Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία για τις εμπορικές σχέσεις Ελλάδας–Τουρκίας καθώς δείχνουν ότι μπορεί να βρίσκονται σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης ωστόσο η πορεία αυτή δεν φαίνεται να ευνοεί τη χώρα μας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ το οποίο επικαλείται δηλώσεις του προέδρου του Ελληνοτουρκικού Επιμελητηρίου Βορείου Ελλάδος Δημήτρη Συμεωνίδη η αξία των εμπορικών σχέσεων των δύο πλευρών έχει ξεπεράσει πλέον το φράγμα των 5 δισ. ευρώ και τείνοντας στα 6 δισ., αλλά η άνοδος αυτή είναι προς όφελος της τουρκικής πλευράς.
Ενώ για χρόνια το ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας (από το 2009 ως το 2019, με εξαίρεση το 2016), πλέον έχει στραφεί σε ελλειμματικό, με την ελληνική πλευρά να εισάγει από την Τουρκία φρούτα και λαχανικά, αυτοκίνητα και βιοτεχνικά προϊόντα σε τιμές που ανταγωνίζονται εκείνες των κινεζικών, αλλά υπερτερούν σε ποιότητα. Η δε Τουρκία εισάγει από τη χώρα μας βαμβάκι, πετρελαιοειδή/ καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, πρώτες ύλες διαφόρων ειδών και ανακυκλώσιμα προϊόντα, αλλά οι τιμές δεν είναι –κατά τον Δημήτρη Συμεωνίδη– ιδιαίτερα ανταγωνιστικές σε όλα τα ελληνικά εξαγώγιμα.
Είναι ρεαλιστικός ο στόχος το διμερές εμπόριο Ελλάδας-Τουρκίας να φτάσει στα 10 δισ. δολάρια τα επόμενα χρόνια, όπως ειπώθηκε στην τελευταία συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν; «Η προοπτική είναι να πάμε πράγματι στα 8, 9 και τελικά 10 δισ. ευρώ, ίσως μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια» εκτιμά ο Δημήτρης Συμεωνίδης, επισημαίνοντας πάντως πως με βάση τη σημερινή τάση ο διπλασιασμός σχεδόν του διμερούς εμπορίου δεν θα είναι προς όφελος της Ελλάδας, σε όρους εμπορικού ισοζυγίου.
Όπως λέει, τα τουρκικά προϊόντα είναι ανταγωνιστικά για πολλούς λόγους, όπως το μέγεθος των τουρκικών επιχειρήσεων και το χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις από πλευράς του τουρκικού κράτους για την αύξηση της εξωστρέφειας των τουρκικών επιχειρήσεων είναι «γενναίες», πχ. μέσω της χρηματοδότησης ενεργειών μάρκετινγκ και συμμετοχής σε διεθνείς εκθέσεις.
«Για παράδειγμα, το κατασκευαστικό σκέλος (των περιπτέρων) στις εκθέσεις επιδοτείται κατά το 50%» λέει ο Δημήτρης Συμεωνίδης και προσθέτει ότι πολλές είναι οι τουρκικές επιχειρήσεις, που έχουν επενδύσει στη Βόρεια Ελλάδα στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Μεταξύ αυτών οι αλυσίδες ρούχων LC Waikiki και Penti.
«Η δεύτερη, που έχει ήδη παρουσία στη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη και διαθέτει πάνω από 360 καταστήματα με την επιγραφή της σε 32 χώρες, σχεδιάζει περαιτέρω επέκταση στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στην Αττική και τα νησιά. Οι πληροφορίες μας λένε ότι ο στόχος είναι η δημιουργία έως 10 καταστημάτων, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα συνεπενδύσουν και Έλληνες» γνωστοποιεί, και προσθέτει ότι σε συνεχή άνοδο βρίσκονται και οι τουριστικές ροές από την Τουρκία, ιδίως προς Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη, Θάσο και Χαλκιδική, με την κατά κεφαλήν δαπάνη των Τούρκων τουριστών στην Ελλάδα να είναι –όπως λέει– υψηλή.
