Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Την πόρνη αποκάλεσες κόρη Σου, θυγατέρα· έτσι, Χριστέ μου και Θεέ
βοήθα με κι εμένα γιος της μετάνοιας να δειχτώ, να σηκωθώ και πάλι.
Σώσε με, Σε παρακαλώ από το
βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.
Προοίμιο ΙΙ
Αγκάλιαζε τα πόδια Σου κι ήταν συντετριμμένη η πόρνη
και Σου φώναζε πικρά μετανιωμένη, σε Σε Χριστέ μου και Θεέ που όσα κρύβουν οι καρδιές όλα Συ τα γνωρίζεις:
«Τα μάτια Σου πώς να τα δω και πώς να τ’ αντικρίσω,
»μ’ αυτά τα μάτια που ‘ριχναν τα βλέμματα τα λάγνα και τόσους παρασύρανε;
»Σαν πόσα παρακάλια σε Σένα τον Φιλεύσπλαχνο τώρα πρέπει να κάνω, έτσι που παραπίκρανα τον Πλάστη μου η δόλια;
»Μόν’ δέξου Σε παρακαλώ Δέσποτα αυτό το μύρο ως ένδειξη μετάνοιας
»και δώσε μου συγχώρεση από την καταισχύνη, από το
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων».
Οίκοι
α’. Όλα τα λόγια του Χριστού και τις διδασκαλίες τα ‘βλεπε ως αρώματα
τότε εκείνη η πόρνη· τα ‘βλεπε να ξεχύνονται, τον τόπο να ευωδιάζουν
και στους πιστούς ζωοποιό ανάσα να χαρίζουν.
Κι έτσι, αυτή αποστράφηκε ό,τι είχε καμωμένο, καθώς της έφερνε πολύ μπόχα και δυσωδία.
Τον εαυτό της καθαρά είδε πια στον καθρέφτη και ντράπηκε πραγματικά
και άρχισε να σκέφτεται πόση οδύνη φέρνουνε αυτά που είχε κάνει.
Γιατί, η θλίψη θα ‘ν’ πολλή για όσους κάνουν τέτοια, εκεί στην άλλη τη ζωή.
Και μην νομίζετε κι εγώ που τώρα αυτά σας λέω, είμαι κάνας καλύτερος· τα ίδια και χειρότερα είμαι κι εγώ ο καημένος που έτσι που πορεύομαι, θα πρέπει να ετοιμάζομαι ‒ έρχεται τιμωρία.
Της τιμωρίας το βάσανο φοβήθηκε η πόρνη και άλλαξε τον δρόμο της και πόρνη πια δεν είναι.
Αλλά για μένα τι να πω; Από τη μια φοβάμαι, μα από την άλλη μένω εκεί, εκεί στην αμαρτία· δεν παίρνω την απόφαση να βγω απ’ το
βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.
β’. Ουδέποτε των κακών αποστήναι βούλομαι,
Δεν θέλησα πραγματικά ποτέ μου μέχρι τώρα, απ’ τις κακές συνήθειες να δω πώς θα ξεμπλέξω.
Τα βάσανα που είναι να δω εκεί στον άλλο κόσμο, τα απωθώ απ’ το μυαλό και δεν τα λογαριάζω.
Δεν σκέφτομαι φιλότιμα την τόση ευσπλαχνία που μου έχει δείξει ο Χριστός,
ότι με γύρευε παντού και με αναζητούσε μα εγώ αλλού τριγύριζα ‒ όπως φαινόταν βολικά στον πλανεμένο νου μου.
Ψάχνει για εμένα ο Κύριος και άνω-κάτω έκανε ολάκερο τον κόσμο·
ως στο τραπέζι κάθισε να φάει με Φαρισαίο, Αυτός που αν το καλοσκεφτείς είν’ που μας τρέφει όλους.
Την τράπεζα αγίασε ‒δεν είν’ κοινό τραπέζι– θυσιαστήριο έγινε και Άγια την λέμε.
Πάνω στην Άγια Τράπεζα τον εαυτό Του πρόσφορο σε όλους μας προσφέρει
και όλα τα χρωστούμενα σ’ όσους χρωστούν χαρίζει, ώστε όλοι που ‘χαν οφειλές να πάρουν θάρρος πάλι
κοντά Του να γυρίσουνε, να Τον παρακαλέσουν: «Σώσε με Κύριε, σώσε με από τον
βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων».
γ’. Άρχισε η ωραία μυρωδιά απ’ του Χριστού την τράπεζα να φτάνει
στη γυναίκα που πριν ήτανε άσωτη μα εγκρατής είν’ τώρα.
