Είσοδος πολυκατοικίας στην Πειραϊκή. Το κουδούνι έγραφε Αποστολίδης (το πραγματικό του επίθετο). Ανέβαινες στον 2ο, σε ένα οροφοδιαμέρισμα. Με το που έμπαινες μέσα το μάτι σου καρφωνόταν σε ένα ταμπλό που είχε χαραγμένο σε προφίλ τον Γιάννη Φλωρινιώτη και την επιγραφή: «Με ένα μικρόφωνο στο χέρι θα πεθάνω». Παντού κυριαρχούσαν το φως, το χρώμα, οι καθρέφτες.
Αυτό ήταν για περίπου τρεις δεκαετίες το σπίτι του Γιάννη Φλωρινιώτη, εκεί όπου είχαν γίνει ουκ ολίγα γυρίσματα.
Κάποιοι είχαν μιλήσει για υπερβολή, ακόμη και για κιτς. Όμως κιτς είναι το ψεύτικο. Το να δεις έναν λαϊκό άνθρωπο, για παράδειγμα, να φοράει κοστούμι και να μην του πηγαίνει καθόλου. Ή το αντίθετο, έναν μεγαλοαστό να το παίζει λαϊκός.
Το χρώμα και όλη αυτή η φαντασμαγορία ήταν ένα κομμάτι της ψυχής του Γιάννη Φλωρινιώτη, ο οποίος από τα παιδικά του χρόνια βίωσε τη φτώχεια, την ορφάνια, την ανέχεια. «Η μητέρα μου είχε περάσει πολλά στη ζωή της. Για να μπορέσει να ζήσει τα επτά παιδιά της τα είχε αποχωριστεί βάζοντάς τα σε ίδρυμα μετά το χαμό του συζύγου της» είχε πει σε συνέντευξή του ο τραγουδιστής.
Και ο ψυχισμός ενός παιδιού θέλει κάπου να εκτονωθεί. Να ελπίζει. Και έχοντας καλλιτεχνική φλέβα –όπως αποδείχτηκε στην πορεία–, ο Γιάννης επιθυμούσε από μικρός να βρεθεί σε έναν άλλο γαλαξία. Και όταν αυτό πραγματοποιήθηκε (κατά μια έννοια), έγινε σήμα κατατεθέν της δουλειάς του – και της ζωής του, αλλά όχι όλης.
Από τον Βαμβακάρη στη φίρμα
Ξεκίνησε να τραγουδάει σε μαγαζιά από 13 ετών. Στη γενέτειρά του τη Φλώρινα. Αν και μικρός, φαινόταν η καλή του φωνή στο λαϊκό τραγούδι της εποχής. Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου έλεγε. Και λίγο αργότερα τον ζήτησαν από τη Θεσσαλονίκη.
Ο «Γιαννάκης», όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά λόγω ηλικίας, κυριολεκτικά έζησε την εφηβεία του μέσα στα μικρά μαγαζιά της συμπρωτεύουσας.
Και ναι μεν είχε επιτυχία, αλλά όχι όνομα στη μαρκίζα. Όταν διαπληκτίστηκε με τον ιδιοκτήτη ενός μαγαζιού γι’ αυτό το λόγο, σηκώθηκε και έφυγε. Ύστερα από δύο μέρες ο επιχειρηματίας τον φώναξε πίσω, όμως στη μαρκίζα έγραφε «Γιάννης Φλωρινιώτης».
Ο νεαρός τραγουδιστής τον ρώτησε εκνευρισμένος αν είχε πάρει άλλον στην θέση του και εκείνος του είπε ότι αυτό θα ήταν πλέον το όνομά του.
Ο Γιάννης (πλέον) Φλωρινιώτης άρχισε να κάνει ονοματάκι στα μαγαζιά, αλλά τα λεφτά που κέρδιζε ήταν λίγα. Φορούσε ένα λευκό παντελόνι, πλύνε-βάλε. Μέχρι που η μητέρα του του έπλεξε ένα πουλόβερ που είχε λίγο χρώμα μέσα. Και άρχισε σιγά-σιγά να ξανοίγεται χρωματικά.
Ειδικά μετά από μια υπερβολικά επιτυχημένη περιοδεία στον Καναδά ξεκίνησε να αλλάζει ριζικά το ενδυματολογικό του στιλ. Κάποια ρούχα μάλιστα τα έραβε σχεδόν μόνος του.
