Ένα κομμάτι στο μωσαϊκό των γεγονότων που παρέσυραν στη δίνη της Ιστορίας τους Έλληνες της καθ’ ημάς Ανατολής είναι το αντάρτικο του Πόντου· στο βιβλίο του Από το Μύθο στην Έξοδο ο Γεώργιος Ανδρεάδης τονίζει ότι οι εξελίξεις ενδεχομένως να ήταν διαφορετικές εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η βουλή του Βατούμ έφτιαχναν έναν πανομοιότυπο «Μακεδονικό Αγώνα» στο χώρο του Πόντου. «Όπως τη Μακεδονία την κέρδισαν με το αίμα τους οι Μακεδονομάχοι, έτσι μπορούσε να σωθεί και ο Πόντος», σημειώνει.
Ένας από τους πιο γνωστούς οπλαρχηγούς του Δυτικού Πόντου ήταν ο Βασίλειος Ανθόπουλος, ο Βασίλ-αγάς, ή Βασίλ-ουστάς λόγω της δουλειάς του· ήταν εργολάβος δημόσιων έργων.
Γεννήθηκε στο χωριό Κιζίκ της επαρχίας Απές του νομού Σεβάστειας το 1888. Σπούδασε αρχιτεκτονική κοντά σε Γάλλο αρχιτέκτονα και… θεωρητικά δεν είχε κανέναν λόγο να βγει στην παρανομία. Το έκανε λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου, καθώς είχε δολοφονήσει τον Τούρκο βιαστή της γυναίκας του αδελφού του.
Το 1914 στον Καύκασο είχε διαμορφωθεί πολεμικό μέτωπο ανάμεσα σε Τούρκους και Ρώσους· οι μάχες στα βουνά σκληρές. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς οι Τούρκοι προωθήθηκαν προς τα ρωσικά σύνορα και σχεδιάζουν την απαγωγή του τσάρου, ο οποίος σκόπευε να επισκεφθεί τα στρατεύματα. Όμως το δριμύ ψύχος άλλαξε τα σχέδια και σύντομα άρχισαν να πολιορκούνται. Μεταξύ των αιχμαλώτων και ένας Ρώσος στρατηγός που μεταφέρθηκε στις φυλακές της Σεβάστειας, την ώρα που οι Ρωμιοί κατά χιλιάδες λιποτακτούσαν από τον τουρκικό στρατό.
Σε αυτή τη συγκυρία εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Βασίλειος Ανθόπουλος, ο οποίος σχημάτισε ομάδα ανταρτών με τους λιποτάκτες. Η αιφνιδιαστική επίθεση στις φυλακές της Σεβάστειας και η απελευθέρωση του στρατηγού έκανε εντύπωση στη ρωσική Αυλή.
Η κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους και η προέλαση που σταμάτησε στον Χαρσιώτη ποταμό λίγο πριν από την κατάληψη της Τρίπολης, σήμαινε ότι ο Πόντος χωρίστηκε στα δύο: Στον ανατολικό υπό τον ρωσικό έλεγχο, και στον δυτικό υπό τον τουρκικό. Μετά από δεκαήμερη πορεία μέσα από τα βουνά, ο Βασίλειος Ανθόπουλος κατορθώνει να φτάσει στην Τραπεζούντα και να συναντηθεί με τον Ρώσο συνταγματάρχη Αρτάνοφ, επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Του εκθέτει το σχέδιο για την απελευθέρωση όλου του Πόντου και τονίζει ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να δώσουν μεγάλη βοήθεια αν εξοπλίζονταν από τους Ρώσους. Είναι αλήθεια ότι ο ενθουσιασμός του οπλαρχηγού ήταν πολύ μεγαλύτερος των δυνατοτήτων του με βάση τη δύναμη που είχε· εντούτοις, ο συνταγματάρχης βρήκε ενδιαφέρουσα την προοπτική δημιουργίας ενός μεγάλου αντάρτικου στα μετόπισθεν των Τούρκων.
Έτσι συμφώνησε οι Ρώσοι να δώσουν όπλα και ο Βασίλειος Ανθόπουλος να στρατολογήσει και άλλους λιποτάκτες στην περιφέρεια της Σαμψούντας. Επίσης, δόθηκε η υπόσχεση για προέλαση στον Δυτικό Πόντο και στον Έλληνα οπλαρχηγό απονεμήθηκαν παράσημο και η στολή του Ρώσου αξιωματικού, την οποία έκτοτε δεν αποχωρίστηκε.
Πράγματι, στέλνονται αρχικά 35 γιαπωνέζικα όπλα που σταδιακά γίνονται 2.000. Ο Βασίλειος Ανθόπουλος, μεθοδικός και τολμηρός, οργανώνει υπηρεσία πληροφοριών ώστε να έχει εικόνα για τις τουρκικές δυνάμεις στη Σαμψούντα και τις μετακινήσεις τους. Καταδιώκει τις συμμορίες που επιτίθενται σε χωριά, σφάζουν αμάχους και τα πυρπολούν, και δίνει μάχες για να ξεφεύγει από τους Τούρκους που έχουν εντολές για την εξόντωσή του.
