Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 1987. Στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στην Πεσμαζόγλου και Σταδίου, ο εκνευρισμός και η συγκίνηση κυριαρχούν. Επί σκηνής είναι η πρεμιέρα του νέου έργου της Λούλας Αναγνωστάκη Ο ήχος του όπλου – ένα έργο που στην πορεία αποδείχτηκε ένα από τα σπουδαιότερα και εμβληματικά του 20ού αιώνα.
Εκείνη όμως η βραδιά της πρεμιέρας θα μείνει για πάντα ανεξίτηλη και αλησμόνητη. Και στους συντελεστές και στο κοινό. Και όταν πέφτει η αυλαία, εκτός από χειροκροτήματα, ελάχιστοι μπορούν να συγκρατήσουν τα αναφιλητά τους.
Σχεδόν μια εβδομάδα πριν, στις 14 Φεβρουαρίου, ο σκηνοθέτης του έργου, ο Κάρολος Κουν, είχε αφήσει την τελευταία του πνοή σε θεραπευτήριο. Και μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου που εισήχθη εσπευσμένα στο νοσοκομείο, ετοίμαζε αυτή την παράσταση. Με πάθος, με ορμή – όσο μπορούσε φυσικά, λόγω της βεβαρημένης υγείας του. Εδώ υπάρχει και ένας αστικός μύθος, ότι η πρεμιέρα του έργου είχε οριστεί για τις 14 Φεβρουαρίου, την ημέρα του θανάτου του. Αλήθεια ή ψέμα, η ουσία είναι ότι ο Ήχος του όπλου υπήρξε το λαμπρό φινάλε της καριέρας του ανθρώπου που άλλαξε το ελληνικό θέατρο. Και ήταν ένα φινάλε αντάξιο του έργο του.
Ένας κοσμοπολίτης στο θέατρο
Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Σε μια οικογένεια με χρήματα, καλό γούστο και διεθνές DNA. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, ήταν ένας πάμπλουτος έμπορος κατά το ήμισυ Έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ Γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν Ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη. Τον μικρό Κάρολο τον μεγαλώνει στην ουσία η Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα και μια καθηγήτρια πιάνου. Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική μειονότητα της Ροβερτείου Σχολής στερήθηκε τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Όταν ο Κάρολος αποφοίτησε, το 1928, όλα είχαν αλλάξει στην Πόλη. Οι γονείς του είχαν χωρίσει, ενώ τα οικονομικά του πατέρα του είχαν πάρει την κάτω βόλτα. Φεύγει για να σπουδάσει Αισθητική στη Σορβόνη, και το 1929 εγκαθίσταται με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά ως καθηγητής αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στο σύλλογο Εθνικής Τραπέζης για να ενισχύει τα οικονομικά του. Και για την επιβίωση, αλλά και γι’ αυτά που σχεδίαζε να κάνει.
Η γέννηση του Θεάτρου Τέχνης
Παρά τη διεθνή κουλτούρα και παιδεία του, ο Κουν δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για την Ελλάδα. Μετά τη γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου, το 1933 ιδρύει, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή. Στην εναρκτήρια παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου 1934 στο Θέατρο Ολύμπια, ο Κουν τοποθετεί τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φωτίζει σαν από φως καντηλιού. Η Λαϊκή Σκηνή λειτούργησε δύο χρόνια.
Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως το όνειρό του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη ομάδα ηθοποιών.
Το όνειρό του αυτό το έκανε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής Κατοχής το Θέατρο Τέχνης.
Στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9 ξεκίνησαν οι πρόβες της Αγριόπαπιας του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Παντελή Ζερβό, τη Βάσω Μεταξά και την Καίτη Λαμπροπούλου, και με τον ίδιο ως σκηνοθέτη και ηθοποιό.
Τις παραστάσεις τις ανέβαζε σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο Θέατρο Μουσούρη και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά που του παραχωρούσαν.
Η ανταρσία της Μελίνας
Παρά τις οικονομικές αντιξοότητες, η ύπαρξη του Θεάτρου Τέχνης και του Καρόλου Κουν όχι απλά γίνεται αντιληπτή, αλλά αντιμετωπίζεται σχεδόν εχθρικά από τον Δημήτρη Ροντήρη που τότε κυριαρχούσε στο Εθνικό. Οι νεωτερισμοί στο ανέβασμα και στη διδασκαλία των ηθοποιών, καθώς και το ρεπερτόριο που ανεβάζει ο Κουν είναι κόκκινο πανί για το θεατρικό κατεστημένο της εποχής.
Φανταστείτε τώρα την ταραχή του Ροντήρη, όταν ένα από τα αγαπημένα του παιδιά, η Μελίνα Μερκούρη, του ανακοινώνει ότι θα πρωταγωνιστήσει στη νέα παράσταση του «αντιπάλου», και δη σε ένα τολμηρό για την εποχή έργο: Το Λεωφορείον ο Πόθος του Τένεσι Ουίλιαμς.
Ροντήρης-Μελίνα φιλονικούν, εκείνη αποπειράται να αυτοκτονήσει, εκείνος δέχεται με μαύρη καρδιά. Σύμφωνα με τη βιογραφία της, ο Ροντήρης ήταν παρών στην πρεμιέρα, αλλά καθόταν στην τελευταία σειρά, ελαφρώς καμουφλαρισμένος.
