Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ». Διαβάστε το Α’ Μέρος.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. »Ας πάω κοντά Του το λοιπόν κι Αυτός θα με φωτίσει, καθώς το γράφει κι η Γραφή·
»κοντά πάω τώρα στον Θεό, να ντροπιαστώ δεν πρόκειται σαν θα Τον πλησιάσω.
»Δεν θα μ’ επιτιμήσει, ούτε ποτέ Του θα μου πει: “Ως τώρα
»”εσύ καθόσουνα μες στο πηχτό σκοτάδι, κι απ’ το σκοτάδι το βαθύ έρχεσαι τώρα να με δεις ‒ γίνεται τώρα να ιδείς κατάματα τον Ήλιο;”.
»Γι’ αυτό παίρνω στα χέρια μου ένα δοχείο με μύρο, κι ευθύς πηγαίνω να Τον δω.
»Τώρα να δεις τι θα γενεί· να δεις που θα το κάνω ολόιδιο Βαπτιστήριο του Φαρισαίου το σπίτι.
»Γιατί εκεί θ’ αποπλυθούν όλες μου οι αμαρτίες·
»εκεί είν’ που θα καθαριστούν όλες μου οι ανομίες.
»Θα πάρω μύρο κι έλαιο, το δάκρυ μου θα πάρω, κι όλα μαζί καλά-καλά θε να τ’ ανακατέψω μέσα στη κολυμβήθρα αυτή που εκεί με περιμένει.
»Και θα λουστώ και θα τριφτώ καλά να καθαρίσω, να διώξω από πάνω μου όλον το
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.
ζ’. »Τότε παλιά η Ραάβ δέχθηκε δυο κατάσκοπους στο σπίτι της να μείνουν
»και πήρε ως αντάλλαγμα για τη φιλοξενία τη μόνη Αληθινή Ζωή, έτσι πιστή που ήταν.
»Γιατί αυτός που έστειλε τους δύο κατασκόπους, τη μία Αληθινή Ζωή συμβόλιζε ως ηγέτης·
»και είχε και ίδιο όνομα κι αυτός με τον Χριστό μου ‒ Ιησού τον έλεγαν κι αυτόν.
»Τότε παλιά μια πόρνη στο σπίτι της φιλοξενεί δυο συνετά, καλά παιδιά·
»και τώρα μία πόρνη τον μόνο Αναμάρτητο, τον μόνο Γιο Παρθένου ψάχνει να βρει πού βρίσκεται να πάει να Τον μυρώσει.
»Εκείνη αφού τους έκρυψε, τους άφησε να φύγουν,
»εγώ όμως, αντίθετα, πάντα μαζί μου θα έχω Αυτόν που τόσο αγάπησα.
»Όχι ωσάν κατάσκοπο που τριγυρνάει να μάθει ποιανού το σπίτι είν’ αυτό, το κτήμα αυτό ποιος το ’χει… Όχι… Ωσάν Αυτόν που επισκοπεί ολάκερο τον κόσμο κι άγρυπνα παρακολουθεί κι όλους μας προστατεύει.
»Έτσι θα Τον κρατήσω εγώ και έτσι θα Τον έχω και έτσι θα λευτερωθώ, έτσι θα ξεκολλήσω από τη λάσπη την πηχτή ‒ από το
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.
η’. »Και νά που έφτασε ο καιρός – πόσο να ’ρθει ποθούσα…
»Καλοδεχούμενη χρονιά, λαμπρή μπροστά μου η μέρα!
»Στο σπίτι εκεί του Σίμωνα βρίσκεται ο Θεός μου.
»Τρέχω κοντά Του γρήγορα με δάκρυα στα μάτια, όπως εκείνα που ’χυνε η Άννα που ήταν στείρα.
»Κι άμα νομίσει ο Σίμωνας πως είμαι μεθυσμένη,
»όπως ο Ηλί που πέρασε την Άννα για πιωμένη, δεν πρόκειται να πτοηθώ, στην προσευχή θα καρτερώ κι εκεί θα επιμείνω.
»Και η σιωπή μου θα μιλά, η σιγή μου θα φωνάζει: “Κύριε, δεν Σου γύρεψα να μου χαρίσεις τέκνο· μόν’ την ψυχή μου ζήτησα, μονάκριβη την έχω· γι’ αυτήνα σε παρακαλώ, ότι την έχω χάσει”.
»Εισάκουσες τον Σαμουήλ, για να λυθεί το πρόβλημα της άτεκνης γυναίκας. Εσύ λοιπόν Εμμανουήλ, τέκνο Εσύ της μάνας που άντρα ποτέ δεν γνώρισε, όπως της στείρας την ντροπή την έσβησες με μία, έτσι και μένα σώσε με την έρημη την πόρνη από το
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων».
θ’. Τον εαυτό της ψύχωνε κείνη η πιστή γυναίκα μ’ αυτά τα λόγια που ’λεγε.
Και βιάζεται να πάει γοργά να αγοράσει μύρο,
και φτάνοντας στο μαγαζί φουριόζα μπαίνει μέσα και λέει του μαγαζάτορα και λέει του μυροπώλη:
«Αν έχεις μύρο αντάξιο για τον δικό μου φίλο, δώσ’ μου αν έχεις να το δω και να το αγοράσω.
