«Ταξίδεψα από τη Μασσαλία προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα με πλοίο των γαλλικών ακτοπλοϊκών γραμμών. Ούτε που φανταζόμουν τα συναισθήματα που θα με κατέκλυζαν μπροστά στην εξαίσια θέα των νοτίων ακτών της».
Με τον τρόπο αυτόν ξεκινάει τη σειρά άρθρων του στο περιοδικό Tour du Monde (Ο Γύρος του Κόσμου) υπό τον τίτλο Το ταξίδι στον Πόντο και στην Αρμενία, ο Γάλλος περιηγητής, ζωγράφος και εικονογράφος, Θεόφιλος Ντεϊρόλ (Théophile Deyrolle). Το ταξίδι του Deyrolle ξεκίνησε το 1863 ενώ τα άρθρα στο περιοδικό Ο Γύρος του Κόσμου, με εκδότη τον διανοούμενο Εντουάρντ Σαρτόν, εκδόθηκαν το 1869. Αξίζει να σημειωθεί πως το εν λόγω περιοδικό, που είχε τον ευγενή σκοπό να καλλιεργήσει πνευματικά και να συμβάλει στη μόρφωση των Γάλλων σύμφωνα με τον εκδότη και αρχισυντάκτη του, επηρέασε πλήθος συγγραφέων του 19ου αι., μεταξύ αυτών και τον Ιούλιο Βέρν.
Η Τραπεζούντα δεν ήταν μια οποιαδήποτε πόλη. Η σπουδαιότητά της βασιζόταν στη μοναδική της θέση που εξασφάλιζε την επικοινωνία με την Άπω Ανατολή, το «δρόμο του μεταξιού» και αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από τις συχνές αναφορές της σε κείμενα περιηγητών. Σύμφωνα με τον φιλέλληνα καθηγητή Άντονι Μπράιερ, τον νέο-απόστολο της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, όπως τον χαρακτήρισε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης, μεταξύ 1200 και 1860 ο αριθμός των περιηγητικών κειμένων που την αφορούσαν έφταναν στα εκατό.
Ο Théophile Deyrolle φτάνει στα τέλη του μήνα Φλεβάρη στην Τραπεζούντα και εντυπωσιάζεται.
Εκείνον τον καιρό τέσσερις ατμοπλοϊκές εταιρείες πραγματοποιούν εβδομαδιαία δρομολόγια, φέρνοντας μαζί με τους ταξιδιώτες τους την ευρωπαϊκή κουλτούρα σε μια κοινωνία με ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Η αποβίβαση στο λιμάνι της Τραπεζούντας όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής είχε κάτι το ειδυλλιακό. Ο όρμος ήταν ρηχός και γι’ αυτόν τον λόγο τα μεγάλα πλοία αγκυροβολούσαν στα βαθιά και έτσι οι επιβάτες τους αναγκάζονταν να επιβιβαστούν σε καΐκια για να βγουν στη στεριά. Όταν ο μικρός κυματοθραύστης φτιαγμένος από ξύλα και πέτρες γέμιζε με εμπορεύματα, θέλοντας και μη ο επιβάτης του πλοίου σκαρφάλωνε στους ώμους ενός χαμάλη, ο οποίος έμπαινε μέχρι τα γόνατα στο νερό για να τον κουβαλήσει.
Εκείνοι οι χαμάληδες ήταν πολύ δυνατοί και δικαιώνουν κατά τον Deyrolle την παρομοίωση «δυνατός σαν Τούρκος». «Είδα με τα μάτια μου έναν από δαύτους να φορτώνεται με την βοήθεια δύο άλλων συντρόφων του, ένα βαρέλι κρασί ή ένα σακί με τρακόσια κιλά ζάχαρη και να ανεβαίνει με αυτό την ανηφόρα που ξεκινάει από το λιμάνι και καταλήγει στο Γκιαούρ Μεϊντάν. Είναι μια ανηφορική διαδρομή σαν αυτήν της Μονμάρτης», περιγράφει έκπληκτος ο Γάλλος περιηγητής έχοντας σημείο αναφοράς και σύγκρισης τον περίφημο λόφο της Μονμάρτης που μετέπειτα το 1914 υψώθηκε ο μεγάλος ναός «Σακρέ Κερ – Ιερά Καρδία» των Παρισίων. Το Γκιαούρ Μεϊντάν δεν είναι κάτι άλλο από την «Πλατεία των Απίστων» των ελληνορθόδοξων δηλαδή, που ονομάστηκε έτσι από τους Τούρκους όταν εκεί στην Πλατεία Ιπποδρομίου –όπως κανονικά λεγόταν από τα βυζαντινά χρόνια πριν πατήσουν το πόδι τους οι αιμοβόροι κατακτητές–, έγινε η σφαγή των Μάτσκαλήδων από τους Οθωμανούς το 1461.
