Ο Σταμάτης Σταματίου γεννήθηκε το 1881 στην Ναύπακτο. Ήταν απόφοιτος της Νομικής σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και πολυσχιδής προσωπικότητα αφού εκτός των άλλων ήταν δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και σκιτσογράφος στον περιοδικό και τον ημερήσιο Τύπο. Έγραφε κείμενα και σχεδίαζε σκίτσα στο γνωστό περιοδικό Διάπλαση των Παίδων. Αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη στην οποία υπήρξε και διευθυντής. Έγινε ευρέως γνωστός με το ευθυμογράφημά του Ιστορίες από το χωριό, οι οποίες ήταν γραμμένες στο ρουμελιώτικο ιδίωμα και εικονογραφημένες από τον ίδιο τον Σταματίου.
Ο «Σταμ.Σταμ.» όπως υπέγραφε τα κείμενά του, πέθανε στη Θεσσαλονίκη, το 1946, εμφανώς καταβεβλημένος από τον πόλεμο του ’40 στον οποίο είχε λάβει μέρος.
Δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο ολόκληρο το έργο του, το οποίο προλόγισε ο Δημήτρης Ψαθάς χαρακτηρίζοντάς τον «καλόκαρδο σατιρικό».
Η ηρωική του πράξη στη μάχη της Στρώμνιτσας
Ο Σταμάτης Σταματίου πολέμησε ως δεκανέας κατά τους Β΄ Βαλκανικούς πολέμους και διακρίθηκε στην περίφημη Μάχη της Στρώμνιτσας, της σημερινής πόλης του κράτους των Σκοπίων όπου υπήρχε ακμάζουσα ελληνική κοινότητα. Μεγάλο μέρος αυτής της κοινότητας κατέληξαν πρόσφυγες στο νομό Κιλκίς.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1905, στη Στρώμνιτσα κατοικούσαν 5.617 Έλληνες Ορθόδοξοι, 4.138 Μουσουλμάνοι, 1.100 Βούλγαροι Εξαρχικοί και 720 Εβραίοι.
Κατά τη μάχη αυτή, στις 26 Ιουνίου 1913, ο Ρουμελιώτης δημοσιογράφος διέκρινε μέσα στο πεδίο της μάχης μια κόκκινη σημαία. Του έκανε εντύπωση επειδή οι βουλγαρικές σημαίες δεν είχαν κόκκινο χρώμα. Ρίχτηκε μέσα στη μάχη και πολεμούσε σώμα με σώμα με τους Βούλγαρους, χτυπώντας τους πότε με τη ξιφολόγχη του και πότε με τον υποκόπανο του όπλου του.
Δέχθηκε πολλά χτυπήματα μέχρι που έφτασε μπροστά στον σημαιοφόρο, τον εξουδετέρωσε και πήρε ως λάφυρο τη σημαία. Με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν το λάβαρο της Αρμένικης λεγεώνας που πολεμούσε εναντίον των Ελλήνων στο πλευρό των Βουλγάρων. Η σημαία έγραφε «Εμπρός για την Αρμενία» θαρρείς και τα συμφέροντα της Αρμενίας περνούσαν μέσα από την υποδούλωση της Βόρειας Ελλάδας στη Βουλγαρία! Για την πράξη του αυτή ο Σταματίου προήχθη στο βαθμό του λοχία.
Η σημαία-λάφυρο της Αρμενικής Λεγεώνας, που πολέμησε στο πλευρό των Βουλγάρων εναντίον των Ελλήνων, φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Την ημέρα της νικηφόρας για τους Έλληνες Μάχης της Στρώμνιτσας πάνω από 1.000 Βούλγαροι τραυματίες διακομίστηκαν για περίθαλψη, ενώ όσοι Βούλγαροι κατάφεραν να μείνουν αλώβητοι λιποτακτούσαν ομαδικά, πουλώντας τα όπλα τους για δύο δραχμές το ένα!
Δίπλα στους Ποντίους και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες
Ο Ρουμελιώτης δημοσιογράφος ήταν έμπιστος του Ελευθερίου Βενιζέλου και υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις, μεταξύ άλλων νομάρχης Καστοριάς, νομάρχης Φλώρινας, νομάρχης Πέλλας, νομάρχης Δράμας. Παντρεύτηκε την Εδεσσαία Θεανώ, το 1922, και «έδεσε» τη ζωή του με την αγαπημένη του Μακεδονία υπέρ της απελευθέρωσης της οποίας πολέμησε.
Το 1922 και καθ’ όλη την διάρκεια του Εποικισμού στάθηκε αποφασιστικά δίπλα στους Ποντίους και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, βοηθώντας τους να χτίσουν τα νέα τους σπίτια και να συνεχίσουν αξιοπρεπώς τη ζωή τους στη νέα τους πατρίδα τη Μακεδονία.
Επέβλεπε ο ίδιος τα έργα και συζητούσε καθημερινά με τους πρόσφυγες για να βρει λύση στα προβλήματα που προέκυπταν. Απέδειξε πως η πατριωτική του δράση δεν εξαντλούνταν μόνο στα πεδία της μάχης αλλά ασκούνταν και στο πεδίο της πολιτικής.
Για την εθνική του προσφορά τού απενεμήθη ο Αργυρός Σταυρός του Τάγματος του Σωτήρος, ενώ τιμήθηκε και από το γαλλικό κράτος με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής!
Η εικόνα της Αγίας Παρασκευής του ομώνυμου χωριού του Τσεσμέ της Μικρασίας
Το 1925 ο Σταμάτης Σταματίου βρέθηκε στη Χίο. Εκεί σε μια παραλία με το τοπωνύμιο «η βρύση του Πασά» έκανε μια στάση για να ξεκουραστεί ακούγοντας κάποιους ψαράδες να τραγουδούν καθώς ξέμπλεκαν τα δίχτυα τους. Τους έκανε χάζι ο δημοσιογράφος και απολάμβανε το τραγούδισμά τους. Του προξένησε όμως εντύπωση πως ένας από όλους τους ψαράδες δεν συμμετείχε στην αυτοσχέδια αυτή συναυλία. Τον ρώτησε γιατί δεν τραγουδάει, για να πάρει την απάντηση πως δεν είναι από τη Χίο, είναι από τα απέναντι μικρασιατικά παράλια και συγκεκριμένα από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ.
Ο Σταμάτης Σταματίου έχοντας μεγάλη ευαισθησία στο δράμα των προσφύγων των αλησμόνητων πατρίδων παρακάλεσε τον ψαρά να πει «ένα τραγούδι από τον τόπο του». Ο ψαράς του απάντησε: «Εμείς πια τραγούδια δεν έχουμε, ούτε λέμε τραγούδια αφότου χάσαμε την εικόνα μας». Αυτή η φράση έκανε τον δημοσιογράφο να τείνει ευήκοα ώτα και να προτρέπει τον ψαρά να του πει την ιστορία. Έτσι κι έγινε…
Σε έναν από τους πολλούς ορμίσκους της δαντελωτής ακρογιαλιάς της Ερυθραίας Χερσονήσου υπήρχε μια ναυτική ελληνική κωμόπολη, η Αγία Παρασκευή. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοί της ήταν ναυτικοί. Η ιστορία της Αγ. Παρασκευής αρχίζει πριν από 160 χρόνια, είπε ο ψαράς στον Σταμάτη Σταματίου που κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του.
«Πιο πριν ήταν ένα τσιφλίκι κάποιου Πασά με μερικούς χριστιανούς κολλήγους που το δούλευαν. Δεν τους επιτρεπόταν να έχουν εκκλησία. Έτσι σε μια κουφάλα δέντρου είχαν βάλει μια παλιά εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που βρέθηκε μέσα σε χαλάσματα, και πήγαιναν και την προσκυνούσαν αντλώντας δύναμη για να συνεχίσουν τη σκληρή ζωή τους.
»Ο Πασάς είχε μια κόρη, που την αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αρρώστησε βαριά. Ο πατέρας της έφερε γιατρούς από τη Σμύρνη και από τη Χίο αλλά η υγεία του κοριτσιού ολοένα και επιδεινωνόταν. Τότε μια ηλικιωμένη γυναίκα-χριστιανή υπηρέτρια του Πασά, του είπε να της φέρει την εικόνα της Αγίας Παρασκευής για να την κάνει καλά. Αυτός ευρισκόμενος υπό το κράτος μεγάλης αγωνίας δέχτηκε και η κόρη του γιατρεύτηκε. Το θαύμα της ίασης της κόρης του τον συντάραξε και παρότι δεν έγινε (τουλάχιστον φανερά) χριστιανός, επέτρεψε στους χριστιανούς δούλους του να χτίσουν μια εκκλησία στο όνομα της Αγίας Παρασκευής και να στεγάσουν τη θαυματουργή εικόνα. Από τον ναό πήρε μετέπειτα ολόκληρος ο οικισμός το όνομά του.
»Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση άρχισαν οι μεγάλοι διωγμοί στη Μικρασία. Οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής για να σωθούν μπήκαν στα καΐκια τους και τράβηξαν για το απέναντι νησί. Δεν είχε γίνει ακόμα η Σφαγή της Χίου (1822), και ένιωθαν πως εκεί θα ήταν πιο ασφαλείς. Πριν φύγουν από το χωριό φρόντισαν να πάρουν μαζί τους την εικόνα τους, την προστάτιδά τους Αγία Παρασκευή, να την σώσουν από το βανδαλισμό των Τούρκων που θα ακολουθούσε, και να τους σώσει και αυτή από τη λυσσώδη μανία των αλλόθρησκων.
»Στη Χίο δεν είχανε δουλειά γι΄ αυτό συνεταιρίστηκαν με τους Ψαριανούς οι οποίοι ήταν επιδέξιοι ψαράδες σαν αυτούς. Για να μην χαθεί η εικόνα τους με τα γεγονότα της Επανάστασης και την Καταστροφή των Ψαρών (1824), έσκαψαν έναν λάκκο στον Παρθένη ποταμό της Χίου και την έκρυψαν. Το μέρος που έθαψαν τον πολύτιμο θησαυρό τους το κρατούσαν κρυφό σαν επτασφράγιστο μυστικό.
Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα οι πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή ξέθαψαν την εικόνα τους έκαναν λιτανείες για να δοξάσουν την ελευθερία της πατρίδας και επέστρεψαν πίσω στο χωριό τους στα μικρασιατικά παράλια.
»Ήρθαν πάλι όμως εποχές δύσκολες. Το 1914 άρχισαν και πάλι οι διωγμοί. Και πάλι οι Μικρασιάτες της Αγίας Παρασκευής πήραν την εικόνα τους, μπήκαν στα καΐκια τους και πέρασαν απέναντι στη Χίο. Την ξαναέκρυψαν στο ίδιο μέρος, δίπλα στον Παρθένη ποταμό, εκεί που την έθαψαν οι παππούδες τους πριν από 93 χρόνια. “Αγία Παρασκευή μας η χάρη σου να μας αξιώσει να γυρίσουμε και πάλι με λαμπάδες στο όμορφο χωριό μας”, λέγανε όταν την σκέπαζαν και η Αγία Παρασκευή άκουγε τις προσευχές τους και μεσίτευε στον Κύριο. Έτσι οι Μικρασιάτες της χερσονήσου της Ερυθραίας ξαναγύρισαν για δεύτερη φορά σώοι και αβλαβείς μαζί με την εικόνα τους πίσω στο χωριό τους.
»Ανήμερα θεριά όμως οι Τούρκοι, διψούσαν για αίμα. Μόνο για λίγα χρόνια καθίσαμε πάλι στο χωριό μας, είπε συγκινησιακά φορτισμένος ο ψαράς. Ήρθε η Καταστροφή του 1922. Η Αγία Παρασκευή άδειασε και πάλι, μόνο που αυτήν την φορά τα γεγονότα ήταν ραγδαία και η βία πιο ακραία. Μερικές μάνες ίσα-ίσα που πρόλαβαν να αρπάξουν τα παιδιά τους και να τρέξουν στα καΐκια, άλλες δεν ήταν τυχερές. Έτσι αφήσαμε πίσω μας την εικόνα της Αγίας Παρασκευής βλέποντας το όμορφο χωριό μας να καίγεται. Να γιατί δεν τραγουδώ».
Αλεξία Ιωαννίδου