Φυσικά στα τέλη των ’60s, αρχές των ’70s ένας τραγουδιστής που έλεγε λαϊκά προκαλούσε πολλά κακόβουλα σχόλια με το να ντύνεται φαντεζί. Ο ίδιος στην αρχή πικραινόταν, κλεινόταν στην τουαλέτα και έκλαιγε. Αλλά το παιδί που γνώρισε φτώχεια και ορφάνια από μικρό σιγά μην μασήσει με την κακία του καθενός.
Το «φαινόμενο» και ο Χατζιδάκις
Στην Αθήνα ξεκίνησε να δουλεύει στις αρχές των ’70s. Είχε προηγηθεί μια περιοδεία στην Αμερική από την οποία έβγαλε τρελά χρήματα. Με αυτά αγόρασε σπίτι στον Κορυδαλλό όπου έμεινε μαζί με τη μητέρα και τα αδέλφια του.
Από μια ανατροπή βρέθηκε να τραγουδάει σε ένα από τα πιο… άγρια μαγαζιά της Αττικής. Μάλιστα, όπως είχε πει σε συνέντευξή του, ο ιδιοκτήτης τον κράτησε τρεις σεζόν με το περίστροφο.
Όταν αποδεσμεύτηκε βρέθηκε στο δρόμο του ο Κώστας Ψυχογιός που του έδωσε τα πρώτα του σουξέ αλλά υπό έναν όρο: Όχι λαμέ και εξαντρίκ ρούχα. Ο τραγουδιστής δέχτηκε με μαύρη καρδιά· ευτυχώς για λίγο, καθώς φίλοι και γνωστοί την «έπεσαν» στον συνθέτη να αφήσει τον Φλωρινιώτη να φοράει τα φανταχτερά ρούχα με τα οποία τον είχε μάθει ο κόσμος.
https://www.youtube.com/watch?v=Pbo-lvW5gUw
Κάπως έτσι, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, ο Γιάννης Φλωρινιώτης άρχισε να γίνεται το καλά κρυμμένο μυστικό της αθηναϊκής νύχτας.
Και όλοι πήγαιναν να τον δουν: Από έναν λαϊκό τραγουδιστή της εποχής που όλο το βράδυ τον χλεύαζε με την παρέα του και τις επόμενες μέρες πήγε να τον μιμηθεί με τραγικά αποτελέσματα, μέχρι τη Μελίνα Μερκούρη. Η τελευταία λέγεται ότι έπεισε τον Μάνο Χατζιδάκι να πάει να δει από κοντά το «φαινόμενο Φλωρινιώτης».
Γιατί ήταν φαινόμενο εκείνα τα χρόνια. Ανήκε σε μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, δεν είχε σχεδόν καθόλου προβολή από τα ούτως ή άλλως λίγα ΜΜΕ της εποχής, αλλά οι δίσκοι του πουλούσαν και στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα.
Όταν τον είδε ο Χατζιδάκις εκστασιάστηκε, και με τη φωνή και με την παρουσία του. Και του πρότεινε να κάνουν μαζί μια εκπομπή στο «βαρύ και σοβαρό» Τρίτο Πρόγραμμα. Που το κατώφλι του δεν είχαν περάσει καταξιωμένοι τραγουδιστές.
Ο Φλωρινιώτης δέχθηκε και η Ελλάδα διχάστηκε. Στην ουσία ο Χατζιδάκις ήθελε να αποδείξει ότι ένα ταλέντο μπορεί να ανθίσει ακόμα και σε μπουζουξίδικο στις Τζιτζιφιές.
«Το αίσθημα ανθίζει και στο ευτελές» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μάνος Χατζιδάκις. Τον χαρακτήριζε «μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή» και πρόσθετε πως «τραγουδά με ήθος», διερωτώμενος «πόσοι μπορούν να το ισχυριστούν».
Όταν ο Πόντος σώζει
Αμέσως μετά ο Γιάννης Φλωρινιώτης έκανε κάτι ακόμα πιο πρωτοποριακό: Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Σταμπουλόπουλου Και ξανά προς τη δόξα τραβά, μια πανέξυπνη σάτιρα με θέμα την κατασκευή ειδώλων και γενικότερα της κοινής γνώμης.
Ο σκηνοθέτης, αντί να πάρει έναν ηθοποιό, πήρε το νούμερο 1 είδωλο της εποχής. Μόνο που… ήταν στην Ελλάδα του 1980. Και η ταινία ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Και πέρασε (αδίκως) απαρατήρητη.
