«Είμαι 27 χρονών. Είμαι ακριβώς όσο ήμoυν εκείνη την ημέρα. Από τότε σταμάτησα να μεγαλώνω γιατί περιμένω τη στιγμή που θα γυρίσω πάλι πίσω στο σπίτι μου, ελεύθερη. Άμα γυρίσω πάλι πίσω στο σπίτι μου, θα αρχίσω να ζω και να μεγαλώνω πάλι».
Έτσι ξεκινούσε η συνέντευξη που έδινε η Δέσποινα Μπεμπεδέλη υποδυόμενη τη γυναίκα-σύμβολο της Κύπρου Χαρίτα Μάντολες στην πρεμιέρα της σειράς Famagusta πριν από έναν μήνα. Και όσο κράτησε η συνέντευξη-μονόλογος, κανείς δεν έμεινε ασυγκίνητος.
Ναι, είχαμε τα κλασικά τύπου «τα social πήραν φωτιά», αλλά αυτή η εμφάνιση ήταν μια πιστοποίηση της απουσίας της από τα τηλεοπτικά δρώμενα. Γιατί το πόσο μεγάλη ηθοποιός είναι δεν περίμενε κανείς το σωτήριο έτος 2024 για να το καταλάβει.
Για όλα φταίει ο Κουν
Θεωρητικά αν δεν υπήρχε ένας καθηγητής της η Δέσποινα Μπεμπεδέλη θα ήταν σήμερα μια συνταξιούχος καθηγήτρια γαλλικών. Θεωρητικά πάντα, γιατί ναι μεν ο καθηγητής της στο σχολείο την παρότρυνε να κοιτάξει προς την υποκριτική, αλλά ειδικά την συγκεκριμένη ή την λατρεύεις και αν έχεις ταλέντο –και υπομονή– την υπηρετείς και σε ανταμείβει, ή αλλιώς πάμε για άλλα.
Γεννήθηκε στη Νέα Σμύρνη στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1941. Μέσα στον πόλεμο· τρεις δεκαετίες μετά έζησε και έναν ακόμα, αλλά αυτή την φορά στην Κύπρο.
Ο πόλεμος, η προσφυγιά, οι μετακινήσεις, αλλά και το ταλέντο και η αισθητική έχουν ριζώσει στη ζωή της, όπως θα δείτε παρακάτω.
«Οι γονείς μου ήταν Κωνσταντινουπολίτες, αλλά το όνομά μου παραπέμπει στη Λέσβο. Οι τέσσερις παππούδες ήταν από τη Μυτιλήνη που πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς μου όμως γνωρίστηκαν στην Αθήνα, παντρεύτηκαν εδώ κι έκαναν εμένα, μία και μοναδική. Ο πατέρας ήταν πουκαμισάς και είχε μια βιοτεχνία, αλλά ήταν και ψάλτης – είχε σπουδάσει βυζαντινή μουσική στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Δούλευαν μαζί, αλλά η μαμά δούλευε και στο σπίτι, είχε τις πελάτισσές της» είχε πει σε συνέντευξή της στη Lifo.
Ξεκίνησε να σπουδάζει στη γαλλική φιλολογία, μέχρι που… προέκυψε η προτροπή για το θέατρο. Αρχικά ήθελε να σπουδάσει στη σχολή του Κουν, όμως δεν έγινε δεκτή. Γράφτηκε στη σχολή του (μεγάλου) Πέλου Κατσέλη, και το 1962 ξεκίνησε τη θεατρική της σταδιοδρομία, στο Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη Το τραγούδι του νεκρού αδελφού.
Και ξαφνικά, κάλεσμα από το Θέατρο Τέχνης. Και εδώ ξεκινάει η ιστορία. Γιατί εκεί γνωρίστηκε με τον Κύπριο ηθοποιό Στέλιο Καυκαρίδη, τον οποίο παντρεύτηκε.
«Παίζαμε στο ίδιο έργο, ήταν δύο έργα, του Ιονέσκο. Η Δέσποινα έκανε μια νοσοκόμα και είχε ένα σταυρό στο καπελάκι της. Μια μέρα έπεσε ο σταυρός και τον έχασαν και τον έψαχναν και τον βρήκα εγώ και της τον πήγα», είχε εξομολογηθεί ο Στέλιος Καυκαρίδης σε συνέντευξή του.
Και συνέχιζε: «Από ‘κει και πέρα ήμασταν μαζί. Ήταν το αθώο φλερτ της εποχής στην αρχή, την συνόδευα να πάει στο λεωφορείο το βράδυ, για να πάει στο σπίτι της».
Η νέα πατρίδα και η τραγωδία
Και εκεί γύρω στα 25 το ζευγάρι πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσει στην Κύπρο. Η νεαρή Δέσποινα έγινε «ερωτική μετανάστρια» στα τέλη των ’60s που στην Κύπρο το θέατρο γνωρίζει μεγάλες στιγμές και φοβερές αλλαγές. Σπουδαίες παραγωγές, νέοι δημιουργοί με όραμα, και μια φουρνιά ηθοποιών, όπως η Τζένη Γαϊτανοπούλου και η αξέχαστη Μόνικα Βασιλείου, αλλάζουν τον θεατρικό χάρτη της χώρας.
