Με ένα προσκλητήριο και την μπομπονιέρα από το γάμο της Θεοπούλας Πουλιοπούλου και του Έλληνα στρατιώτη Αθανάσιου Μαλούχου στο Εσκί Σεχίρ τον Απρίλιο του 1922, καθώς και με μια ιστορία από την Αθηνά Δασκαλάκη του Συλλόγου Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες», το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο περιγράφει τον έρωτα στα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Το προσκλητήριο και η μπομπονιέρα είναι ψηφίδες στη νέα περιοδική έκθεση του Μουσείου, με τίτλο «Από τη Μεγάλη… στη Σύγχρονη Ελλάδα (Μέρος Β΄): Οι πρόσφυγες».
Γράφει η Αθηνά Δασκαλάκη*:
Τον Μάη του 1919, όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, όλοι τους είχαν κατέβει στην προκυμαία να γιορτάσουν τα χαρμόσυνα νέα και να υποδεχθούν τους στρατιώτες όπως τους έπρεπε. […] Εκεί, βρισκόταν κι εκείνος ο Μεγαρίτης Γιάννης Τουμπανιάρης. Το αμούστακο παλικάρι από την Ελλάδα που είχε καταταγεί στο εκστρατευτικό σώμα.[…]
Μια μέρα, σε μια από τις εξόδους στην προκυμαία της Σμύρνης, στην κλασική περαντζάδα των Σμυρνιών, συνάντησε τη Χρυσάνθη.
«Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι», αναφώνησε ο Γιάννης και η Χρυσάνθη, σαν τον άκουσε, γέλασε με το κοπλιμέντο. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα, έτσι νέα παιδιά που ήταν και τα δύο. Τον πρώτο καιρό, οι συναντήσεις ήταν μυστικές[…]. Η γειτονιά αρχίζει και σιγομουρμουρά. «Είδαμε τις κόρες σου με έναν στρατιώτη. Μάλλον τις κορτάρει»[…]. «Ποιος ξεπλένει την ντροπή; Ένας στρατιώτης με την κόρη τη μεγάλη; Μας σχολιάζει η γειτονιά.».
Ο Τουμπανιάρης όμως είναι από σπίτι, δεν θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα στη Χρυσάνθη, έτσι σύντομα ζητάει το χέρι της από τον πατέρα της.[…]
Παρά τις επιφυλάξεις, κανονίζεται αρραβώνας. Όλο το Καρατάς συγχαίρει τη μέλλουσα νύφη και την τύχη της να πάρει έναν στρατιώτη ομορφάντρα που υπηρετεί για χάρη της πατρίδας. Τι κεράσματα, τι γλυκά, τι ευχές ανταλλάχθηκαν εκείνη την ημέρα! Μα η μοίρα είχε άλλα σχέδια και η ευτυχία δεν κρατάει για πολύ. Τα νέα διαδίδονται γρήγορα. Το μικρασιατικό μέτωπο υποχωρεί. Σύντομα η Σμύρνη δεν θα είναι μια ασφαλής πόλη.[…]
Ο Γιάννης προτείνει στη Χρυσάνθη να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη[…]. Ο Νικόλαος όμως είναι ανένδοτος. Πιστεύει πως ο γαμπρός του, τώρα που ήρθαν τα σκούρα, θέλει να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί. Ο Γιάννης δεν το βάζει κάτω. Προτείνει σε όλη την οικογένεια να τον ακολουθήσει.[…]
Η Χρυσάνθη αρνείται να τον ακολουθήσει. Ο λόγος του πατέρα είναι νόμος. Ξεσπά σε κλάματα θυμώνει με την τύχη της και πάνω στα νεύρα της, του πετάει το δαχτυλίδι και διαλύει τον αρραβώνα. Ο Γιάννης φεύγει απογοητευμένος.
Τα γεγονότα όμως τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Το μέτωπο πάει όλο και χειρότερα. […]Οι κάτοικοι της Σμύρνης τελευταίοι και απροετοίμαστοι βρέθηκαν μέσα σε ένα ανείπωτο κακό.[…]
Η Ειρήνη με τις τρεις κόρες της επιβιβάζεται όπως όπως σε μια βάρκα για την Ελλάδα. […]Κάθε πρωί για αρκετές ημέρες, πήγαιναν στο λιμάνι του Πειραιά να αναζητήσουν ανάμεσα στο πλήθος συγγενείς και φίλους διασωθέντες. Τυχαία ένας γνωστός του στρατιώτη Τουμπανιάρη αναγνώρισε τη Χρυσάνθη.
Τα νέα έφτασαν στα αυτιά του Γιάννη, που δεν έχασε την ευκαιρία να πάει να τη βρει. Στην τσέπη του είχε φυλαγμένο ακόμη το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους. Κι έτσι για δεύτερη φορά ο Γιάννης αρραβωνιάζεται τη Χρυσάνθη. Σύντομα κανονίζεται ο γάμος. Αποκτούν δύο παιδιά τον Νικόλαο και τη Νιόβη[…].