Δύο ερμηνείες που συνδέονται με δυο σημαντικές φάσεις της ζωής συναντάμε στο λήμμα «κανόνιν» του Ιστορικού λεξικού της ποντικής διαλέκτου, και καμία από αυτές δεν σχετίζεται με τη σημασία που έχει σήμερα η λέξη.
Όπως μας πληροφορεί ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, η ρίζα της λέξης είναι το αρχαίο ουσιαστικό «κανών» (= ευθεία ράβδος), και κάπου εδώ τελειώνουν τα προφανή.
Η πρώτη σημασία που παρατίθεται είναι κάπως μακάβρια και λέει, επί λέξει: «Φέρετρον εκκλησίας, νεκροκράββατον εις χρήσιν όλων των χριστιανών της ενορίας». Αυτό λοιπόν ήταν το κανόνι, και αποτελούνταν από δύο μακριά κοντάρια που συνδέονταν με εγκάρσιες σανίδες.
Η δεύτερη ερμηνεία είναι σαφώς συμπαθέστερη, καθώς κανόνα (στον πληθυντικό) λέγονταν τα νομίσματα που έδιναν οι οικείοι του γαμπρού προς τους οικείους της νύφης μετά τον αρραβώνα ή το λογοδόσιμο, ή τα δώρα του γαμπρού προς τη νύφη και τη μητέρα της.