Το διμερές εμπόριο και οι επενδύσεις σε αριθμούς
Με βάση την πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, το 2022, οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία αυξήθηκαν κατά 21,5%. Η αξία των εξαχθέντων πετρελαιοειδών αυξήθηκε κατά 23% (η λειτουργία του διυλιστηρίου STAR στη Σμύρνη –επένδυση της αζερικής κρατικής εταιρείας SOCAR–, καθώς και αντίστοιχες επενδύσεις που υλοποιούνται με ταχύ ρυθμό σε άλλες περιοχές της Τουρκίας, αναμένεται ότι θα υποκαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές εξαγωγές πετρελαιοειδών, τα επόμενα έτη).
Το εμπορικό ισοζύγιο παρουσίασε βελτίωση και διαμορφώθηκε για την Ελλάδα σε έλλειμμα ύψους 389 εκατ. ευρώ (-11,14%), εξέλιξη η οποία οφείλεται κυρίως στη μείωση των εξαγωγών πετρελαιοειδών και ηλεκτρικής ενέργειας (-47%).
Ο συνολικός όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκε το 2022 κατά 18,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2021/2020: 57,7%), ανερχόμενος σε 5,4 δισ. ευρώ περίπου. Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν στα 2,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 21,5%. Η άνοδος κατανεμήθηκε σχεδόν ισόρροπα μεταξύ των εξαγωγών χωρίς προιόντα πετρελαίου και των προϊόντων πετρελαίου συνολικά (20,36% και 23% αντίστοιχα). Οι ελληνικές εισαγωγές ανήλθαν σε 2,9 δισ. ευρώ (2022/2021: +15,77%).
Μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ (ΕΕ27, πηγή: Eurostat), όσον αφορά στις εξαγωγές, η Ελλάδα ήταν ο 11ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, υποχωρώντας κατά δύο θέσεις σε σύγκριση με το 2021 (9η θέση). Στις εισαγωγές, η Ελλάδα ήταν αντίστοιχα στη 10η θέση (διατήρησε τη θέση του έτους 2021).
«Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές εμπορικές συναλλαγές –εξαιρουμένων των προϊόντων πετρελαίου– μπορούν να αποδοθούν στην ανταγωνιστικότητα των τουρκικών προϊόντων λόγω αντικειμενικών παραγόντων (μέγεθος και δομή παραγωγικού ιστού, χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος), καθώς και στον προστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομική και εμπορική πολιτική» υπογραμμίζεται στην ετήσια έκθεση.
Οι ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες τουρκικές στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2021, το απόθεμα των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία ανερχόταν σε 337 εκατ. ευρώ, έναντι 316 εκατ. το 2020. Το 2019 σημειώθηκε μικρή μείωση των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία, της τάξης 1,4%. Οι τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα αυξάνονται με σημαντικά χαμηλότερους ρυθμούς. Το απόθεμα των τουρκικών επενδύσεων ανέρχεται σε 104 εκατ. ευρώ, έναντι 69 εκατ. το 2020.
Τέλος σύμφωνα πάντα με τον Δημήτρη Συμεωνίδη τουρκικοί όμιλοι «ιχνηλατούν» την αγορά της Ανατολικής Μακεδονίας με στόχο την πραγματοποίηση επενδύσεων ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
«Υπάρχει προχωρημένο στάδιο διαπραγματεύσεων με δύο ομίλους στην Τουρκία, για ισάριθμες επενδύσεις, ύψους περίπου 100 εκατ. ευρώ έκαστη, στον ενεργειακό τομέα. Περιμένουμε να υπάρξει σύντομα συμφωνία με έναν από τους δύο ομίλους και εφόσον μέσα στο επόμενο δίμηνο οριστικοποιηθούν -όπως ελπίζουμε- οι λεπτομέρειες της συνεπένδυσης για το πρώτο πρότζεκτ, εκτιμούμε ότι θα προχωρήσει και στο δεύτερο, με τον έτερο επενδυτή» διευκρινίζει ο Δημήτρης Συμεωνίδης. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για ομίλους που διαθέτουν εκτεταμένη επενδυτική εμπειρία, όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα, αλλά και σε άλλους κλάδους, εντός της Τουρκίας και σε αγορές της δυτικής Ευρώπης.