία, οι οποίοι θα παλιννοστούσαν από τη Ρωσία. Ο Πόντος θα περιελάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, εκτός του σαντζακίου του Λαζιστάν, καθώς και τα σαντζάκια της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τοκάτης και της Νικόπολης (Γαράσαρη) ή Καραχισάρ.18
Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονο προβληματισμό στη βρετανική ηγεσία. Ο Βρετανός στρατιωτικός εκπρόσωπος στη Σμύρνη ανέφερε: «Η απόφαση αναμένεται να είναι καταφατική». Η τάση αυτή διαφαινόταν από την τηλεγραφική εντολή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κάρζον (Lord Curzon) προς τον ναύαρχο Ντε Ρόμπεκ, ύπατο εκπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη, όπου επισημαίνονταν ότι οι πρόσφατες επιθέσεις των Τούρκων εθνικιστών κατά της Αρμενίας είχαν προκαλέσει ισχυρά «αντιτουρκικά αισθήματα» και όπως έγραφε «είναι δυνατόν να απολήξει σε σοβαρό αίτημα για την αναθεώρηση της συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας».
Ο Σβολόπουλος εκτιμά: «[…] μοιραία πλέον διαφαινόταν η πιθανότητα να υιοθετηθούν οι ριζοσπαστικές θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου: αναθεώρηση συνομολογημένων διατάξεων της συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας και συνέχιση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων».19 Με το υπόμνημα ο Βενιζέλος επιχειρούσε, με επιτυχία όπως φαίνεται, να μετακυλίσει το βάρος της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών στις συμμαχικές δυνάμεις.