Σταδιακά γίνεται Βασίλ-αγάς μιας και αναγνωρίζεται ως γενικός αρχηγός των αντάρτικων δυνάμεων στον Δυτικό Πόντο, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται, όσο αναπτύσσεται το σχέδιο Γενοκτονίας των Ελλήνων που περιλαμβάνει και εκτοπίσεις.
Οι μεγάλες στρατιωτικές του ικανότητες φάνηκαν όταν δέχθηκε επίθεση από τουρκικό τάγμα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του ρωσικού οπλισμού. Αφού κατάφερε να αποκρούσει, αποδεκατίζοντας τους επιτιθέμενους, παρέδωσε τα όπλα στους αντάρτες της Σαμψούντας. Από εκεί μετακινήθηκε στον μεσόγειο Πόντο, για να οργανώσει νέο αντάρτικο. Πλέον έχει ακόμα πιο ξεκάθαρο σχέδιο για την ένοπλη αντίσταση των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας, βλέποντας ότι εφαρμόζεται ένα συστηματικό σχέδιο εξόντωσης, όπως είχε γίνει με τους Αρμένιους.
Ταυτόχρονα ο Βασίλειος Ανθόπουλος περιμένει την προέλαση του ρωσικού στρατού, όμως ο χρόνος περνάει και έχει ήδη μπει ο Σεπτέμβριος του 1916. Θεωρεί ότι οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες και ότι οι Ρώσοι θα πρέπει να τηρήσουν και αυτό το μέρος της συμφωνίας. Χωρίς να γνωρίζει τις ρωσικές ήττες στις μάχες με τους Γερμανούς στο ανατολικό μέτωπο, αλλά και την επανάσταση που ετοίμαζε ο Λένιν, δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα της εγκατάλειψης.
Έτσι, αφότου πήρε τη σύμφωνη γνώμη των ανταρτών της Σαμψούντας, πήγε στην Τραπεζούντα με σκοπό να πιέσει τους Ρώσους να τηρήσουν την υπόσχεσή τους, και προπάντων να δώσουν περισσότερα όπλα. Η αποστολή μεγάλη και επικίνδυνη, γι’ αυτό πήρε μαζί του 80 επίλεκτους άνδρες, σε μια πορεία δύσκολη μέσα σε πυκνά δάση μόνο τη νύχτα, και με συχνές μάχες. Από κοντά και η γυναίκα του Αναστασία.
Ο Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος, πρωτοπαλίκαρο του Βασίλ-αγά, που διέσωσε το ημερολόγιο του και το έκανε βιβλίο με τίτλο Ανάμεσα στους αντάρτες του Πόντου, περιγράφει με παραστατικό τρόπο τους κινδύνους που διέτρεξαν αλλά και τη γενναιότητα και την ευφυΐα του αρχηγού που κατάφερε να σπάσει τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό και να φτάσει με χίλια βάσανα στην Τραπεζούντα.
Τελικά, η συνάντηση με τον συνταγματάρχη Αρτάνοφ ήταν απογοητευτική, καθώς πήρε αόριστες υποσχέσεις για βοήθεια επί του πεδίου. Πήρε όμως εξοπλισμό για 600 νέους αντάρτες, ώστε να δραστηριοποιηθεί εκ νέου στα μετόπισθεν του τουρκικού στρατού.
Μετά την αποχώρηση των Ρώσων από τον Πόντο, ο Βασίλ-αγάς ήρθε στην Ελλάδα, στο Ριζό Πέλλας, με τη γυναίκα και του δυο τους παιδιά, απαιτώντας βοήθεια για τους Έλληνες. Συνδέεται με τον αξιωματικό Ξενοφώντα Ακάογλου, εθελοντή του τάγματος του Πόντου. Διαπιστώνει την απροθυμία του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος πίστευε περισσότερο σε μια αρμενική λύση, δηλαδή σε ένα ποντιοαρμενικό κράτος, το οποίο όμως έβρισκε αντίθετο τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
Ταυτόχρονη με την απροθυμία (και την εγκατάλειψη) από την Αθήνα, ήταν η αδυναμία της βουλής του Βατούμ να αντιληφθεί τις εξελίξεις και να δει τη δυναμική του κεμαλικού κινήματος. Θεωρώντας εσφαλμένα ότι η Συνθήκη των Σεβρών παρέχει εγγυήσεις, άφησαν τον Δυτικό Πόντο στο έλεος του Τοπάλ Οσμάν. Ο ιστορικός και συγγραφέας Γεώργιος Ανδρεάδης σημειώνει ότι «πολλοί ήσαν αυτοί που δεν φάνηκαν αντάξιοι των περιστάσεων», και εκτιμά ότι αν οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αποβιβαστεί νωρίτερα από τον Μουσταφά Κεμάλ τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Καθώς λοιπόν ο Βασίλειος Ανθόπουλος έβλεπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να σταλούν αξιωματικοί για να οργανώσουν τους χιλιάδες αντάρτες, ώστε να ανακοπεί η πορεία των εθνικιστών, επέστρεψε στον Πόντο έχοντας στο μυαλό του μια παράτολμη ιδέα που έκανε πράξη: Παραχάραξε το τουρκικό νόμισμα προκειμένου να βρει πόρους για να εξοπλίσει τους αντάρτες.
