Ένας χρόνος έχει περάσει από την ημέρα που η 98χρονη Μαρία Καριπίδη (Καρίμποβα) του Αβραάμ άφησε την τελευταία της πνοή στο χωριό Κράσναγια Πολιάνα του Καυκάσου. Την 1η Φεβρουαρίου 2024 οι Έλληνες του χωριού τίμησαν τη μνήμη της.
Η Μαρία Καριπίδη γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1925. Στην αρχή το επώνυμό τους είχε την ελληνική κατάληξη και αργότερα οι Αρχές την άλλαξαν σε ρωσική (Καρίμποβα).
Ο παππούς της Δημήτρης ήταν ένας από τους ιδρυτές του χωριού Κράσναγια Πολιάνα (Κόκκινο [Όμορφο] λιβάδι), το 1878. Εκείνη τη χρονιά τριάντα έξι οικογένειες από το ελληνικό χωριό Χασάουτ-Γκρέτσεσκογιε του Κυβερνείου της Σταυρούπολης πέρασαν στην περιοχή του Σότσι μέσω του ορεινού περάσματος Ψεάσχο με σκοπό να βρουν νέα καλλιεργήσιμη γη. Όλοι τους ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο, που έμεναν στην επικράτεια της Ρωσίας από το 1864.
Λίγα χρόνια αργότερα στο νέο χωριό κτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου και το ελληνικό σχολείο. Το σχολείο που είχε μέχρι την έβδομη τάξη, λειτουργούσε μέχρι το 1938, όποτε έκλεισε με την απόφαση των σοβιετικών Αρχών που αφορούσε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των μειονοτήτων της χώρας. Η Μαρία Καριπίδη πρόφθασε να πάει στο σχολείο μέχρι την Γ’ τάξη, όμως δεν την τελείωσε.
Με τη Μαρία Καριπίδη βρεθήκαμε τον Αύγουστο του 2014. Επισκέφτηκα την Κράσναγια Πολιάνα για να συλλέξω όσο γινόταν περισσότερα στοιχεία για τους Έλληνες του χωριού. Στην αυλή της οικίας της μπήκαμε τότε μαζί με τον σημερινό πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων της Κράσναγια Πολιάνα Ιβάν Ανανιάδη. Η γιαγιά Μαρία εκμυστηρεύτηκε σε εμάς αρκετές ιστορίες από τη ζωή της και θυμήθηκε ελληνικά ποιήματα από τα σχολικά της χρόνια.
«Έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία. Οι καθηγητές μας ήταν όλοι Έλληνες. Δεν έχω κρατήσει κάποια χαρτιά από τότε, όμως θυμάμαι διάφορα ποιήματα», τόνισε η Μαρία Καριπίδη και είπε ένα ποίημα, το οποίο δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει μετά από πολλές δεκαετίες. Δεν τα θυμόταν όλα και συνέχεια περνούσε στη ρωσική γλώσσα:
Ο Γιωργούλης και ο Χαρίκον στη χελώνα χαμηλά
Κάθονται και από κάτω μας κοιτάζουν και γελάν’
Τον Χαρίκον τον κάθισαν στο αεροπλάνο ψηλά
Ο Γιωργούλης ο καημένος στη χελώνα χαμηλά.
Κάθεται και από κάτω μας κοιτάζει λυπηρά.
Αυτό ήταν ένα κομμάτι από το ποίημα, που έμαθε την περίοδο, που ήταν μαθήτρια. Ύστερα θυμήθηκε ένα μέρος ενός ποιήματος χαρακτηριστικού για το σοβιετικό σύστημα παιδείας:
Εργατόπαιδα του κόσμου, που είστε από εμάς μακριά.
Καρδιακά σας χαιρετούνε τα σοβιετικά παιδιά.
Εργατόπαιδα του κόσμου Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί,
Ινδιάνοι, Ισπανοί, Νέγροι, Ιαπωνέζοι, Τούρκοι και Κινέζοι.
Όπως είπε, ο διευθυντής στο ελληνικό σχολείο ήταν πολύ αυστηρός. Δεν άφηνε να μπαίνουν στο σχολείο αυτοί που αργούσαν στα μαθήματα. Το όνομα του ή το παρατσούκλι του ήταν «Ξίφος». Τα επώνυμα των καθηγητών ήταν Γεροντίδης, Αναστασιάδης, κ.ά.
Η γιαγιά Μαρία είπε ένα ποιηματάκι και στην ποντιακή διάλεκτο. Αυτό ήταν πιο εύκολο. Τα ποντιακά ακόμα επικρατούν στην ελληνική παροικία της Κράσναγια Πολιάνα.