Όπως και να ‘χει, η παράσταση είναι ένας θρίαμβος. Δίπλα στη Μελίνα πρωταγωνιστεί ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι, ενώ τη μουσική υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις που γράφει για την παράσταση και το «Χάρτινο το φεγγαράκι».
Οι Βάτραχοι, το Υπόγειο, και πάλι η Μελίνα
Και μπορεί το Λεωφορείο να ήταν ένας θρίαμβος σε όλα τα επίπεδα, όμως τι γίνεται με τις ζημιές, τις οικονομικές των προηγούμενων ετών; Το 1950 αναγκάζεται να κλείσει το Θέατρο Τέχνης για οικονομικούς λόγους, και μεταβαίνει στο Εθνικό.
Το 1954 όμως ο Κουν καταφέρνει και αποκτά έναν χώρο που στην πορεία θα γίνει συνώνυμο με το ελληνικό θέατρο. Το μυθικό Υπόγειο στην Πεσμαζόγλου και Σταδίου. Και από εκεί ξεκινάει η πορεία του. Και κλείνει τα αυτιά του στις σειρήνες για εκτός Θεάτρου Τέχνης συνεργασίες.
Ακόμα και στο εξωτερικό είχε αρνηθεί να μεταβεί. Μόνο το 1967 σκηνοθέτησε στην Αγγλία το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, σε μια παράσταση την οποία η αγγλική κριτική χαρακτήρισε ως την καλύτερη σαιξπηρική της δεκαετίας.
Νωρίτερα, και συγκεκριμένα το 1959, παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους Όρνιθες, στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά.
Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, η ίδια παράσταση μοιράστηκε το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Αρχίζει η μελέτη του πάνω στο αρχαίο δράμα και το 1980 τολμάει να ανεβάσει στην Επίδαυρο την Ορέστεια του Αισχύλου. Στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, η Μελίνα Μερκούρη στην τελευταία της εμφάνιση ως ηθοποιού. Η παράσταση δίχασε μεν, αλλά όπως αποδεικνύεται δεν ξεχάστηκε
Το όραμα και το ταλέντο
Μπορεί στη δεκαετία του 1950 η χώρα να σηκώνει κεφάλι ύστερα από μια καταστροφική δεκαετία, όμως ο συντηρητισμός υπάρχει. Ακόμα και σε έναν θεωρητικά φιλελεύθερο χώρο όπως είναι αυτός του θεάτρου. Ο Κουν δεν κάθεται μόνο στο Υπόγειο της Σταδίου, σχεδιάζοντας και σκηνοθετώντας παραστάσεις. Ψάχνεται συνέχεια για νέα πράγματα, νέα έργα, νέους ανθρώπους.
Το να απαριθμήσουμε έργα, συγγραφείς και ηθοποιούς που μάθαμε εξαιτίας του Κουν, θα είχε ως αποτέλεσμα έναν τεράστιο κατάλογο. Εκεί που πρέπει να σταθούμε όμως είναι το πόσο αγάπησε, ζήτησε και ενίσχυσε το νεοελληνικό έργο – αυτό που άλλοι φοβόντουσαν και προτιμούσαν μια καλογυαλισμένη του μορφή.
Ο Κουν ζήτησε και πέτυχε τον απόλυτο θεατρικό ρεαλισμό. Οι Έλληνες ηθοποιοί, έπαιζαν ως Έλληνες και όχι με μπρεχτική αποστασιοποίηση, σε έργα που ήταν και ελληνικά και της διπλανής πόρτας.
Και όλα αυτά στο μυθικό Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης (αν και δύο φορές για κάποια χρόνια υπήρχαν και δεύτερες σκηνές, ένας ξεχασμένος καλοκαιρινός κινηματογράφος στην οδό Ιουλιανού και το άλλο στο θέατρο «Βεάκη», στη Στουρνάρη). Εκεί, μεταξύ αστείου και σοβαρού, κάποιοι έκαναν λόγο για «μασονία». Βαρύγδουπη λέξη, πιο κοντινή θα ήταν μια μικρογραφία κοινωνίας. Με στιγμές θριάμβων αλλά και απίστευτων οικονομικών προβλημάτων. Που οι μαθητές της Σχολής μάθαιναν το θέατρο εκ των έσω και μπορεί κάποτε να έβλεπες έναν νεαρό να είναι στο ταμείο και τον επόμενο μήνα να έπαιζε στη σκηνή. Ή να φτιάχνουν και να κουβαλάνε σκηνικά και κοστούμια. Και μια μικρή κοινωνία έχει τα πάντα: από αγάπες και έρωτες μέχρι καβγάδες και ηχηρές κόντρες.
Και όλα αυτά με ενορχηστρωτή έναν άνθρωπο που ζούσε και ανέπνεε για το θέατρο. Που έψαχνε, έγραφε, σκηνοθετούσε και παράλληλα προσπαθούσε να βρει τρόπους επιβίωσης για το θέατρο και τους ανθρώπους του. Γιατί το θέατρο είναι η τέχνη που βγαίνει από την ζωή. Και αυτό δίδαξε ο Κουν.
Σπύρος Δευτεραίος