Άνθρωπος που όλοι γνώριζαν. Κάποιοι τον έβλεπαν με κατανόηση. Όμως ίσως υπήρχαν πολλοί περισσότεροι που τον αγνοούσαν. Το βέβαιο είναι πως «ο πέντε-πέντες» έζησε στην Τραπεζούντα στις αρχές του 20ού αιώνα. Πότε ακριβώς και για πόσο δεν είναι σαφές. Ωστόσο ήταν υπαρκτό πρόσωπο, όπως αναφέρει ο κορυφαίος Φίλων Κτενίδης, στο λαογραφικό περιοδικό Ποντιακή Εστία, του οποίου υπήρξε εκδότης.
«Μάτια που πετούσαν σπίθες, κάτω από κάτι πυκνά-πυκνά φρύδια· μάτια που γελούσαν πάντα, όπως και τα χείλη του· το όλον του. Κανείς δεν τον είδε ποτέ κατσουφιασμένο ή θυμωμένο», γράφει στο άρθρο του για τον άνθρωπο αυτό που ίσως ονομαζόταν Θεόδωρος. Ακολουθεί αυτούσιο το άρθρο του Φίλωνα Κτενίδη όπως δημοσιεύτηκε, το1950, στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού.
≈
Από πού ήρθε; Πόσων χρονών ήταν; Είχε κανένα σ’ τον κόσμο; Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Τον ήξεραν όμως όλοι. Μικροί και μεγάλοι, Έλληνες και αλλοεθνείς. Και τον αγαπούσαν όλοι.
Ο πέντε-πέντες. Οι Τούρκοι μετέφρασαν τ’ όνομά του «πεσ-πεσ».
Ένα καλάθι πάντα στην πλάτη· το ραβδί σ’ το χέρι· φέσι τσαλακωμένο και δίχως φούντα. Ρούχα βγαλμένα απ’ όλες τις γκαρντερόπες των ευπόρων της Τραπεζούντος. Τα παπούτσια του πάντα μεγάλα, ευρύχωρα. Το μουστάκι του άλλαζε σχήμα, ανάλογα με το γούστο του μπαρμπέρη, που θα τον κούρευε.
Μάτια που πετούσαν σπίθες, κάτω από κάτι πυκνά-πυκνά φρύδια· μάτια που γελούσαν πάντα, όπως και τα χείλη του· το όλον του. Κανείς δεν τον είδε ποτέ κατσουφιασμένο ή θυμωμένο. Αν στο δρόμο του αντάμωνε καμμιά κηδεία, ρωτούσε:
– «Πόζο εν πόστος;… Κοκκονίτσα εν πόστος;… Έι βάι… βάι αχ…βαχ…» και… γελούσε…, όπως γελούσε και σε συνάντηση με γαμήλιο πομπή: «κοτζιαμάνο… νυφίτσα… αχ νάτο πενί νυφίτσα…, πόσο κούτι-κούτι μπε!…
Τώρα διερωτάσθε, τι σόι διάλεκτος ήταν αυτή που μιλούσε. Ήταν «η διάλεκτος του πέντε-πέντε». Δεν ήξερε καμμιά γλώσσα. Είχε δίκη του. Μα ήταν κουφός, μουγγός; Κάθε άλλο… Και όμως δεν μιλούσε καμμιά γλώσσα. Μυστήριο.
«Πόζον» ήταν ο άνδρας. Κοτζιαμάνο, ο σύζυγος. Νυφίτσα, το κορίτσι και η νύφη. Κοκκόνα και κοκκονίτσα η κάθε γυναίκα.
«Πόστος» ήταν ο θάνατος. Τζίλι παπά, το καινούργιο ρούχο. «Θεμά σε» ήταν η ύβρις του, δηλ. ανάθεμά σε…
Ήταν η χαρά των παιδιών και ο καλλίτερος τρόπος να περνούν την ώρα τους οι αργόσχολοι και προ παντός οι γυναικούλες των συνοικιών.
Καμάρωνε σαν τον φώναζε κανείς: «Θόδωρε!» Ήταν το πραγματικό του όνομα; Κάποιος του τώδωσε έτσι για γούστο; Άγνωστο. Πάντως σαν ήθελες να του αναθέσης κανένα θέλημα –ήταν τιμιώτατος στις υπηρεσίες που προσέφερε με… το καλάθι του–, έπρεπε να του πης «Θόδωρε».
Είνε πολλά τ’ ανέκδοτα, γύρω απ’ τον αλησμόνητο αυτό τύπο της Τραπεζούντας. Θα γράψωμε μερικά, σ’ τη στήλη των Ανεκδότων σε πρώτη ευκαιρία.
Χρειάζονται κι αυτού του είδους αναμνήσεις. Χρειάζονται κοντά σ’ τις αναμνήσεις που μας φέρνουν τα δάκρυα κ’ εκείνες που χαρίζουν λίγο γέλοιο.
Φίλων Κτενίδης