Αντίστοιχη του κοσμοπολιτισμού της ήταν η διασκέδαση στη Σμύρνη, ωστόσο φαίνεται πως οι καφενέδες ήταν αυτοί που ξεχώριζαν, εκεί όπου στις σχόλες «ηπαίζανε τα παιχνίδια» όπως αναφέρει ο γιατρός, ζωγράφος και συνθέτης Δημήτρης Αρχιγένης στα Λαογραφικά.
«Παιχνίδια» ήταν τα μουσικά όργανα· «και του μαχαλά τα παλικάρια, του μπάσο-ράγκου (σ.σ. κατώτερης τάξης), ηπααίνανε να χορέψουνε. Κι οι νταήδες, για να δείξουνε τα ρεμπέτικα κι αντρικά σκέρτσα τως», γράφει.
Εκτός από τους καφενέδες, σαντούρια, βιολιά και κόντρα μπάσο είχαν και άλλα Κέντρα: οι μπιραρίες, οι ταβέρνες και οι μπακαλοταβέρνες, με τραγούδι ή χωρίς.
Ο Δημήτρης Αρχιγένης σημειώνει ότι την ιδιότητα του… γλεντζέ την έβρισκες στην κατώτερη τάξη και σπάνια στη μεσαία (μέτζο-ράγκου). Και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα; «Άμαν ηβράδιαζε, ύστερις απ’ τη βαριά δουγιά, του άρεσε να πααίνει στα Κέντρα που είχανε παιχνίδια, με τραγούδι, για να κάτσει να πιει, όχι όμως και να μεθύσει, παρά να ’ρχει στο τσακίρ κέφι. Να ακούσει τα μερακλήδικα σμυρνέικα και τσοι αμανέδες.
»Κι άμα του ερχούντανε το κέφι, να σηκωθεί τότες να χορέψει καρσιλαμά, χασαποσέρβικο, χασάπικο πολίτικο, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι, κιόρ-ογλου, μοναχός του, γιά με καναδυό απ’ την παρέα του, αναλοής με το χορό. Γυναίκα δεν ηβρισκούντανε στα Κέντρα αυτά εκεί μέσα να χορέψει μαζί τση. Γιατίς στα Κέντρα αυτά δεν ηεπιτρεπούντανε».
Και αν ο γλεντζές είχε παραγγελιά για τα όργανα, άφηνε ασημένιους παράδες πάνω στις χορδές του σαντουριού, «για να βριντήξουνε και ν’ ακουστούνε». Ή ακόμα σάλιωνε και κολλούσε στο κούτελο του τραγουδιστή «κανένανε μεγάλο ασημένιο παρά».
Οι καφενέδες της Σμύρνης, όμως, ήταν και στέκια· προκύπτει από το στέκομαι, καθώς εκεί κάθονταν και περίμεναν τους πιθανούς εργοδότες όσοι έψαχναν μεροκάματο. Την ίδια μέθοδο ακολουθούσαν «οι παιγνιδιατόροι και οι τραγουδιστάδες».
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Αρχιγένη οι πιο γνωστοί καφενέδες ήταν:
• Του Τσακιτζή-μπάση (μουσικός αρχηγός), στο μαχαλά του Αϊ-Δημήτρη. «Απ’ όξω είχε μια νταμπέλα που ’γραφε “Απόλλων ο Μουσηγέτης” και δίπλα του ένα μικρό αγαλματάκι γυψένιο ο Απόλλωνας με τη λύρα του. Σε μια γωνιά πάλι του καφενέ ήτανε κρεμασμένο το βιολί του βιολάτορα Μπινέτα, που ήτανε πολύ παγιό».
• To Ποσειδών, το πιο κοσμικό, «του Μιχαλάκη του Παπακυριακού απάνω στον ωραίο Και (την προκυμαία) τση Σμύρνης κοντά στα Βαποράκια (αποβάθρα για τα βαποράκια για τα θαλασσινά περίχωρα τση Σμύρνης)».
• Του Καραβά του Γιάννη, στον Απάνω Μαχαλά «που ’χε περιβόλι με πηγάδι κι από πίσω είχε σκάλα κ’ ηκατέβαινες στην εκκλησία του Aϊ-Γιάννη του Θεολόγου (που το ξυλόγλυπτο τέμπλο στολίζει τώρα την Αγία Φωτεινή τση Νέας Σμύρνης».
Μετά την Καταστροφή του 1922, ο Γιάννης Καραβάς που είχε το παρατσούκλι «Τσάμης» ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα και άνοιξε ένα παρόμοιο καφενείο στην οδό Αθηνάς 22, στο κέντρο της Αθήνας. «Μικρά Ασία» το είπε και σύντομα έγινε ξανά γνωστό.
«Αυτού ηκάνανε στέκι οι παιγνιδιατόροι και τραγουδιστάδες Σμυρνιοί,Μικρασιάτηδοι και ντόπιοι. Ο Καραβάς ηπέθανε το 1957 και το καφενείο το ανέλαβε ο αδερφός του ο Γιώργης.
»Και σαν ηπέθανε κι αυτός, το ανέλαβε ο γιος του Γιάννη, ο Νίκος, με τη μητέρα του την Αγγέλα και το ονοματίσανε “Ο Καραβάς”. Μα κι ο Νίκος το 1967 το ’χε παρατήσει κ’ ήτανε κλειστό. Και τότες οι παιγνιδιατόροι ηπααίνανε κ’ ηκάνανε στέκι σ’ένα μικρό καφενείο στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και στου Μίλτση οι παρακατιανοί», λέει στην περιγραφή του ο Δημήτρης Αρχιγένης.