«Την 7.30 εσπερινήν χθες, εις την μεγάλην αίθουσαν του υπουργείου των Εξωτερικών υπεγράφη υπό των δύο αντιπροσωπειών το πρακτικόν και τα συνημμένα πρωτόκολλα της ελθούσης συμφωνίας. Η υπογραφή έγινεν επί παρουσία των Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. […] Η κυβερνητική αντιπροσωπεία εξεδήλωσε κατά την σύσκεψιν ταύτην την σταθεράν θέλησιν της Κυβερνήσεως όπως άνευ νέας αιματοχυσίας τερματίση την θλιβεράν εσωτερικήν κρίσιν, αποκαταστήση την ενότητα του Κράτους και επαναφέρη την εσωτερικήν ειρήνην και την πολιτικήν ομαλότητα. […] Κατά την διάσκεψιν διεπιστώθη πλήρης συμφωνία αντιλήψεων της αντιπροσωπείας του Ε.Α.Μ. […]».
Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα του πρωτοσέλιδου ρεπορτάζ της εφημερίδας Καθημερινή για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Πρόκειται για την επικύρωση της ανακωχής της 11ης Ιανουαρίου που ακολούθησε τα Δεκεμβριανά, τη στρατιωτική σύρραξη του ΚΚΕ με τους συνασπισμένους αντιπάλους του, η οποία έληξε με τη συντριπτική ήττα των κομμουνιστών στη Μάχη της Αθήνας.
Το κείμενο που συνυπέγραψαν η κυβέρνηση Πλαστήρα (υπό το… αγγλικό βλέμμα) και το ΕΑΜ ουσιαστικά καθόριζε τους όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς – η Ιστορία απέδειξε το αντίθετο, καθώς η Ελλάδα οδηγήθηκε σε νέο εμφύλιο και μια καχεκτική δημοκρατία.
Στα 9 άρθρα της συνθήκης προβλεπόταν:
• Η δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις ατομικές ελευθερίες.
• Η άρση του στρατιωτικού νόμου.
• Η αμνήστευση των πολιτικών (και όχι των κοινών) αδικημάτων που έγιναν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
• Η πλήρης απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ.
• Η δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού.
• Η αποστράτευση και ο πλήρης αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
• Η εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών.
• Η εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας.
• Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και εκλογών με τη συμμετοχή διεθνών παρατηρητών.
Σύμφωνα με τον Στάθη Καλύβα (σε παλαιότερο άρθρο του στην Καθημερινή), οι ιστορικοί επανειλημμένα επιστρέφουν στο ερώτημα εάν ο εμφύλιος του 1946-49 ήταν αναπόφευκτος ή αν η Συμφωνία της Βάρκιζας υπήρξε πράγματι μια χαμένη ευκαιρία για ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον.
Μετά τα Δεκεμβριανά (αποτέλεσαν τη δεύτερη φάση εμφυλίου που ξεκίνησε το 1943 και καθόρισε τη μεταπολεμική Ελλάδα), ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν με το ΚΚΕ εκτός κυβέρνησης και υποχρεωμένο να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό τον ΕΛΑΣ – τμήματα του υπό τον Άρη Βελουχιώτη κατέφυγαν στα βουνά και αρνήθηκαν τον αφοπλισμό. Αυτή ήταν η πρώτη καταστρατήγηση της συμφωνίας· εκτιμάται ότι κρύφτηκε οπλισμός για 30.000 στρατό.
Από την άλλη το κράτος ανέχτηκε, και ενίοτε ενορχήστρωσε, απηνείς διώξεις εναντίον οπαδών του ΚΚΕ.
Η εκτίμηση του Στάθη Καλύβα είναι ότι ο κύριος λόγος που κατέρρευσε η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι η αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων για την τήρηση των συμφωνηθέντων, παρά το γεγονός ότι δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άρα είχε την ισχύ νόμου.
Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού σημειώνει: «H προοπτική στρατιωτικής ενίσχυσης της βρετανικής παρουσίας στην Ελλάδα αποτέλεσε έναν πρόσθετο λόγο για την απόφαση του ΕΛΑΣ να επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις και να αποδεχθεί μια νέα συμβιβαστική λύση.[…]
»Ταυτόχρονα, ένα ακόμα πάγιο αίτημα της ηγεσίας του ΕΛΑΣ που είχε παραμεληθεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου γινόταν αποδεκτό: η σύλληψη και τιμωρία όσων είχαν συμμετάσχει στα Τάγματα Ασφαλείας ή είχαν συνεργαστεί κατ’ οποιονδήποτε τρόπο με τις δυνάμεις κατοχής και τις ψευδοκυβερνήσεις της περιόδου 1941-1944. Ο όρος αυτός είχε μεγάλη σημασία κυρίως για τη σύσταση των δυνάμεων της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων, αφού ο ΕΛΑΣ εξακολουθούσε να υποστηρίζει πως στις τάξεις τους υπήρχε μεγάλος αριθμός συνεργατών των Αρχών κατοχής.
»Όσο για το πολιτειακό ζήτημα, οι τριβές που είχαν προκληθεί κατά τη διάρκεια του 1944, με αφετηρία την άρνηση του βασιλιά να αποδεχτεί τον όρο του δημοψηφίσματος και την ενθάρρυνση της βρετανικής κυβέρνησης να τηρήσει αδιάλλακτη στάση, έδειχναν να απομακρύνονται με την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Η τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού ως αντιβασιλέα βρήκε σύμφωνη τόσο την ελληνική όσο και τη βρετανική κυβέρνηση, με σκοπό την εποπτεία του δημοψηφίσματος για την επιστροφή ή μη του Γεωργίου Β’. Η πορεία προς την πολιτειακή εξομάλυνση εμπεριείχε και την υπόσχεση διεξαγωγής τίμιων εκλογών το 1946».