Μανίζω, μουρδουλίζω
εσέν όντες νουνίζω,
κλώσκουμαι μετανίσκουμαι
και τα δάκρυ͜α μ’ σπογγίζω.
Αυτούς τους στίχους του Γιώργου Σιαπανίδη τραγουδά ο Αλέξης Παρχαρίδης, και μας προϊδεάζει κατά κάποιον τρόπο για την έννοια του ρήματος της ποντιακής διαλέκτου μουρδουλίζω ή μουρδουλώνω.
Ανατρέχοντας όπως πάντα στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, βρίσκουμε κι άλλο ένα δίστιχο:
Ακείνα τα ψηλά ραχά ντο έχ’ν και μουρδουλίζ’νε;
— Ο Χάρον έρθεν και δαβαίν’ με τ’ εκεινού τ’ ασκέρα.
Στις ερμηνείες του ρήματος, τώρα, βλέπουμε ότι στην πρώτη περίπτωση ο τραγουδιστής «εκβάλλει γρυλλισμούς ωσάν της αρκούδας», ενώ στη δεύτερη τα βουνά «αντηχούν υποκώφως» από το σεργιάνισμα του Χάρου.
Ο μουρδουλέας, συνεπώς, είναι αυτός που μουρδουλίζ’ άμον άρκος.