Όλιον τον κόσμο πορπατώ, όλια τα πολιτείας,
Κανέναν τέχνη κ’ έμαθα, έμαθα τραγωδίας.
(Περπατώ σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις πόλεις,
Καμία τέχνη δεν έμαθα, έμαθα τραγούδια.)
Μέχρι να ξεκινήσουν έργα για την προετοιμασία των Χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων του 2014 στο Σότσι οι Έλληνες ποντιακής καταγωγής αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού του χωριού. Το 2013 στο χωριό ζούσαν 4.600 κάτοικοι, το 2023 ο πληθυσμός του διπλασιάστηκε και έφθασε στις 9.165. Η περιοχή των πόλεων Σότσι και Άντλερ από το 2014 αποτελεί τον πιο ελκυστικό προορισμό στις τουριστικές επιλογές των Ρώσων πολιτών. Πολλοί είναι και αυτοί που μετακομίζουν σε αυτήν την περιοχή του Καυκάσου για μόνιμη εγκατάσταση.
Τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου
Η Μαρία Καριπίδη με μεγάλη συγκίνηση θυμήθηκε τις σταλινικές διώξεις του 1937-1938.
«Το 1937 φυλακίστηκαν πολλοί Έλληνες της Κράσναγια Πολιάνα. Ήρθαν από τη δουλειά και το βράδυ τους χτύπησαν την πόρτα. Φυλάκισαν σχεδόν όλους τους Έλληνες άνδρες. Από αυτούς δεν γύρισε κανείς. Είχα ακούσει πως επέζησε ένας Έλληνας από την πόλη Άντλερ. Εκείνη τη νύχτα σε όλο το χωριό έκλαιγαν μικρά παιδιά και ζητούσαν τους γονείς τους. Οι Έλληνες φεύγοντας από τα σπίτια τους έλεγαν στους οικείους τους, πως δεν φταίνε για τίποτα και σύντομα θα γυρίσουν, όμως δεν γύρισαν. Τον πατέρα μου προστάτεψε ένας Ρώσος γείτονας. Είχε κάποια δύναμη και δεν άφησε τους αστυνομικούς να πλησιάσουν τον πατέρα μου και τον αδελφό του», είπε η γιαγιά Μαρία.
«Τη δεκαετία του 1930 ζούσαμε δύσκολα. Όλοι δούλευαν στα κολχόζ. Πιάναμε σειρά στο μαγαζί στη μια ώρα τη νύχτα για να πάρουμε λίγο ψωμί. Ο πατέρας μας ξυπνούσε εμένα και την αδελφή μου και περιμέναμε όρθιοι έξω από το μαγαζί. Για να πηγαίνω στο σχολείο φορούσα αυτοσχέδια τσαρούχια. Εγώ ντρεπόμουν να τα φοράω, τα έβγαζα και κυκλοφορούσα στο σχολείο με τις κάλτσες. Περίμενα να φύγουν όλοι και ύστερα φορούσα τα τσαρούχια για να επιστρέψω σπίτι. Και στα χρόνια της ειρήνης, και στα χρόνια του πολέμου έπρεπε μόνοι μας να καλλιεργούμε τη γη για να έχουμε φαγητό να τρώμε. Ο αδελφός μου γεννηθείς το 1933 κάποια στιγμή πείνασε πολύ, του δώσαμε ένα μαραμένο καρότο. Αυτός πήρε τη σκόνη για πλύσιμο και την έβαλε να ψηθεί μαζί με το καρότο. Σκέφτηκε πως έτσι μπορεί να φτιάξει νόστιμο φαγητό. Το έφαγε και δηλητηριάστηκε. Η μητέρα μας πρόλαβε να γυρίσει σπίτι, έτρεξε γρήγορα στον στρατιωτικό ιατρό. Ευτυχώς ο αδελφός μου σώθηκε. Τέτοια ζωή είχαμε. Τελικά τον αδελφό μας τον χάσαμε αργότερα. Στην ηλικία των εικοσιτεσσέρων χρονών ερωτεύτηκε και έφυγε να ζήσει στο Καζακστάν, παρόλο που την οικογένειά μας δεν την εξόρισαν. Πήγε να κάνει μπάνιο στο γνωστό ποταμό της Κεντρικής Ασίας Σιρ Νταριά και πνίγηκε. Αυτός ο ποταμός είναι πολύ επικίνδυνος», θυμήθηκε συγκινημένη η Μαρία Καριπίδη.
