Ήταν μια συνέντευξη-εξομολόγηση από μια γυναίκα που ήθελε να μιλήσει και να τα πει όλα. Δεν ήθελε να κρατήσει μυστικά. Ήθελε να απαλλαχθεί από το βάρος. Για αυτό και η συνέντευξη της Σεβάς Χανούμ στον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά, το 1983, ήταν από τις συγκλονιστικές που έδωσε ποτέ.
Τα όσα είπε τότε θα έχει την ευκαιρία να τα δει το κοινό της Θεσσαλονίκης, από την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου, στις 21:00, στο Θέατρο Αυλαία, σε μια παράσταση που φέρει τη σκηνοθετική σφραγίδα του Κωνσταντίνου Ρήγου και με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Κωνσταντίνα Μιχαήλ.
«Είναι μία προσωπικότητα της εποχής του ’50-’60 του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, η οποία όμως ως όνομα ήταν δυστυχώς λησμονημένη. Και αυτό επειδή δεν φωνογράφισε –όπως λέγανε τότε– τραγούδια και δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη πορεία στη δισκογραφία. Δεν έγινε δηλαδή μια Καίτη Γκρέη, μια Μαρίκα Νίνου, μια Σωτηρία Μπέλλου, μια Πόλυ Πάνου, παρόλο που και τραγούδησε μαζί τους και ήταν φίλη τουλάχιστον με τις δύο τελευταίες», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Κωνσταντίνα Μιχαήλ, που υποδύεται τη Σεβάς Χανούμ σε αυτόν τον ρόλο ζωής.
Στην ίδια «σύστησε» τη Σεβάς Χανούμ ο Γιώργος Χρονάς, ο οποίος το υλικό της ηχογράφησης που συγκέντρωσε στο κασετοφωνάκι του, εκτός από τη ραδιοφωνική μετάδοσή του, το έκανε μονόπρακτο έργο, το οποίο ακολούθως ο Κωνσταντίνος Ρήγος «μεταμόρφωσε» σε θεατρική παράσταση. «Όταν λοιπόν εγώ ανακάλυψα το όνομα αυτό μέσω του Χρονά, αποφάσισα να το κάνω για να δείξω και να αναδείξω κυρίως εκείνη την εποχή, την ακμή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και όλων των φιρμών που ξέρουμε ακόμα σήμερα», σημειώνει η Κωνσταντίνα Μιχαήλ.
Το πραγματικό όνομα της «τσαούσας, αμαζόνας, Ποντίας από τη Σαμψούντα» -όπως συστηνόταν η ίδια με καμάρι, ήταν Σεβαστή Παπαδοπούλου, όμως Σεβάς Χανούμ τη «βάφτισε» ο Τζίμης ο Χονδρός, ένας μεγάλος επιχειρηματίας νυχτερινού μαγαζιού, γιατί ήθελε ένα όνομα να ταιριάζει με τα ανατολίτικα τραγούδια που τραγουδούσε. «Γενικότερα ήταν μία συγκλονιστική τραγουδίστρια, που έκανε πολύ έντονη ζωή, με πολλά πάθη, λάθη αλλά και πολύ ενδιαφέρον. Κατέβηκε στην Αθήνα μικρό κορίτσι, 19 χρονών, σχεδόν απένταρη, με κάποια λίγα χρήματα που πήρε από τη μάνα της και κατάφερε με τον τσαμπουκά και το ταλέντο της να μπει ανάμεσα στις μεγάλες φίρμες στις πίστες, που ήταν κυρίως ανδροκρατούμενες», αναφέρει η Κωνσταντίνα Μιχαήλ. «Τότε οι άντρες κοιτούσαν τις γυναίκες με μισό μάτι, όμως ήταν η εποχή που άνθιζε το λαϊκό τραγούδι, που σήκωνε στις πλάτες του μία Ελλάδα που έβγαινε από τον πόλεμο και τότε τα ρεμπέτικα από …αδέσποτα, γίνανε τραγούδια του κόσμου όλου, οι πίστες έγιναν μεγάλες και άρχισαν να προσελκύουν όλο τον καλό κόσμο, πνευματικούς ανθρώπους, εφοπλιστές, πλουσίους…», προσθέτει.
