«Εγώ θα γίνω αφέντης. Εσύ θα είσαι πάντα υπηρέτης των άλλων». Αυτό είχε δηλώσει σε ηλικία 14 ετών στον γιατρό πατέρα του Δομένικο (Κυριακό), όταν εκείνος του πρότεινε να ακολουθήσει την ιατρική. Και ναι, η Ιστορία έγραψε ότι ο Ανδρέας Συγγρός που πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1899 και «αναπαύεται» στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, τα κατάφερε.
Χωρίς να θεωρείται γόης, είχε μεγάλη επιτυχία (και αδυναμία) στις γυναίκες. «Πώς να το κάνουμε; Είναι ο Συγγρός!». Αυτή η ατάκα έδειχνε πολλά.
Συγγρός έγινε στην Αθήνα. Τσιγγρός ήταν το επίθετο της οικογένειας που καταγόταν από τη Χίο – μητέρα η Νικολέττα Νομικού, οι οποία γέννησε τον πρωτότοκο Γιώργη και τον Ανδρέα στην Πόλη, καθώς ο σύζυγός της είχε αναλάβει την ιατρική παρακολούθηση της αδελφής του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Μωρό ήταν ακόμα ο Ανδρέας όταν η οικογένεια έφυγε για Άνδρο, ενώ στη συνέχεια μετακόμισαν μόνιμα πια στη Σύρο.
Φιλάσθενος ο μικρός, δεν ήταν ότι δεν τα έπαιρνε τα γράμματα, αλλά η εκπαίδευσή του γινόταν με εμπόδια. Πότε πυρετός, πότε αδυναμία, έλειπε συχνά από το σχολείο. Όμως ήξερε από νωρίς τι θα κυνηγούσε στη ζωή του· αποζητούσε πλούτο και αναγνώριση και θεωρούσε ότι μόνο τα γράμματα δεν αρκούσαν. Χαϊδεμένος της μητέρας, και μακριά από τον ασκητικό χαρακτήρα του πατέρα, ο Ανδρέας της έμοιαζε, ζωηρός και απαιτητικός.
Στα 14, λοιπόν, έπεισε τον πατέρα του. Ο Δομένικος Τσιγγρός τον έστειλε πρώτα στον έμπορο Θόδωρο Ροδοκανάκη, συμπατριώτη και φίλο του. Γρήγορα απέδειξε ότι το μυαλό του έπαιρνε στροφές· δίπλα στον βασικό λογιστή της επιχείρησης έμαθε τα πάντα. «Ο γιος σου θα πάει πολύ ψηλά» δήλωσε ο Ροδοκανάκης στον Τσιγγρό.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1845 ο Ανδρέας μπήκε σε καράβι και από τη Σύρο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, για να εκπαιδευτεί στο πλευρό του μεγαλέμπορου Νικόλαου Δαμιανού, ο οποίος ασχολούνταν με μετάξι, υφάσματα και αποικιακά είδη. Γραμματέας και αρχιλογιστής του ο Κωνσταντίνος Ρουκάνης. Πλάι του τοποθέτησε τον έφηβο, βάζοντάς του επίτηδες δύσκολα για να τον αποθαρρύνει. Εμπορικές επιστολές, επαγγελματικά ραντεβού, διαπραγματεύσεις συναλλαγών και εμπορικών συμφωνιών, ισολογισμοί.
«Δεν θα γίνεις ποτέ άνθρωπος» του είπε κάποτε ο γραμματικός καταστιχάρης για να εισπράξει τη χολωμένη απάντηση: «Εγώ πάλι πιστεύω ότι μια μέρα θα είμαι το αφεντικό σου!».
Μήνες αργότερα άλλαξε η ζωή και των δύο. Ο Ρουκάνης παραιτήθηκε για να πάει σε άλλη εταιρεία και ο Ανδρέας πήρε τη θέση του. Η ευθύνη μεγάλη, αλλά ο Δαμιανός τον βοηθούσε σαν παιδί του. Πολύ σύντομα οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής οδήγησαν σε συνεταιρισμό με τον εξίσου σπουδαίο έμπορο Στρατή Βούρο. Αρχιλογιστής στη νέα εταιρεία που διέθετε κατάστημα και στη Μασσαλία τοποθετήθηκε ο 18χρονος Ανδρέας Τσιγγρός!