Και αμέσως μετά έγινε δισκογραφική στροφή. Ο Φλωρινιώτης έκανε ένα άλμπουμ με μελοποιημένη ποίηση. Πολλοί μίλησαν εκ των υστέρων για τη (θεμιτή) προσπάθειά του να αλλάξει. Μόνο που στη χώρα μας που κυριαρχούσε (και δυστυχώς ακόμα κυριαρχεί) η ταμπέλα, το εγχείρημα δεν πέτυχε.
Βάλτε και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία που εξοστράκισε αρχικά το λαϊκό τραγούδι, ο Γιάννης Φλωρινιώτης από μεγάλη φίρμα βρέθηκε χαμένος στο χρόνο. Χατζιδάκις, Σταμπουλόπουλος και Έλληνες ποιητές ήταν… too much που θα λέγαμε σε άπταιστα ελληνικά. (Σε συνδυασμό με την αλλαγή που είχε συντελεστεί.)
Όμως όταν ο καλλιτέχνης είναι ο μάνατζερ του εαυτού και ξέρει να επιβιώνει δεν χάνεται. Ο Φλωρινιώτης γύρισε στις ρίζες του, τον Πόντο που πάντοτε τιμούσε.
Ηχογράφησε άλμπουμ με ποντιακά τραγούδια, ενώ γύρισε και τις cult πλέον ποντιακές βιντεοκασέτες.
Και μπορεί στην Αθήνα να μην τα πήραν χαμπάρι, όμως στην περιφέρεια –και δη στη Μακεδονία– έσκισαν. Και φυσικά στον απόδημο ελληνισμό που ποτέ δεν τον ξέχασε.
Ο Φλωρινιώτης βγήκε ξανά έξω και στην ουσία τα χρόνια που κάποιοι τον είχαν ξεχάσει εκείνος παρέμεινε ένας επαγγελματίας που ζούσε έντιμα την οικογένειά του, έστω και αν δεν παιζόταν στα ΜΜΕ της εποχής.
Η ηρωική επάνοδος
Δεκαετία του 1990. Η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης έφερε αρχικά αναταραχές και στη μουσική βιομηχανία. Η ποπ σήκωσε κεφάλι και γέμισε με νέα αγόρια και κορίτσια με προκάτ μια-δυο επιτυχίες – και αυτές αρκετές φορές αγορασμένες από τους ίδιους.
Και κάπου εκεί ξεκίνησε το σαφάρι των καναλιών στο παρελθόν. Και αφού ό,τι υπήρχε σε παλιό ελληνικό κινηματογράφο επανεμφανίστηκε, σειρά είχε το τραγούδι των ’70s.
Σιγά-σιγά, σχεδόν συνωμοτικά, έγινε η επάνοδος του Φλωρινιώτη. Στην αρχή σε μικρές εκπομπές και κανάλια, και μετά στα μεγάλα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα πασίγνωστου τραγουδιστή που αρχικά δεν ήθελε να τον ακούσει και μετά στις εκπομπές του κόντεψε να του κάνει στασίδι.
Η νέα γενιά ξετρελάθηκε με αυτόν που δεν μοιάζει με κανέναν και που δεν έμοιασε ποτέ σε κανένα.
Άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του μιλούν για έναν επαγγελματία με «Ε» κεφαλαίο. Για έναν συνειδητοποιημένο άνθρωπο που πλέον ήξερε γιατί τον ήθελε ο κόσμος και ανταποκρινόταν στο έπακρο.
Και παρόλο που δεν υπήρχε ένας Χατζιδάκις να τον φωνάξει στο Τρίτο Πρόγραμμα και να καεί η χώρα, αλλά εκπομπές αναλώσιμες, καθημερινές, ο Γιάννης Φλωρινιώτης βγήκε όχι μόνο χωρίς μώλωπες αλλά και ανανεωμένος.
Και έτσι έφτασε να δουλεύει σχεδόν λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, στις 6 Ιουνίου 2023. Το παιδί από τη Φλώρινα που γεννήθηκε σαν σήμερα –πλέον η οικογένειά του βιώνει διπλή απώλεια μετά το χαμό του γιου του Νίκου–, είχε μάθει από μικρός να αγωνίζεται. Και είχε μάθει να το κάνει με εντιμότητα, τόλμη και προσωπικό στιλ.
Και ναι, ύστερα από τέσσερις και πλέον δεκαετίες η απάντηση στο «Πειράζει που είμαι μεγάλη φίρμα» παραμένει: «Όχι, δεν πειράζει». Και ήταν και μια ξεχωριστή φίρμα.
Σπύρος Δευτεραίος