1954. Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι 49 χρονών και σε μια πολύ δημιουργική φάση της καριέρας του. Αλλά οι γιατροί του είναι κατηγορηματικοί: έχει βαριά αρθρίτιδα. Η πρώτη (και φυσιολογική) αντίδραση είναι να σταματήσει να παίζει. Όταν, λίγο αργότερα αποφασίζει να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον έχουν ξεχάσει.
Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρεί «ξεπερασμένο» και δεν τον παίρνει κανένας σε μαγαζί.
Κάποιοι χρησιμοποιούν ως πρόφαση το πρόβλημα της υγείας του. Που ναι μεν υπάρχει θέμα, αλλά ο ίδιος ο δημιουργός έχει καταφέρει να το ξεπεράσει.
Στα τέλη των ’50s λοιπόν ο Βαμβακάρης βιώνει τη σκληρή αλήθεια του χώρου του (και όχι μόνο): Σήμερα είσαι πρώτος, αύριο βγαίνει κάτι νέο και ξεχνιέσαι. Ασχέτως τι θα μείνει στο μέλλον.
Έτσι, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας ζει ίσως τα χειρότερα χρόνια της καριέρας του. Η… σωτηρία θα έρθει με τη μορφή του Βασίλη Τσιτσάνη.
H δεύτερη καριέρα
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οπότε μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη η δισκογραφική εταιρεία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούργια τραγούδια του Βαμβακάρη, ερμηνευμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Μόνο που οι κακουχίες, οι στεναχώριες και η ηλικία δεν τον αφήνουν να την χαρεί. «Φεύγει» σαν σήμερα, το 1972, σε ηλικία 67 ετών, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια, λόγω της νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης.
Όταν ο Μάρκος πέθανε, ο Βασίλης Τσιτσάνης είπε: «Ο ξαφνικός του θάνατος μας λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Όμως ποτέ δεν θα φύγει από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζονται, να τραγουδιούνται και να χορεύονται. Όσο “βαριά” ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφρό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζει».
Το παιδί από την Άνω Σύρα
«Γεννήθηκα στην Άνω Χώρα της Σύρας και από μικρό παιδί γνώρισα τη βιοπάλη. Δεκάδες οι δουλειές που έκανα. Τις λέω και σ’ ένα τραγούδι μου που αρχίζει έτσι: Όλες τις τέχνες που ‘καμα / ακούστε που τις λέγω / Τις γράφω και σα θυμηθώ/ μου ‘ρχεται για να κλαίγω» είχε πει σε συνέντευξή του ο Βαμβακάρης.
Στο νησί δουλεύει σε κλωστήριο και μπακάλικο, γίνεται εφημεριδοπώλης, λούστρος, κοράκι σε κηδείες, μανάβης και λαχειοπώλης.
Και συνέχισε τη διήγηση της σκληρής ζωής του: «Το 1917 ήλθα στον Πειραιά και έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλίκα στην πλάτη και φορτωνόμαστε πάνω από 140 οκάδες [σ.σ. 179 κιλά] ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα.
»Μετά απ’ αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχτηκα στο χαμαλίκι. Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτεί τότε μια γυναίκα. Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντηξα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που την λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης».
Από τα σφαγεία στα στούντιο
Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα (όπως λένε στη Σύρο την τσαμπούνα), ενώ από μικρή ηλικία ο Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια.
Ο ίδιος θυμόταν: «Από μικρός έγραφα ποιήματα και παρακολουθούσα τον πατέρα μου που έπαιζε μπουζούκι, αλλά δεν με μάθαινε. Στο στρατό έμαθα μόνος μου μπαγλαμά κι ύστερα μπουζούκι. Άρχισα να γράφω τραγούδια που τα προόριζα για να τα τραγουδήσουν άλλοι. Το 1934 πήγα για πρώτη φορά τα τραγούδια μου στην Columbia. Τους άρεσαν και μ’ έπεισαν να τα τραγουδήσω. Τo πρώτο τραγούδι μου σε δίσκο ήταν το “Έπρεπε να ‘ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μου”».
Την επόμενη χρονιά, το 1935 δηλαδή, γράφει το πιο γνωστό του τραγούδι, τη «Φραγκοσυριανή», που όμως έγινε τεράστια επιτυχία στη… β’ καριέρα που λέγαμε πιο πάνω, με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η έμπνευση ήταν μια κοπέλα που έβλεπε σχεδόν κάθε βράδυ σε ένα μαγαζί όπου έπαιζε εκείνο το καλοκαίρι στο νησί του. Δεν έμαθε ποτέ το όνομά της, δεν έμαθε ποτέ εκείνη ότι ήταν η μούσα του.
Ο δεύτερος γάμος και ο αφορισμός
Ο Βαμβακάρης βαφτίζεται καθολικός· άλλωστε η Σύρος είναι το νησί με τους περισσότερους καθολικούς στην Ελλάδα. Το 1941 πεθαίνει ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύεται με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ.
Για το γεγονός αυτό αφορίζεται από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των καθολικών.
Ξέχωρα από το παραπάνω περιστατικό, οι κάτοικοι του νησιού τον λατρεύουν σαν θεό και βλέπουν στο πρόσωπό του έναν λαϊκό ήρωα. Και δικαιολογημένα.
Σπύρος Δευτεραίος