»Κέρδισε την αγάπη μου δίκαια πέρα ως πέρα· του ’χω μια αγάπη καθαρή κι αμόλευτη από πάθη.
»Μια αγάπη που με πυρπολεί ολάκερη και λιώνω· καίει η καρδιά, καίν’ οι νεφροί, τα μέσα και τα έξω, όλα απ’ αγάπη φλέγονται.
»Ιδέες μην σου μπαίνουνε, για το αν έχω χρήματα εγώ να τ’ αγοράσω.
»Πουλάω το τομάρι μου, και κάθε κοκαλάκι μου το βγάζω στο παζάρι
»χωρίς κανέναν δισταγμό, για να μπορέσω και να βρω κάτι να Του αξίζει
»που έσπευσε και μ’ έσωσε, καθάρισε τα μπάζα που ήταν να με πνίξουνε καθώς ήμουν χωμένη μέσα στο
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων».
ι’. Σαν είδε ο μαγαζάτορας την αρχοντογυναίκα να ’χει για την αγάπη της ενθουσιασμό και ζέση,
γύρισε και την ρώτησε: «Πες μου ποιος είν’ που αγαπάς, ο τυχερός ποιος είναι
»που τόσο πια σε μάγεψε και της αγάπης τη φωτιά τόσο σου έχει ανάψει;
»Άραγε θα έχει κάτι αυτός, αντάξιο του μύρου μου να σου αντιδωρίσει;».
Η ευσεβής γυναίκα αμέσως ανταπάντησε στον αρωματοπώλη και ζωηρά και
και θαρρετά αυτά είναι που του είπε:
«Να ’ξερες άνθρωπε τι λες! “Αν έχει κάτι αντάξιο” ‒ άκου να δεις τι λέει!
»Τίποτα δεν συγκρίνεται με την αξία που ’χει·
»ούτ’ ουρανοί ούτε κι η γη ούτε κι ο κόσμος όλος
»δεν γίνεται να συγκριθεί μ’ Αυτόν που πρόθυμα έσπευσε να με ελευθερώσει από το
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.
ια’. »Είναι απ’ τη ρίζα του Δαυίδ, δεν είν’ να αναρωτιέσαι γιατί είναι χάρμα οφθαλμών.
»Γιος του Θεού είναι Αυτός, Θεός είναι σου λέω· πώς να μην είναι υπέροχος και ό,τι πιο ευχάριστο μπορεί να σου πετύχει;
»Μπορεί να μην Τον έχω δει, αλλά Τον έχω ακούσει· σκλαβώθηκε η καρδιά μου,
»καθώς αναρωτήθηκα πώς να ’ναι άραγε η μορφή Αυτού που ως φύση θεϊκή άμορφος κι ακατάληπτος για όλους μας υπάρχει;
»Κάποτε ‒τότε στα παλιά‒ τον βασιλιά μας τον Δαυίδ πολύ αγάπησε η Μελχόλ μεμιάς μόλις τον είδε.
»Εγώ, από την άλλη, Αυτόν ‒που ’ν’ του Δαυίδ απόγονος‒ ποτέ μου δεν Τον έχω δει· κι όμως, πολύ Τον αγαπώ, του ’χω στοργή μεγάλη.
»Εκείνη απαράτησε βασίλεια και παλάτια
»κι έτρεξε δίπλα στον Δαυίδ που ήταν φτωχαδάκι.
»Έτσι κι εγώ όπως πλούτισα από την αμαρτία, τον πλούτο μου καταφρονώ και τον ξοδεύω τώρα, για να αγοράσω απ’ εδώ
»το μύρο για Εκείνον που την ψυχή μου προσδοκώ πως θα μου καθαρίσει από το
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων».
ιβ’. Κι αφού του τα ’πε όλ’ αυτά, είπε των λόγων την ορμή πως ώρα είν’ να διακόψει και σιώπησε,
και σιωπηλά πήρε η ευγενική ψυχή το ωραίο της το μύρο.
Και πάει και μπαίνει μια χαρά στου Φαρισαίου το σπίτι
τρέχοντας, λες και άργησε οπού ήταν καλεσμένη, λες κι ήταν κάποια υπεύθυνη το χώρο εκεί του γεύματος να τον αρωματίσει.
Ο Σίμων που ήτανε μπροστά, ο σπιτονοικοκύρης, βλέπει αυτό το θέαμα και μια
κοιτάει τον Κύριο και μια την πόρνη βλέπει, κι αρχίζει να κατηγορεί ο δόλιος και τους δύο· και τον εαυτό του έψεγε ‒ μη μείνει αυτός απ’ έξω.
«Καλά… Αυτός δεν κατάλαβε τι σόι γυναίκα είναι αυτή που ήρθε εκεί κοντά Του;
»Κι αυτή δεν ντράπηκε ποσώς μπροστά Του να εμφανίζεται και να Τον προσκυνάει;
»Αλλά κι εγώ τι το ’θελα, να βάλω μες στο σπίτι μου τέτοιους μαθές ανθρώπους.
»Και ειδικά αυτήν εδώ που συνεχώς φωνάζει: “Σώσε με Κύριε, βγάλε με μέσ’ απ’ το
»”βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων”».