Η Ελένη Καραντώνη γεννήθηκε στο Μπουνάρμπασι (στα τουρκικά Pinarbasi, που σημαίνει Κεφαλόβρυσο), 11 χλμ ανατολικά της Σμύρνης.
Ο οικισμός αριθμούσε συνολικά 1.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Ως το Εσκί Σεχίρ, οι δικοί μας προχωρούσαν, χωρίς να βρουν αντίσταση. Μετά αντιστάθηκαν οι Τούρκοι. Άρχισε το κακό, από Έλληνες και Τούρκους. Οι δικοί μας έβαζαν τις Τουρκάλες μέσα στα τζαμιά και τις έκαιγαν. Τα είδαν οι Τούρκοι. Άρχισαν και αυτοί να σφάζουν και να καίνε.
Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε. Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκανε και φύγανε και αφήσανε τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες κι έβλεπες.
Αρχίσαμε να φεύγουμε κι εμείς. Σήμερα δύο, αύριο τρεις. Με την ψυχή στο στόμα φεύγαμε.
Τελευταίος στρατός που πέρασε ήταν του Πλαστήρα. Μόλις έφτασε ο Πλαστήρας στο Μπουνάρμπασι ρώτησε: «Είναι κανένας στρατιώτης εδώ;».
— Είμαι ο τελευταίος· απάντησε ο αδερφός μου.
— Να έρθεις μαζί μας, κι εσύ και οι άλλοι, γιατί θα σας σφάξουν.
— Θέλω να φυλάξω το σπίτι· απάντησε ο αδερφός μου.
— Εμένα πρόκειται να γεννήσει η γουρούνα μου· είπε ένας άλλος.
— Εγώ έχω τις καμήλες μου, να τους βάλω να φάνε και να τους ποτίσω· είπε ένας τρίτος.
«Κοιτάξτε», τους είπε πάλι ο Πλαστήρας, «όταν θα δείτε στα υψώματα φωτιές, έτσι που να σχηματίζουν σταυρό, να ξέρετε πως θ’ αρχίσει η σφαγή». Πώς το ήξερε; Κάποιος κρυφοχριστιανός θα του το μαρτύρησε.
Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι, έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες. Είχαν το νου τους. Τις είδαν τις φωτιές. Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι1 και από κει στη Σμύρνη.
Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβούστε, είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σ’ εμάς. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο· φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι τσέτες βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.
Τη νύχτα οι τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!» φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Πάλι έκαναν επίθεση, πάλι τα ίδια. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα. Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια.
Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό· όσοι το είδαν, τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα 20% δεν επήραν.
Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου! Και την είχε προβλέψει ο πατέρας μου. Όταν βγήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, κατάλαβαν το Διοικητήριο. Ένας τσολιάς πείραξε μια Τουρκάλα. Ο Έλληνας αξιωματικός του διέταξε να τον σκοτώσουν παραδειγματικά. Τον σκότωσαν. Ο πατέρας μου που το είδε μας είπε στενοχωρημένος. «Είδατε τι έγινε; Με το ίδιο τους το αίμα βάψανε το σπαθί τους. Τώρα να δεις τι θα γίνει. Δε θα πάμε καλά. Θα καταστραφούμε. Πάλι ας περιμένομε. Ίσως μας λυπηθεί ο Θεός». Δε μας λυπήθηκε. Η καταστροφή μας ήταν φανερή.