Η Σεβάς Χανούμ όμως, αν και άντεξε στον ανταγωνισμό και κατάφερε να επιβιώσει, όπως σημειώνει η ηθοποιός, είχε περισσότερο στο νου της να διασκεδάσει, να τραγουδήσει, να ανθίσει μέσα από αυτό, παρά να κάνει δισκογραφία. Μετά από μία πολύ μεγάλη πορεία στις πίστες σε Ελλάδα και εξωτερικό, κατέληξε να πεθάνει το 1990 σε ηλικία μόλις 59 ετών, μόνη, ξεχασμένη και άπορη στο πατρικό της στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης.
Μια διαφορετική εκδοχή της παράστασης που ανέβηκε πριν από 12 χρόνια
Το έργο του Γιώργου Χρονά, αποφάσισαν να παρουσιάσουν οι συντελεστές της παράστασης για να δώσουν στην τραγουδίστρια τη θέση που της άξιζε, δεδομένου ότι είχε προσφέρει πολλά στον κόσμο και είχε εισπράξει πολύ θαυμασμό. Το πρώτο τους εγχείρημα έγινε πριν από δώδεκα χρόνια στην Αθήνα, όπου το κοινό ενθουσιάστηκε από την ερμηνεία της Κωνσταντίνας Μιχαήλ και την παράσταση παρακολούθησαν συγγενείς και φίλοι πολλών καλλιτεχνών που αναφέρονται. «Φέτος λοιπόν αποφασίσαμε να κάνουμε ένα …reload, μία επαναπροβολή της φιγούρας αυτής στη σκηνή, σε μία πολύ διαφορετική εκδοχή από την πρώτη», επισημαίνει η πρωταγωνίστρια.
Τονίζει ότι σε σχέση με τότε, το υλικό που κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο σχετικά με τη Σεβάς Χανούμ, είναι πολύ περισσότερο. «Αυτό σημαίνει ότι φωτίστηκε αυτή η εποχή και αυτή η προσωπικότητα, κάτι που ήταν και ο δικός μας στόχος, να τη μάθει ο κόσμος ή να την ξαναθυμηθεί» λέει η ηθοποιός.
Μέσα από την παράσταση λοιπόν, σκιαγραφείται μια εποχή που ήταν γεμάτη από τραγούδια, πόνο, δάκρυα, αλλά και χαρά, γλέντι και πάθος για το τραγούδι, τους στίχους, τη μουσική, τους μεγάλους ερμηνευτές και τα μπουζούκια. «Γνωρίζουμε πάρα πολλά πράγματα μέσα από τις αφηγήσεις της ζωής της Σεβάς και από την πορεία της και για την ίδια και για το χώρο», αναφέρει.
Από την παράσταση δεν θα μπορούσαν να λείπουν κάποια από τα τραγούδια που ερμήνευσε, όπως «Το φτωχοκάλυβο», που της έγραψε ο Χιώτης, που όμως δίνονται στο κοινό με μία σύγχρονη εκδοχή τους. «Αυτό γιατί τον δημοσιογράφο που της παίρνει τη συνέντευξη, τον υποδύεται ένας νεαρός μουσικός και τραγουδιστής, ο Ιάσονας Χρόνης, ο οποίος αποδίδει τα τραγούδια της –και ένα του Καζαντζίδη– στην ηλεκτρική κιθάρα, σε κάτι πιο φρέσκο, σαν remix, για να περάσει και στις καινούριες γενιές», εξηγεί.
Όσο για την ίδια, όπως λέει, νιώθει να κυριεύεται από το …φάντασμα της Σεβάς Χανούμ κατά τη διάρκεια της παράστασης και μέσα σε 75 λεπτά, καταφέρνει να αφηγηθεί όλη τη ζωή της.
Το γεγονός ότι αναφέρεται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, κάνει την ευθύνη της ακόμα μεγαλύτερη. «Ένας ηθοποιός πρέπει να καταλάβει το χαρακτήρα που θα υποδυθεί. Πρέπει να βρει τα καλά και τα κακά του, να ανακαλύψει τα βήματά του, το πώς το πάλεψε στη ζωή. Επίσης, εκ των πραγμάτων αναγκάζεσαι και να αγαπήσεις και να μισήσεις το πρόσωπο που πας να υποδυθείς, για να μπορέσεις να το κάνεις πολύπλευρο. Όπως κι εμείς στον εαυτό μας βλέπουμε πράγματα που δεν τα χωνεύουμε καθόλου. Το ίδιο παθαίνεις και με τον χαρακτήρα που παίρνεις τα χέρια σου», εξηγεί.
⇒Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Βαρβάρα Καζαντζίδου.