Το 1971 ιδρύθηκε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ) που επίσης άλλαξε τα πράγματα – η Δέσποινα Μπεμπεδέλη υπήρξε βασικό του στέλεχος για 2,5 περίπου δεκαετίες.
20 Ιουλίου 1974. Τούρκικη εισβολή. «Ο άντρας μου πήγε να πολεμήσει ως έφεδρος. Πέρασα αγωνίες, γιατί βγήκε φήμη ότι είχε σκοτωθεί, τον έψαχναν στα νοσοκομεία να τον βρούνε. Ας πούμε πως ήταν μια παρεξήγηση ως προς το όνομα, αλλά πέρασα πάρα πολύ μεγάλη αγωνία πάνω σε αυτό», είχε πει η ηθοποιός.
Και συνεχίζοντας την περιγραφή: «Είχα μείνει πίσω με τα δύο μωρά μου, αλλά ξέρετε τι αγαλλίαση είναι μετά από όλο αυτό το άγχος του να σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει χαθεί και να μην τον ξαναβρώ, να τον βρίσκω μπροστά μου; Είναι πολύ μεγάλη ευτυχία αυτό: να ξαναγυρίζει ο άνθρωπος που φοβάσαι ότι δεν θα τον ξαναδείς γιατί έχει πάει στον πόλεμο. Είναι ένα απερίγραπτα πολύτιμο δώρο».
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη κατέληγε στο εξής: «Το να βιώσεις πόλεμο, ακόμα και αν δεν έχεις υποστεί τις αγιάτρευτες συνέπειες –αυτές που υφίστανται ακόμα και σήμερα άνθρωποι που χάσανε άντρες και ψάχνουν ακόμα και περιμένουν να γίνει η ταυτοποίηση των οστών, να πάρουν τα κοκαλάκια των ανθρώπων τους, τα απομεινάρια, κάτι που δεν αντέχεται–, δεν μπορεί παρά να διαμορφώσει, προϊόντος του χρόνου, και το χαρακτήρα σου. Βλέπεις με άλλο βλέμμα τη ζωή. Όταν όλα σου έρχονται ρόδινα κι εύκολα δεν βαθαίνει η ψυχή σου, μένει ελαφριά και στην επιφάνεια.
»Όταν βλέπεις και βιώνεις τέτοιες καταστάσεις, ο χαρακτήρας γίνεται αλλιώτικος. Τα νέα παιδιά, τα αγέννητα στον πόλεμο, δεν μπορούν να νιώσουν τι πέρασε η πατρίδα τους. Μόνο αν τους το διδάξουν στο σχολείο θα μάθουν τι συνέβη στην εισβολή, και πιο πριν στο πραξικόπημα. Αυτά όμως δεν γράφονται στα σχολικά βιβλία».
Η θριαμβευτική επιστροφή
Οι επαγγελματικές σχέσεις της Δέσποινας Μπεμπεδέλη με την Ελλάδα ήταν ελάχιστες. Μια ταινία το 1982 (Ταξίδι στην πρωτεύουσα του Τάκη Παπαγιαννίδη), και μετά πάλι σινεμά μια δεκαετία μετά (Προς την ελευθερία του Χάρη Παπαδόπουλου, το τελευταίο φιλμ με τη Μαίρη Χρονοπούλου).
Και ξαφνικά… επιστροφή. Αρχικά στον θεατρικό Άμλετ, και μετά η τηλεοπτική επανασύσταση με το κοινό. Στο Βίος ανθόσπαρτος καθηλώνει με μια μαγική κωμική ερμηνεία:
Και ακολουθεί ένας θεατρικός θρίαμβος, το Χάρολντ και Μοντ:
Και μετά, σχεδόν ό,τι έπιασε έγινε χρυσός. Άρχισε να μοιράζεται μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. «Έχω και την κυπριακή υπηκοότητα. Ανέκαθεν δήλωνα ότι έχω δύο πατρίδες, έναν γενέθλιο τόπο, την Ελλάδα, και μια πατρίδα, την Κύπρο. Τη ζωή μου στην Κύπρο την οικοδόμησα, και τη σταδιοδρομία και την οικογενειακή μου ζωή. Είμαι Κυπρία. Έμαθα και τη διάλεκτο, είμαι από τις Ελαδίτισσες εδώ η μόνη ίσως που μιλάει και κυπριακά» δήλωσε πρόσφατα στο Mega.
Και οι ρόλοι να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Με επιστέγασμα τη Φιλιώ Χαϊδεμένου, άλλη μια πραγματική ηρωίδα, μια σπουδαία μορφή της προσφυγιάς. Για αυτό το θεατρικό έργο η Μπεμπεδέλη μάζεψε ό,τι βραβείο και διάκριση υπάρχει.
Σήμερα η μεγάλη ηθοποιός γίνεται 83 ετών. Ζει ευτυχισμένη με την οικογένειά της, δηλαδή τα δύο της παιδιά (τον αθλητικογράφο Θοδωρή Καυκαρίδη και την ηθοποιό Μαριάννα Καυκαρίδου) και τα εγγόνια της.
Όσον αφορά την υποκριτική, η απάντησή της είναι αποστομωτική: «Μόνο αν καταλάβω ότι δεν μπορώ να μιλήσω πια, να πω αυτό που θέλω να πω και να το πω όπως θέλω, θα σταματήσω. Τώρα δουλεύω γιατί μου αρέσει και το θέλω».
Σπύρος Δευτεραίος