Ο Κωνσταντίνος Επίσκοπος ζούσε στο Ρένκιοϊ, μια κωμόπολη με 5.000 Έλληνες κατοίκους, χτισμένη αμφιθεατρικά 1,5 χλμ νότια της παραλίας του Στενού των Δαρδανελλίων και 16 χλμ ΝΔ του Τσανάκκαλε.
Η επίσημη ελληνική ονομασία του Ρένκιοϊ ήταν Οφρύνιον.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το δεύτερο χρόνο του πολέμου, το 1915, ήρθε διαταγή να σηκωθούμε, να φύγουμε για την Ελλάδα. Ο πατριαρχικός αντιπρόσωπος Σοφρώνιος και ο Ρώσος πρόξενος από το Τσανάκκαλε μας ειδοποιήσανε να βιαστούμε να φύγουμε.
Είχε πλοία από την Καραντίνα.1 Εκεί κατεβήκαμε και περιμέναμε να μας πάρουνε ελληνικά πλοία· ήρθανε. Το ένα είχε το όνομα «Γρανικός» και το άλλο «Βαρβάρα». Όσοι μπήκανε στο πρώτο, τους πήγε κατευθείαν και τους ξεμπάρκαρε στον Αλμυρό του Βόλου. Εμείς που μπαρκάραμε στο «Βαρβάρα», μας έβγαλε στον Πειραιά κι από κει πήγαμε στην Καλαμάτα. Όλοι μείναμε πέντε χρόνια και περισσότερο. Δύο χρόνια μετά την ανακωχή, μάθαμε ότι μπορούμε να γυρίσουμε στις πατρίδες μας. Μπαρκάραμε πάλι στα πλοία και γυρίσαμε πίσω στην Τουρκία. Όσοι είχανε βρει καλές δουλειές στην Ελλάδα δε φύγανε.
Εμείς πήγαμε στο Τσανάκκαλε κι από κει στο χωριό μας. Ξανάρχισε ο καθένας τη δουλειά του. Οι Τούρκοι μάς καλοδέχτηκαν. Εγώ διορίστηκα δάσκαλος στην Καλλίπολη.
Όταν όμως άρχισε η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, άλλαξε και η κατάσταση. Αγρίεψε ο τόπος. Βγήκανε Τούρκοι τσέτες και κυνηγούσανε τους χριστιανούς όπου τους βρίσκανε. Και σφαγές και ληστείες. Τρομοκρατία. Μια φορά, εγώ ήμουνα σε μια βρύση, λίγο έξω από το χωριό, να πάρω νερό και παρουσιαστήκανε τρεις-τέσσερις Τσέτες και με πιάσανε. Νόμισα πως τέλειωνε η ζωή μου. Ευτυχώς όμως που βρήκα το κουράγιο και τους μίλησα και τους παρακάλεσα και μ’ αφήσανε. Το όπλο μου τους παρέδωσα και μ’ αφήσανε ελεύθερο κι έφυγα.
Κάθε μέρα γίνονταν συγκρούσεις. Υπήρχε τότε εγγλέζικη κατοχή και ο στρατός τους συγκρούονταν με τους Τούρκους τσέτες.
Ένα εγγλέζικο απόσπασμα έρχονταν από το Εζινέ2 προς το Τσανάκκαλε και κτυπήθηκε με τους Τσέτες έξω από το Χισαρλίκ.3 Κάθε μέρα είχαμε το φόβο και τον τρόμο.
Κατεβήκανε στην Καραντίνα και περιμένανε πλοίο να φύγουνε όλοι οι Έλληνες από τα χωριά. Όσοι δεν πρόλαβαν, βρήκανε κακό τέλος από τους τσέτες.
Σαράντα άτομα από το δικό μας χωριό δεν κατεβήκανε στη θάλασσα. Οι τσέτες σε λίγο θα ζώνανε το χωριό. Καταφύγανε σ’ έναν Τούρκο ενωματάρχη να τους βοηθήσει. Εκείνος τους πήρε πραγματικά και με τη συνοδεία του φτάσανε ως το τούρκικο χωριό Τσαρδάκ.4 Τι γίνανε όμως αυτοί οι άνθρωποι, ύστερα, δεν μπορέσαμε να μάθουμε. Στην Ελλάδα δεν ήρθανε ποτέ.
Όσοι αργοπορούσανε για να μπορέσουνε να πάρουνε πράματα μαζί τους, την πάθανε άσκημα. Οι τούρκικες Αρχές, αστυνομία και στρατός, είχανε την εντολή να μας βοηθήσουνε να φύγουμε. Οι τσέτες όμως δεν ακούγανε διαταγή από κανένα.
Εγώ τότες βρισκόμουνα διορισμένος δάσκαλος στην Καλλίπολη. Εκεί ήτανε και ο Έλληνας αξιωματικός Φωκάς.5 Στην Καλλίπολη βρίσκονταν και η μητέρα του Κεμάλη. Ο Φωκάς μάς έδωσε διαταγή, σ’ εμένα και δυο-τρεις άλλους από τους προύχοντες της Καλλίπολης, να παραδώσουμε σώα και αβλαβή τη μητέρα του Κεμάλ στις τούρκικες Αρχές της Λαμψάκου. Πραγματικά την παραδώσαμε και ύστερα φύγαμε μαζί με τους Έλληνες της Λαμψάκου για την Ελλάδα.
Ελληνικό πλοίο μάς έφερε στον Πειραιά. Από κει μας στείλανε στη Χαλκίδα. Μείναμε λίγους μήνες και ύστερα βρεθήκαμε όλοι οι πατριώτες και ήρθαμε κι εγκατασταθήκαμε εδώ στα Λακκοβίκια6.