Οι Τούρκοι, όμως, που κατάλαβαν τι έκανε, τον επικήρυξαν. Δολοφονήθηκε το 1922 σε ενέδρα στην Κωνσταντινούπολη, όχι όμως προτού καταφέρει να σκοτώσει δύο από την ομάδα των δολοφόνων του.
Στη μνήμη του Βασίλειου Ανθόπουλου σήμερα υπάρχει ανδριάντας, στην Πλατεία Πλαστήρα (Λαϊκή Αγορά) στη Σκύδρα Πέλλας.
Ο δε Κωνσταντίνος Ανδρεάδης από το Λιποχώρι Πέλλας έγραψε αυτό το ποίημα:
Ένας Αητένς, τρανός Αητένς ασή Ακρίτα γαίμαν
έρθεν Σκύδραν κ’ εγόνεψεν και φαίνεται άμον ψέμα.
Πετά αδά ολόγερα με τ’ άρματα ζωσμένος
τα φισακλίκια σταυρωτά σ’ ωμία φορτωμένος.
Ατός τρανός Σταυραετός σου Πόντου τα ραχία
χρόνια πολλά ετυρένιζεν τα Τούρκικα τα ψήα.
Σα δυσακά των Κομνηνών την Αυτοκρατορίαν
Λιθάρ εσέγκεν και θεμέλ’ για την ελευθερίαν.
Η γη εσυνταράουσουν όπου ατός επάτνεν
Βασίλ’ Αγάς με τ’ όνεμαν πάντα μαρτέν εκράτνεν.
Ατός έτον Τραντέλλενας οπλαρχηγός με βούλαν
τοι Τούρκ’ς όλ΄τς εταγούτεψεν κι εκρέμασεν την γούλαν.
Ατοίν’τς όλ’ τς επολέμεσεν ,έγραψεν ιστορίαν
ση Πάφρας τα ψηλά ραχιά ,Λεονταρί καρδίαν.
Εκεί σα Άγια χώματα σου Πόντου τα παρχάρα
ποτάμ’ το αίμα έξενα κι’ επότσεν τα χορτάρα.
Κι’ εμείς εσέν Ανθόπουλε μεγάλε Καπιτάνε
Μνημείο τώρα έστεσαμ’ ο κόσμον ας μαθάνε.
Βασίλ’ ουστά επολέμεσες για την ελευθερίαν
για Πόντο, οικογένεια και για ορθοδοξία.
Και η Πατρίδα πρέπ’ να εφτάει το χρέος ατς πα μίαν
Βασίλ’ Αγά το όνεμας ας γράφτ’ σην ιστορίαν.
Τα γενεάς που έρτανε την μνήμης να τιμούνε
τον χρόνον μίαν δάφνενον στεφάν’ εσέν χρωστούνε.
Ολίγα κ΄άλλο ας γράφτομε, Βασίλ Αγά θερίον
κάποτε θα διαβάσκουνταν σ’ Ελληνικόν Σχολείον.
Έγκεν κι΄’ εφέκεν σο Ριζό γαρήν και τα παιδία τ’
κι’ αμάν εκλώστεν ξαν εκεί π’ επέμνεν η καρδία τ.’
Έτονε το δέκα οκτώ που έρθεν τη χρονίας
οι Τούρκ’ σον Πόντον έκαιγαν χωρία, πολιτείας.
Η ψή ατ’ έτονε να πάει σ΄Αντάρτικα ομάδας
τον Τούρκον για να κυνηγά π΄εκλαίνιζεν μανάδας.
Εκεί ανδραγαθήματα εποίκεν με θυσίας
κι΄εφέκεν σε ζογρόν κλαδίν τοι Τσέτες τη Τουρκίας.
Τοι Τούρκ’ ς εντούνεν σο κιφάλ σην ψην και σην καρδίαν
κι εφείνεν ατοίν΄τς να έκαιγαν Σχολείον και εκκλεσίαν.
Εγλύτωσεν και Στρατηγόν Ρώσσον φυλακισμένον
επείρεν και παράσημον αέτ ς έτον γραμμένον.
Κι θέλω εγώ παράσημα, δόξας ασοί Ρουσσάντας
φουσέκια είπεν δώστεμεν να κρούω τοι Τουρκάντας.
Ατό έτον το παλικάρ΄Θάνατον κι εφογούντον
Βασίλ΄Αγάς με τ΄όνεμαν τον Πόντον ελυπούντον.
Έλεπεν που εβοήθαναν οι τρανοί την Τουρκίαν
εγροίξεν πως εσούμωνεν σ΄εμάς γενοκτονίαν.
Εκεί σα μέρα τα΄Άγια εφέκεν την ζωήν ατ’
με το μαρτέν πάντα σο χερ΄παρέδωκεν την ψην ατ΄.