Το τελωνείο, όπως διαπιστώνει ο περιηγητής, ήταν αρκετά «ελαστικό» για κάποιον που έδινε «μπαξίσι», οι Τούρκοι τελωνειακοί όπως άλλωστε και οι τελωνειακοί στην Αμερική και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, δεν έμεναν ασυγκίνητοι μπροστά στη δελεαστική θέα του φιλοδωρήματος.
Ωστόσο τη μεγαλύτερη εντύπωση του την προκάλεσε η θέα της ακτής του λιμανιού της Τραπεζούντας όπου λογής-λογής πλεούμενα, βάρκες, σαντάλια, καΐκια, μαούνες, ήταν σηκωμένα με βαρούλκα στην σειρά το ένα δίπλα στο άλλο όπως ακριβώς δίπλα-δίπλα παρατεταγμένα ήταν τα πλοία των Ελλήνων στα παράλια της Τροίας στην αρχαιότητα. Οι κυρτές πλώρες και πρύμνες αλλά και οι στρογγυλεμένες πλευρές, θύμιζαν τα ελληνικά εκείνα πλοία που ήταν ζωγραφισμένα στα ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αρχαιοελληνικά αγγεία.
Τέτοια αγγεία αλλά και άλλες αρχαιολογικές μαρτυρίες, κοσμούσαν ιδιωτικές συλλογές και αργότερα συλλογές μουσείων στην Ευρώπη, αφού τον 18ο αι., πλήθος ευρωπαίων περιηγητών κατά τη διάρκεια του Grand Tour όπως ονόμαζαν την περιήγησή τους σε χώρες με ενδιαφέρουσες αρχαιότητες, κατόπιν συνεννόησης με τις εύκολα εξαγοράσιμες οθωμανικές Αρχές, αποσπούσαν αντικείμενα ανυπολόγιστης αξίας και τα μετέφεραν μακριά από τις κοιτίδες τους.
Το ψάρεμα του γαύρου στον Εύξεινο Πόντο
Οι θαλασσινοί ήταν αρκετοί στην Τραπεζούντα, μας λέει ο Deyrolle. Εκτός από τα κοντινά δρομολόγια ασχολούνταν με την αλιεία ενός είδους γαύρου που ονομάζεται από τους Τούρκους χαμψί. Εδώ ο Γάλλος ταξιδιώτης αναφέρεται στα γνωστά μας χαψία, στα ψάρια που έθρεφαν τους προγόνους μας στον Πόντο.
Σύμφωνα με τον Καυκάσιο γεωπόνο Βασίλη Ιωαννίδη από το Κιλκίς, τα χαψία στον Πόντο δεν είναι ο γαύρος που τρώμε στην Ελλάδα.
Πρόκειται για το είδος Engraulis encrasicolus ponticus ή γαύρος της θάλασσας του Αζόφ, που ονομάζεται στη δημώδη ονομασία του Hamsa και αποτελεί ποικιλία γαύρου.
Για τους κατοίκους της Τραπεζούντας το ψάρι αυτό είναι συνυφασμένο με την πόλη τους.
Ακόμα κι εάν βρίσκονται μακριά ρωτούν εάν η ψαριά ήταν καλή. Οι ψαράδες του γαύρου έφτιαχναν στην πρύμνη της βάρκας τους μια θράκα από κούτσουρα πεύκου σε μια σιδερένια σχάρα. Οι γαύροι κατά κοπάδια προσελκύονταν από τη λάμψη της φλόγας και έπεφταν μέσα στα δίχτυα (κάτι σαν το σύγχρονο πυροφάνι). Πιανόντουσαν κατά χιλιάδες και τρώγονταν ακόμα και ωμοί αλλά και παστοί. Λόγω των μεγάλων ποσοτήτων που συνήθως αλιεύονταν ήταν φτηνοί στην πώληση και αποτελούσαν ποιοτική τροφή των φτωχών, στοιβάζονταν σε μάλλινους σάκους και ταξίδευαν και σε άλλες περιοχές για να πωληθούν. Στον Εύξεινο Πόντο ψαρεύονταν κι άλλα ψάρια κατώτερης όμως ποιότητας, μικρά και άνοστα, καθώς τα νερά της Μαύρης Θάλασσας δεν είναι ιδιαίτερα αλμυρά.
Αλεξία Ιωαννίδου
⇒Με πληροφορίες από το βιβλίο Ταξίδι στον Πόντο και στην Αρμενία του Théophile Deyrolle.