Ο πόλεμος στις πύλες της Κράσναγια Πολιάνα
Ο πατέρας της Μαρίας ο Αβραάμ επιστρατεύτηκε, το 1941, για να πολεμήσει στον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας και σκοτώθηκε κοντά στην πόλη Πολτάβα στην Ουκρανία.
«Στα χρόνια του πολέμου ζούσαμε δύσκολα στην Πολιάνα (Κράσναγια Πολιάνα). Ούτε ψωμί, ούτε αλάτι. Μαζεύαμε κάστανα, διάφορα αγριόχορτα. Οι Γερμανοί συνέχεια εμφανίζονταν στην περιοχή μας. Οι σοβιετικοί στρατιώτες κατέβαιναν στο χωριό για να αντιμετωπίσουν την κάθε επίθεση. Εγώ έπιασα δουλειά στην στρατιωτική επιχείρηση. Πλύναμε ρούχα. Τα δάχτυλα ήταν ματωμένα από την τριβή. Μας έδωσαν στρατιωτικές στολές. Ήμουν τότε λιγότερο από δεκαπέντε ετών. Μαζί μου ήταν γυναίκες που είχαν και από δύο παιδιά. Στη δική μου οικογένεια είχαμε πέντε παιδιά. Η μητέρα μου με τα τρία παιδιά κρυβόταν στο δάσος από τους βομβαρδισμούς. Εγώ και άλλη μια αδελφή μου δουλεύαμε.
»Δεν αντιλαμβανόμουν πως υπάρχει και το στρατοδικείο. Μια μέρα άφησα τη δουλειά μου και είπα να δω τι κάνει η μητέρα μου με τα μικρότερα αδέλφια. Την άλλη μέρα, όταν ήρθα στη εργασία μου, ο προϊστάμενος με πλησίασε και μου είπε πως κανονικά έπρεπε να περάσω από στρατοδικείο. Όμως επειδή ήμουν ανήλικη, το γλίτωσα. Μου είπε πως δεν είχα δικαίωμα να αφήσω τη δουλειά μου», είπε η Μαρία Καριπίδη.
Η δουλειά στη στρατιωτική επιχείρηση συνεχίστηκε για τρεις μήνες. Οι γυναίκες δεν άντεχαν. Οι στολές των στρατιωτών έπρεπε να καθαριστούν από αίματα και αυτό τις στεναχωρούσε πολύ. Η Μαρία βρήκε άλλη δουλειά στην οποία παρέμεινε για πέντε χρόνια. Οι γυναίκες πάνω στους ώμους τους μετέφερναν τα πυρομαχικά για το μέτωπο από τις κρυφές υπόγειες αποθήκες. Εκτός από αυτό επισκεύαζαν τους δρόμους μετά τους βομβαρδισμούς. Μετέφερναν τους λίθους από τις πλαγιές των βουνών με τα καρότσια για να τους τρίψουν στο ειδικό μηχάνημα. Οι λίθοι έπεφταν κάτω μετά τις κατευθυνόμενες εκρήξεις. Στα μηχανήματα δούλευαν άνδρες. Τους λίθους διέλυαν σε μικρότερες πέτρες τριών μεγεθών και ύστερα τις φόρτωναν στα φορτηγά. Πρώτα έριχναν τις χονδρές πέτρες, μετά τις μικρότερες και στο τέλος τις ψηλές. Ύστερα τα πατούσαν για να στεριώσουν μέσα. Έτσι επισκεύασαν και το δρόμο προς το Άντλερ.
«Ξυπόλυτοι βρισκόμασταν δίπλα στη μάζα από πίσσα και χαλίκι. Με τα φτυάρια ρίχναμε στο δρόμο την άμμο και τη στρώναμε. Στα πόδια κάτω ήταν κολλημένη η πίσσα και η άμμος. Το βράδυ σε αυτή την κατάσταση επιστρέφαμε στη παράγκα μας. Ζητούσαμε βενζίνη από τους οδηγούς και με αυτήν πλέναμε τα πόδια μας. Δεν μπορούσαμε να αργούμε. Ένας δικός μας Έλληνας από την Πολιάνα επειδή άργησε στη δουλειά για επτά λεπτά δικάστηκε σε δυο μήνες καταναγκαστικών έργων.