Αυτήν που πρώτα έμοιαζε με σκύλα αγριεμένη και τώρα ήρθε κι έμοιασε με ήρεμη αμνάδα.
Αυτήν που σκλάβα ήτανε μα τώρα θυγατέρα· αυτήν που πόρνη ήτανε μα συνετή έχει γίνει.
Καθώς μεγάλη όρεξη στα πάθη είχ’ η καημένη, απ’ την όρεξή της πιάστηκε για να την προσεγγίσει· αυτόν τον δρόμο διάλεξε για να την πλησιάσει ο Κύριος μας και Θεός.
Γιατί μόλις Τον γνώρισε, τα ψίχουλα των ηδονών άφησε κατά μέρος· βρήκε τον άρτο της ζωής, ολάκερο καρβέλι.
Από την πείνα που έπεσε παλιά στη Χαναάν, μια πείνα μεγαλύτερη είχε αυτή η πόρνη·
μα την κενή της την ψυχή τη χόρτασε απολύτως με τέτοια πίστη που έδειξε.
Δεν ζήτησε κραυγάζοντας να βρει τον λυτρωμό της· με τη σιωπή της πιο πολύ βρήκε τη σωτηρία.
Γιατί, με κλάματα βουβά μίλησε αυτή και είπε: «Κύριε, Χριστέ μου βγάλε με από το
βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων».
δ’. Πολύ θα το ‘θελα, λοιπόν, μες στο μυαλό της να ‘μπαινα, να το εξερευνούσα, να ‘βλεπα πώς το σκέφτηκε αυτή η σοφή γυναίκα.
Να μάθω πώς κατάφερε Χριστός να λάμψει μέσα της και ν’ αστραποβολήσει
Αυτός ο ωραιότατος και ό,τι ωραίου Κτίστης.
Δεν είναι ότι Τον είχε ιδεί από τα πριν να ξέρει· κι όμως με πόθο γύρευε για να Τον ανταμώσει.
Καθώς το γράφει στη Γραφή, καθώς λέει στο Βαγγέλιο,
ήτανε, λέει, ο Χριστός σε κάποιου Φαρισαίου το σπίτι και καθότανε, Του ‘κάναν το τραπέζι.
Και τ’ άκουσε πως είναι εκεί ετούτη η γυναίκα κι αμέσως έτρεξε να πάει για να Τον συναντήσει,
ότι είχε πάρει απόφαση μετάνοια να δείξει και μία σκέψη γύριζε συνέχεια στο μυαλό της:
«Πήγαινε τώρα, το λοιπόν, ψυχή μου μη διστάζεις, η ευκαιρία που ‘ψαχνες ιδού μπροστά σου είναι!
Έφτασε, ήρθε τώρα Αυτός που θα σε εξαγνίσει· τι περιμένεις; πήγαινε, μην κάθεσαι άλλο μέσα εκεί στον
βούρκο, τη βρομιά των άσωτών σου έργων.
ε’. Έφυγα, πάω προς Αυτόν, αφού κι Αυτός για χάρη μου ήρθε για να με σώσει.
Όλους τους πρώην τους ξεχνώ και μ’ όλο μου το είναι Αυτόν πια μόνο λαχταρώ.
Ξέρω πως μ’ αγαπάει, γι’ αυτό με μύρο έχω σκοπό τώρα να Τον αλείψω κι όσο μπορώ, όσο γίνεται εγώ να Τον τιμήσω.
Κλαίω, στενάζω η άμοιρη… Ας ήταν να Τον πείσω πως είμαι άξια τώρα πια για να με αγαπήσει.
Έγινα άλλος άνθρωπος από τον πόθο μου για Αυτόν, τον ποθητό Θεό μου.
Κι όπως Αυτός επιθυμεί ο άνθρωπος να Τον αγαπά, έτσι κι εγώ Τον αγαπώ, έρωτα έχω θείο.
Πενθώ για τ’ αμαρτήματα που έχω καμωμένα και σκύβω και Τον προσκυνώ, μετάνοια Του βάζω, γιατί αυτό επιθυμεί να δει από εμένα.
Σιωπώ και στέκομαι σεμνά· μ’ αυτές τις συμπεριφορές είναι που ευχαριστιέται.
Φεύγω, λοιπόν, απ’ τα παλιά, για να αρέσω τώρα στον νέο, μεγάλο μου έρωτα
κι αφήνω αμέσως πίσω μου, τελείως απαρνιέμαι όλον τον
βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.