Επιτυχημένος επαγγελματίας, με έναν όχι ευκαταφρόνητο μισθό, έμενε σε ένα συμπαθητικό δωμάτιο στης κόνας Ροζίνας. Η 16χρονη κόρη της είχε μια φίλη, «πλάσμα θεσπέσιο, σεμνή καλλονή, άγγελος» κατά την περιγραφή του Ανδρέα. Η συναισθηματική… εμπλοκή αποτράπηκε χάρη στην οξυδέρκεια της μητέρας. «Αν προχωρούσα, η επαγγελματική μου καταστροφή θα ήταν βεβαία» μονολογούσε χρόνια μετά, σε έναν απολογισμό της ζωής του.
Ο θάνατος του Δαμιανού από εσφαλμένη χρήση φαρμάκου τον οδήγησε στο τιμόνι της επιχείρησης, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Ο Βούρος του ζήτησε να αναλάβει το πόστο του χαμένου συνεταίρου του, υπερδιπλασιάζοντας το μισθό του.
Στα 20 του χρόνια έπαθε την πρώτη υπερκόπωση, αλλά δύο χρόνια μετά ο Ανδρέας Τσιγγρός πέτυχε να είναι ο «Σία» στην επωνυμία της εταιρείας γενικού εμπορίου «Ε. Μ. Βούρος & Σία» με ποσοστό 4%.
Το 1853 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με επιχείρημα την προστασία των ορθόδοξων πληθυσμών της. Ο εκδηλωμένος ενθουσιασμός και οι ελπίδες του σκλαβωμένου ακόμα ελληνισμού σε Ήπειρο και Θεσσαλία προκαλούν τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Οι Τούρκοι διατάζουν τους Ρωμιούς υπηκόους της στην Πόλη να εγκαταλείψουν το έδαφός της μέσα σε 24 ώρες.
Ο Ανδρέας επέστρεψε στη Σύρο αναζητώντας τρόπο να … αλλάξει υπηκοότητα.
Εξασφάλισε ένα προσωρινό αμερικανικό διαβατήριο από έναν Αμερικανό διπλωμάτη και με τη βοήθεια μιας γνωριμίας του πατέρα του απέκτησε ένα πλαστό ολλανδικό. Στη Σμύρνη ο γενικός πρόξενος όταν είδε το «ολλανδικό» διαβατήριο του Τσιγγρού ξέσπασε σε γέλια. «Πήγαινε και πάρε πίσω τα λεφτά, που έδωσες. Αυτό φωνάζει από μακριά ότι είναι πλαστό!» του είπε.
Αλλά το μπαξίσι τα έλυνε όλα, και με λίγα γρόσια παραπάνω ο Ανδρέας απέκτησε το δικαίωμα παραμονής πολύ πιο εύκολα απ’ όσο φανταζόταν. Το ίδιο και ο συνεταίρος του, Βούρος. Εκείνος είχε και ρωσική υπηκοότητα και για τους Ρώσους το χρονικό περιθώριο αποχώρησης από τα τουρκικά εδάφη ήταν ενάμισης μήνας.
Οι δυο τους συναντήθηκαν και πάλι στο έδαφος της Πόλης και συνέχισαν ακάθεκτοι τις εμπορικές δραστηριότητες και μάλιστα σε ιδιαιτέρως ευνοϊκό περιβάλλον, λόγω της παρουσίας των Γάλλων και Άγγλων στρατιωτών.
Τις μέρες εργαζόταν σκληρά, κάνοντας γνωριμίες που έγιναν πολύτιμες στο μέλλον και αναζητώντας την ευκαιρία για να μπει στον τραπεζικό τομέα. Τις νύχτες διασκέδαζε. Ανταποκρινόταν σε καλέσματα των αριστοκρατών Ρωμιών, αλλά και στο φλερτ και στο αλκοόλ.
Το καλοκαίρι του 1855 έχασε τον αδελφό του τον Γιώργη (κάποιοι λένε ότι δολοφονήθηκε λόγω επαγγελματικής αντιζηλίας) και έπεσε σε βαρύ πένθος. Σε λίγο υποδέχθηκε στην Πόλη την 47χρονη μητέρα του που είχε αφήσει τον κατά 21 χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της στον ασκητικό, ολιγαρκή του βίο του, αναζητώντας ζωή κοντά στον επιτυχημένο γιο της.
Στο μεταξύ ο Ανδρέας έκανε ανοίγματα σε καινούργιες αγορές, με πυξίδα το ένστικτο και την ικανότητά του να συνθέτει πολιτικές συνθήκες και εμπορικές ανάγκες.
Εμφάνισε και πάλι σημάδια υπερκόπωσης, αλλά ο όγκος της δουλειάς στην Πόλη ήταν τόσο μεγάλος, που –παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του γιατρού του («παίζεις με τη ζωή σου!»)– αδυνατούσε να αποσυρθεί για να προστατέψει τον εαυτό του. Έριξε ρυθμούς μόνο όταν από τη Μασσαλία πήγε δίπλα του ο Αντώνης Βλαστός, γαμπρός του μετόχου Ζωρζή Πετροκόκκινου.
Ωστόσο, όσο ο Τσιγγρός ένιωθε να προκαλείται από ανταγωνιστές του, τόσο ορμούσε με πάθος. Μοναδικό «εμπόδιο» ο επιφυλακτικός μεγαλομέτοχος Βούρος, ο οποίος πέθανε στα 57 του χρόνια από μια βασανιστική νόσο του νωτιαίου μυελού.
Όσο ο Βούρος ήταν άρρωστος το μερίδιο του Ανδρέα στην εταιρεία (όπου στο μεταξύ είχαν μπει και άλλοι μουστερήδες) είχε αυξηθεί σημαντικά. Όμως ήταν πολύ πληθωρικός, ευκατάστατος και με ισχυρές γνωριμίες για να εγκλωβιστεί σε ένα περιοριστικό εταιρικό σχήμα. «Ένας μικροαστός που προσπαθεί να μπει στο ρουθούνι της ανώτερης τάξης, ένας αδίστακτος τυχοδιώκτης που δεν σταματάει πουθενά, ένας καιροσκόπος» έλεγαν πολλοί. Ουδείς όμως αμφισβητούσε την εργατικότητα, το κοφτερό μυαλό, τη διορατικότητα και το επιχειρηματικό του ταλέντο.
Ταξίδευε στην Ευρώπη όπου έπνεε άνεμος ανανέωσης και δημιουργίας, παρατηρούσε, μελετούσε, έκανε γνωριμίες, έκλεινε εμπορικές συμφωνίες. Και πάντα το ξημέρωμα τον έβρισκε με όμορφες γυναίκες. Στην Κωνσταντινούπολη ανακατεύτηκε με κρατικές δουλειές και μάλιστα σε απευθείας συναλλαγές με το Δημόσιο.
Στην αρχή κατάφερε να συνεργαστεί με μια αχτύπητη τριανδρία στον τραπεζικό τομέα: τους Μαυροκορδάτους (Στέφανο και Ελευθέριο) και τον Αντώνιο Πίριαντζ. Εκείνοι έκαναν αγοραπωλησίες συναλλαγματικών και αναλάμβαναν ενοικιάσεις προσόδων. Η συγκεκριμένη δουλειά αφορούσε μια προκαταβολή στο οθωμανικό κράτος ύψους 40 εκατ. γροσιών σε χαρτονόμισμα έναντι παραχώρησης φόρου δεκάτης (τακτικός φόρος επί αγροτικής παραγωγής) σε διάφορα σαντζάκια (διοικητικές διαιρέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Ο Τσιγγρός μπήκε με 4 εκατομμύρια γρόσια και κέρδισε καθαρά 1 εκατ. φράγκα! Τότε του άνοιξε η πόρτα που ονειρευόταν. Αυτή η δουλειά τού προσέφερε αναγνώριση στους κύκλους των σαράφηδων και των τραπεζιτών. Μια ακόμη επιτυχημένη συμφωνία –προμήθειας σιταριού, αυτή τη φορά– με την οθωμανική κυβέρνηση σταθεροποίησε την παρουσία του στην οικονομική ζωή.
Μετά το θάνατο του Βούρου η εταιρεία διαλύθηκε. Η εκκαθάρισή της άφησε στον 30χρονο πια Τσιγγρό κινητή περιουσία 500.000 και ακίνητη 100.000 φράγκων. Η δεινή οικονομική κατάσταση των Οθωμανών ωστόσο σηματοδότησε τη δική του επικερδή διαδρομή· αρχικά έγινε αγοραστής και διακινητής κρατικών ομολόγων και τελικά άμεσος δανειστής της Αυτοκρατορίας.
Και καθώς ο πρώτος στόχος για απόκτηση πλούτου είχε επιτευχθεί, εκκρεμούσαν οι διακρίσεις και τα αξιώματα. Δουλεύοντας πλέον για την προβολή και την υστεροφημία του άνοιξε έναν κύκλο επίδειξης πλούτου, προκαλώντας τα δηκτικά σχόλια.
Στο βιβλίο Ανδρέας Συγγρός του οικονομολόγου Γ. Μπαζίλη αναφέρεται:
«Μια μέρα τους κάλεσε στο χωριό Καλαδένδρι, στον Βόσπορο. Ήταν καμιά δεκαριά, όλοι bon viveur, ανάμεσά τους και ο τότε διευθυντής της μυστικής αστυνομίας Σιβίνης και ο Ρεσίδ πασάς. Στο μικρό σαλόνι καθόταν ντυμένη τουρκικά η Γαλλίδα φίλη του. Στη μέση του δωματίου υπήρχε μια όμορφη μπανιέρα. Σ’ ένα του νεύμα εκείνη άρχισε να γδύνεται με αργές αέρινες κινήσεις. Έτσι έδειξε το θεσπέσιο κορμί της σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
»Ύστερα μπήκε στη μπανιέρα, την οποία δύο υπηρέτες άρχισαν να γεμίζουν με σαμπάνια. Όταν το σώμα καλύφθηκε, τους κάλεσε κοντά και τους ρώτησε:
– Ε, τι λέτε τώρα; Είναι ωραία;
-Ωραιοτάτη, απάντησαν εκείνοι με μία φωνή.
-Τότε, λοιπόν, ας πιούμε εις υγείαν της, είπε εκείνος και, γεμίζοντας τα ποτήρια τους από τη σαμπάνια της μπανιέρας, τα πρόσφερε στους δύσπιστους φίλους του.
»Θέλοντας και μη, ήπιαν όλοι. Μετά από αυτό, βέβαια, θα έπρεπε να δείχνουν απόλυτη εμπιστοσύνη στις κρίσεις και τις προτιμήσεις του. Ε, πώς να το κάνουμε; Ήταν ο Συγγρός!».
Ταυτόχρονα με τις εξεζητημένες βεγγέρες άρχισε να αναπτύσσει πλούσια κοινωνική δράση με συμμετοχές σε επιτροπές σχολείων, κοινωφελών ιδρυμάτων και φιλολογικών συλλόγων, αλλά και με δωρεές που έκαναν τους αποδέκτες τούς καλύτερους διαφημιστές του.
Αν και ονειρευόταν το ανώτατο ελληνικό παράσημο, αυτό του Μεγαλόσταυρου, πρώτα πήρε ένα μικρότερο παράσημο «επί τη διασώσει της βασιλίσσης Αμαλίας»! Μπορεί όταν έγινε η δολοφονική απόπειρα κατά της συζύγου του Όθωνα ο Τσιγγρός βρισκόταν περί τα 1.200 χιλιόμετρα μακριά, αλλά ο επιτετραμμένος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη είχε μια ιδέα. Όλοι οι Έλληνες της διασποράς θα έπρεπε με έναν τρόπο να δείξουν την ανακούφισή τους για τη διάσωση της βασίλισσας. Καλό θα ήταν, του είπε, να παρουσιαστούν «αυθορμήτως» στο παλάτι για να εκφράσουν τη θερμή συμπαράστασή τους.
Η πρότασή του σε άλλους εμπόρους και τραπεζίτες δεν έγινε δεκτή με θέρμη. Τελικά βρήκε κάποιους πρόθυμους και τους έστειλε στην Αθήνα μαζί με το ουκ ευκαταφρόνητο ποσό των 40.000 φράγκων, προκειμένου να ανεγερθεί ναός Αγίου Σώζοντος προς τιμήν του αγίου που έκανε το θαύμα του και σώθηκε η Αμαλία.
Τη χαρά του Ανδρέα για το παράσημο την σκίασε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη: μία από τις πολλές συντρόφους του δεν είχε πρόθεση να… ξεφορτωθεί το παιδί. Το ζήτημα πέρασε στα χέρια της μητέρας του, η οποία τον έδιωξε από την Πόλη. Όταν γύρισε μετά από μήνες δουλειάς και διασκέδασης, η εχεμύθεια είχε εξαγοραστεί και το αγόρι που γεννήθηκε δεν είχε πάρει το όνομα του παππού, αλλά της γιαγιάς. Αν και δεν το αναγνώρισε, ο Ανδρέας φρόντισε για τη μόρφωση και την αποκατάστασή του.
Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας του από καρκίνο του στομάχου άνοιξε έναν νέο κύκλο αναζητήσεων. Την πένθησε έναν χρόνο ταξιδεύοντας πολύ, αυτή τη φορά μακριά από την Ευρώπη, σε Ιεροσόλυμα και Αίγυπτο.
Στην ουρά του μακροχρόνιου ταξιδιού του έβαλε και την Αθήνα. Υπολόγιζε να μείνει για λίγες ημέρες, οι οποίες τελικά έγιναν οκτώ μήνες. Στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο τον σύστησαν ως «Ρωμιό που λαμπρύνει το γένος εις την αλλοδαπή με την εντυπωσιακή επιχειρηματική του δραστηριότητα». Εκείνος του πρότεινε να συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών του, τον Χαρίλαο Τρικούπη.
Ο οραματιστής υπουργός γοήτευσε τον Τσιγγρό, ο οποίος από τη μακρά συζήτησή τους κατάλαβε ότι η «τριτοκοσμική» Ελλάδα, χτίζοντας τις δομές της προσέφερε ευκαιρίες για επενδύσεις και μάλιστα πολύ περισσότερες από εκείνες που φανταζόταν. Επιπλέον κατάλαβε ότι αργά ή γρήγορα ο Τρικούπης θα κυβερνούσε τη χώρα.
Ταυτόχρονα αποφάσισε να προσεγγίσει τον βασιλιά. Μπήκε στον ολιγομελή «καλό κύκλο» της πόλης που του εξασφάλισε προσκλήσεις σε σουαρέ. Εκεί άρχισε να συστήνεται πια ως Συγγρός. «Αυτό το Τσιγγρός δεν ακούγεται καθόλου καλά».
Εκείνη την εποχή έκανε και την πρώτη του δωρεά στην Αθήνα. Ένας λόχος εθνοφυλάκων χρειαζόταν 30 στολές που κόστιζαν 800 δραχμές, ποσό απλησίαστο με δεδομένο ότι το μέσο μεροκάματο ενός εργάτη ήταν 3 δραχμές. Ο Συγγρός όμως τόσα ξόδευε για μια ξέφρενη βραδιά του στο Παρίσι – έκανε τη δωρεά και ανακηρύχθηκε «λοχαγός της Εθνοφυλακής».
Στην πραγματικότητα όμως ήταν μια επένδυση με προοπτική. Έβλεπε μπροστά του τις απαιτούμενες για τη χώρα υποδομές. Δρόμους, σιδηρόδρομους, εγγειοβελτιωτικά έργα, τράπεζες, καταστήματα. Οι ευκαιρίες για πλουτισμό πολλές. Και έπειτα ήταν και το ζεστό χρήμα. Μετοχές, χρεόγραφα, δάνεια. Η χώρα ήταν… ανέγγιχτη.
Ο βασιλικός ευνοούμενος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, που είχε συναντήσει ο Συγγρός σε κάποια κοσμική εκδήλωση, ήταν αυτός που κανόνισε την παρουσίασή του στον Γεώργιο. «Να του μιλήσεις γαλλικά. Συνήθως σ΄ αυτή τη γλώσσα μιλάει» τον συμβούλευσε και ο Συγγρός όταν βρέθηκε μπροστά στον βασιλιά έσπευσε να του πει στα γαλλικά ότι νιώθει μεγάλη τιμή. Όμως η στιχομυθία που ακολούθησε δεν πήγε όπως περίμενε: -«Είσθε ξένος, κύριε;» -«Όχι, βέβαια. Αλλά, ξέρετε, ζω στην Κωνσταντινούπολη και από συνήθεια». – «Τότε μιλήστε μου για την Πόλη. Στα ελληνικά, φυσικά».
Μόλις ο Βαλαωρίτης άκουσε τα παράπονα του Συγγρού για το πάθημά του, ξέσπασε σε γέλια. Του εξήγησε ότι απλώς ο Γεώργιος μυρίστηκε το φόβο του και προσπάθησε να τον διασκεδάσει. «Θα δεις πόσο αλλιώτικος θα είναι στην επόμενη συνάντησή σας» του είπε, και η πορεία των γεγονότων τον επιβεβαίωσε.
Γεώργιος και Συγγρός έγιναν φίλοι. Τουλάχιστον, έτσι νόμισε ο δεύτερος που στα στερνά του κατάλαβε πως ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να προσφέρεις για να κερδίσεις την εύνοια ενός εστεμμένου, το χρώμα του αίματός σου θα είναι πάντα διαφορετικό από το δικό του.