»Τα αυτοκίνητα τότε δύσκολα έρχονταν στην Πολιάνα. Το δρόμο τον καλύπταμε με τα πόδια. Μας έβαζαν σε διάφορα σημεία του δρόμου να βοηθάμε τα φορτηγά να περνάνε τα πιο στενά σημεία. Εμένα με έβαλαν στο 11ο χιλιόμετρο. Εκείνη την ημέρα χιόνιζε. Περπατούσα με τα τσαρούχια στα πόδια και έκλαιγα. Τα τσαρούχια τα φτιάχναμε από τα λάστιχα των αυτοκινήτων και από το πετσί των γουρουνιών. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Στις 12 το μεσημέρι έφθασα στο σημείο με τα δυο γεφυράκια και είδα πως προς το μέρος μου έρχεται ένας άνδρας με το τουφέκι. Φοβήθηκα πολύ. Ήταν από το χωριό μας, όμως το όνομα του δεν ήξερα. Μου είπε, πως «με τέτοιο καιρό ο καλός νοικοκύρης ούτε τον σκύλο του δεν βγάζει έξω. Ποιος σας έστειλε εδώ; Πήγε προς το χωριό και εγώ τον ακολούθησα. Τέτοια ζωή είχαμε», είπε η γιαγιά Μαρία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο
Η Μαρία Καριπίδη (Καρίμποβα) σε όλη τη διάρκεια της ζωής της βραβεύτηκε με πολλά μετάλλια. Όμως για να πάρει ένα από τα βραβεία της στο Άντλερ δανείστηκε ένα πανωφόρι από μια φίλη της. Δεν είχε τίποτα να φορέσει.
Και τη δεκαετία του 1950 ο κόσμος στη Σοβιετική Ένωση συνέχιζε να ζει δύσκολα. Τα τρόφιμα τα έπαιρναν με τις ειδικές κάρτες.
Την περίοδο της διακυβέρνησης του Χρουστσόφ παρά τις σχετικές ελευθερίες και την καταδίκη των σταλινικών διώξεων συνεχίστηκε η κατεδάφιση των ιερών ναών.
Γκρεμίστηκε και ο Ιερός Ναός του Αγίου Χαράλαμπου. Οι Έλληνες του χωριού αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην καταστροφή της εκκλησίας. Ένας ασυνείδητος συγχωριανός όμως με το όνομα Θεόδωρος Μ. πήρε μέρος σε αυτή την αμαρτία.
«Ήταν ένας από τέσσερα αδέλφια στην οικογένειά τους. Όλοι ήταν γερά παιδιά. Οι Έλληνες τον σταματούσαν. Η εκκλησία μας ήταν τόσο όμορφη. Μετά μαζί του δεν ήθελε κανείς να μιλήσει. Αυτός φόρτωσε τα συντρίμμια και τις εικόνες και τις πήγε έξω και τα έκαψε. Μετά από ένα μήνα άρχισε να πονάει το πόδι του και τελικά του το αφαίρεσαν οι ιατροί. Όλη τη ζωή του ζούσε μόνος του και κουτσός. Οι Έλληνες δεν τον πλησίαζαν.
»Εκείνο τον καιρό στο ελληνικό χωριό Λεσνόγιε κοντά στην Κράσναγια Πολιάνα οι Αρχές ήθελαν να γκρεμίσουν τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Όμως οι κάτοικοι του χωριού στάθηκαν όλοι στην είσοδο του Ναού και δεν άφησαν να γίνει το κακό. Οι αστυνομικοί ρώτησαν τους κατοίκους του χωριού, αν μπορούν να πληρώνουν τα έξοδα για τη συντήρηση της εκκλησίας. Ο κόσμος πήρε απάνω του αυτή την ευθύνη. Αυτοί είχαν το θάρρος και εμείς όχι», συνέχισε το διήγημα της η Μαρία Καριπίδη.
Το 1953 η Μαρία Καριπίδη παντρεύτηκε τον Ρώσο Βίκτορ Αρζάνενκοφ. Όπως τόνισε η ίδια, με τον άνδρα της έζησαν πολύ καλά. Του άρεσε ο ελληνικός πολιτισμός.
Οι συγχωριανοί μιλούσαν μπροστά του ελληνικά και αυτός δεν τους έκανε ποτέ παρατήρηση και ας μην καταλάβαινε τίποτα. Απέκτησαν δυο παιδιά, τη Νίνα και τον Γρηγόρη. Η Νίνα έμεινε στο χωριό, ο Γρηγόρης έφυγε να ζήσει στη διπλανή πόλη Άντλερ. «Ο γιος μου μιλάει πολύ καλά τα ποντιακά», σημείωσε στο τέλος η Μαρία Καριπίδη.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός