Οι θαυμαστές του τον φωνάζουν «Μάκαρο». Και είναι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτό άλλωστε δείχνει η πετυχημένη πορεία του, οι επιτυχίες, οι δεκαετίες που κυριαρχεί, τα μαγαζιά –ή και τα πανηγύρια– που γεμίζει. Είναι που ακόμα και αυτοί που δεν ακούνε το ρεπερτόριο που υπηρετεί, παραδέχονται το μεγαλείο της φωνής του. Και όμως, αν ψάξει κάποιος στο διαδίκτυο, θα βρει συγκριτικά με την επιτυχία πολύ λίγα πράγματα. Στα δημοσιογραφικά γραφεία ξέρουν ότι είναι πολύ δύσκολος για συνεντεύξεις.
Όχι από θέμα σνομπισμού, αλλά γιατί προτιμάει να μιλάει με τη δουλειά του.
Στις λίγες συνεντεύξεις του, πάντως, δεν έχει κρύψει τίποτα. Ούτε την τσιγγάνικη καταγωγή του, που κάποτε ήταν ταμπού να το πει κάποιος. Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος το είπε με το που συστήθηκε στο κοινό. Και μετά έμεινε το έργο του. Ακόμα και κάποια τραγούδια που αν τα είχαν πει άλλοι απλώς θα ήταν ένα σουξέ εξαμήνου, με τη φωνή του πέρασαν στην ιστορία.
Και μην περιμένετε ιστορίες για άγριες καταστάσεις ή «αμαρτίες νύχτας» και τα σχετικά. Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τη δουλειά του, αλλά και την οικογένειά του. Και με αυτούς πιθανότατα θα περάσει σήμερα τα γενέθλιά του.
Από μικρός στα βάσανα
Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα και ήταν αρχικά 8 αδέλφια. Ο ένας έφυγε πολύ νωρίς. Ο πατέρας του ήταν μύθος στα πανηγύρια, και στα δημοτικά γενικότερα. Έπαιζε κλαρίνο και είχε στο σπίτι κι ένα λαούτο, ένα σαντούρι, ένα βιολί… Και ο μικρός Μάκης αγαπούσε το λαούτο και άρχισε να το γρατζουνάει, κρυφά στην αρχή. Όταν το έμαθε καλά, ήταν 13 ετών και ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για δουλειά. Ήταν 13 χρόνων και το σχολείο τελείωσε τότε για τον Μάκη. Έπρεπε να συνεισφέρει στα οικονομικά. Η πρώτη φορά που έπαιξε ήταν σε έναν γάμο. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας άλλος γάμος του άλλαζε την ζωή. Και ήταν ο δικός του.
Με τη γυναίκα του παντρεύτηκαν στα 16. Αρχικά, κλέφτηκαν. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Η μάνα μου, Θεός σχωρέσ’ την την ψυχούλα της, δεν ήθελε τη γυναίκα μου, ήθελε να πάρω μια άλλη που ήταν πλούσια αλλά αυτή τα είχε φτιάξει με έναν φίλο μου. Πώς να του το κάνω εγώ αυτό το πράγμα; Και τη γυναίκα μου όμως δεν μου την έδινε η οικογένειά της. Έτσι πήγα στο Αίγιο από όπου ήταν και την έκλεψα. Μπήκαμε σε ένα φορτηγό με κάτι τσουβάλια και μας κατέβασε στη Αθήνα. Εδώ βρήκα κάποιους συγγενείς και καθίσαμε στο σπίτι τους κάμποσο καιρό».
Και την επόμενη χρονιά, στα 17 του, γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος ο Γιώργος.
Όσον αφορά τη σχέση τους, παρόλο που έχει ζήσει τη νύχτα στο πετσί του, δεν ενδιαφέρθηκε για κάτι εξωσυζυγικό. Όπως λέει: «Δεν είμαι ο άνθρωπος που μπορώ να κοιτάξω τη γυναίκα του άλλου… Μπορεί να είναι η αδερφή σου, μπορεί να είναι η μάνα σου, εγώ θα κοιτάξω;».
Ο θησαυρός στο λαρύγγι
Μετά από το λαούτο ξεκινάει να παίζει κλαρίνο, το οποίο και λάτρευε. Και αρχίζει να οργώνει την Ελλάδα. Άλλοτε με τον πατέρα του, άλλοτε με άλλους. Μάλιστα μια περίοδο τραγουδάει μαζί τους κι ένα νεαρό κορίτσι, η Ελένη Λαβίδα, η μετέπειτα Ελένη Βιτάλη. Και γύρω στα 17, σε ένα μαγαζί στην Λιβαδειά, παίρνει το βάφτισμα του πυρός στο πάλκο. Ο επιχειρηματίας του προτείνει να τραγουδήσει, αλλά ο μικρός αρνείται να αποχωριστεί το κλαρίνο.
Στην πορεία όμως οι επιχειρηματίες που τον άκουγαν, τον ήθελαν για τραγούδι. Και ως τραγουδιστής, η χαρτούρα που του αναλογούσε ήταν πιο γενναία. Ξεκινάει να τραγουδάει δημοτικά. Ένα βράδυ, στο κέντρο «Βοσκοπούλα», τον ακούει μια από τις τραγουδίστριες του Τόλη Βοσκόπουλου. Τον παίρνει μαζί της στο κέντρο για να ακούσει τον Τόλη και πείθεται να πάει προς το λαϊκό.
Για καλή του τύχη, ο συνθέτης Γιώργος Κόρος του δίνει το «Όλα πάνε καλά».
Και σιγά-σιγά έρχονται και άλλα, όπως το «Μελαχρινάκι» (που λέγεται ότι γράφτηκε για μια γνωστή τραγουδίστρια), αλλά και το «Παντρεμένοι και οι δυο». Εδώ πηγή έμπνευσης ήταν το «πέσιμο» παντρεμένης στον τραγουδιστή. Ο Μάκης δεν ενέδωσε μεν, αλλά έκανε σουξέ.
https://www.youtube.com/watch?v=-Lo9r1kvASU
Στα μεγάλα σαλόνια
Όλα τα παραπάνω ηχογραφήθηκαν σε μικρή εταιρεία. Γύρω στο 1984, μετά το θάνατο του Αλέκου Πατσιφά, έχει αναλάβει τη δισκογραφική Lyra ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος κάνει πρόταση συνεργασίας στον Μάκη. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν αντιδράσεις και σηκωμένα φρύδια στην αρχή, όμως τελικά η συμφωνία κλείνει.
Ξεκινάει ένας χορός επιτυχιών, αλλά ο Χριστοδουλόπουλος παραμένει αλώβητος. Απλώς τραγουδάει και πουλάει σε πολύ μεγαλύτερο κοινό.
https://www.youtube.com/watch?v=V1dcKN44Zwo
Όσον αφορά τα πάθη, μην ψάχνετε ούτε τζόγο ούτε ξενύχτια, ούτε τίποτα τέτοιο. Η μεγάλη του αγάπη ήταν το ντύσιμο – και δη η ιταλική ραφή, εξού και πολλές φορές πήγαινε στη γείτονα χώρα για να αγοράσει τα καλύτερα κομμάτια.
«Δεν έχω βγει ποτέ στη ζωή μου στο πρώτο πρόγραμμα ξεκούμπωτος στο σακάκι. Είναι σεβασμός στον κόσμο. Γιατί τραγουδάς με το μικρόφωνο, σηκώνεται το σακάκι, φαίνονται οι κοιλιές, τα αυτά, δεν το κάνω ποτέ αυτό» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Και είχε αποκαλύψει πως στο Μιλάνο γνωρίστηκε με Έλληνες φοιτητές που τον πήγαιναν στο εργοστάσιο που έφτιαχναν τα ρούχα και τα έπαιρνε στη μισή τιμή.
Φυσικά έχει γνωρίσει και άγριες στιγμές, όπως ήταν η αυτοκτονία του γαμπρού του, Ανδρέα Παπαδόπουλου. Ο Ανδρέας ήταν ένας άνθρωπος πολύ τυχερός στη ζωή του, ενώ σχεδόν όλες του οι επαγγελματικές επιλογές ήταν επιτυχημένες. Κάποια στιγμή ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος του ανέθεσε την διεύθυνση του κέντρου «Γέφυρα». Εκείνος όμως λόγω ενός κακού deal το έχασε.
Ήταν πολύ υπεύθυνος άνθρωπος, χαρούμενος και φιλότιμος. Δεν άντεξε τις τύψεις καθώς ένιωθε ένοχος για την απώλεια του κέντρου, και αυτοκτόνησε.
Φυσικά οι εμφανίσεις του Χριστοδουλόπουλου έχουν περιοριστεί, ειδικά τα τελευταία χρόνια με την Covid-19. Έχει σχεδόν αφοσιωθεί στον εγγονό του, που έχει το ίδιο όνομα και συνεχίζει στα χνάρια του σπουδαίου παππού του. Και ο παππούς Μάκης στα 76 του χαίρεται την οικογένειά του, και την αγάπη του κόσμου. Και παραμένει καλοντυμένος.
Σπύρος Δευτεραίος