Με όχημα τη σμυρνέικη διάλεκτο, στο έργο του Λαογραφικά Β – Τα σινάφια τση Σμύρνης, ο γιατρός και συγγραφέας Δημήτριος Αρχιγένης (1900-1987), μάς διηγείται μια άγνωστη ιστορία από την παιδική ηλικία του Αριστοτέλη Ωνάση, ενός από τους διασημότερους κροίσους του 20ού αιώνα.
≈
Στα προάστια τση Σμύρνης είδε περβόγια (περιβόλια) με μουριές, μυγδαλιές και τζανεριές. Τζανεριά στη Σμύρνη, ηλέανε την κορομηλιά και τζάνερα τα κορόμηλα, απ’την τούρκικια λέξη τζάν-εριγή=κορόμηλο.
Τα τζάνερα λοιπόν, ησυνηθίζαμε να τα τρώμε άγγουρα, στυφόξινα, προτού να καμωθούνε και να μαλακώσουνε. Και τα στυφόξινα ήταν ο καλύτερος μεζές τω μπεκρήδωνε, ματζί με το ρακί τως.
Οι μανάδες όμως, τα μαλώνανε τα παιδιά τως, να μη τα τρώνε για θα χαλάσουν το στομάχι τως.
Και ηλέανε πως άμα τα τρώανε, θα ηαρρωστούσανε, τάχατις, από παραξυσμό (παροξυσμό). Έτσι ηλέαμε την ελονοσία.
Ας έρχομε τώρα, σε ένα περιστατικό, με κλέψιμο τζανεριώνε από αγόρια που μας εξιστορούσε ο Φατσέας όπου βρέθηκε πρόσφυγας στον Περισσό στη Νέα Ιωνία. Το περιστατικό έγινε στο Καρατάσι, προάστιο δίπλα στη Σμύρνη, που ηβρισκούντανε πιο απάνου από ένανε απότομο βράχο, συνέχεια του όρους Πάγο όπου απλώνεται ο Απάνω Μαχαλάς τση Σμύρνης.
Οι Τούρκοι το ελέανε Καρατάς= μαύρος βράχος, ενώ εμείς το ονοματίζαμε Μελαντία.
Ακούστε λοιπόν τι μας είπε ο Φατσέας.
Μικρός ηκαθούντανε στο Καρατάσι και στο 1910 ηπάαινε στο Δημοτικό σκογιό τσ’ Αγιάς Παρασκευής (εκκλησίας του προαστείου), ματζί με τον Αριστοτέλη τον Ωνάση και τον Χρήστο τον Σολομωνίδη.
Ένα μεσημέρι, που ησκολούσανε απ’ το σκογιό (σχολείο), εκείνος ματζί με τον Σολομωνίδη και τον Ωνάση, ηπήρανε το δρόμο για να παν εκεί πού ‘χε τζανεριές και να κλέψουνε τζάνερα. Αφού λοιπόν ηπεράσαμε τα Τρία Γκιόλια (Τρεις Λίμνες) και τα δύο νεκροταφεία Καταντασιού και Καραντίνας, ηφτάξανε στα Κερχανατζήδικα (Κεραμοπλαστεία) τα απάνω στο βουνό, τον Πάγο. Κ’ ύστερις, ηφτάσανε ωσαμ’ τσι Κάμαρες (αρχαία ιωνικά υδραγωγεία) κι ώσαμ’ την Παράδεισο, μικρό χωριό τση Σμύρνης.
Ηξέρανε πως σ’ ούλο το δρόμο που ηπαίρνανε, είχε πρεβόγια (περιβόλια) με τζάνερα. Ημπαίνανε, κόβανε και γέμιζαν τσοι φυλάγκοι τως (σάκες για τα βιβλία τους) και τις τσέπες τως. Ηδαγκάνανε μήπως κατέβει λίγο σάγιο που ηδιψούσανε απ’ την κούραση του δρόμου.
Μετά οι Ωνάσης και Σολομωνίδης μεγαλουργήσανε.
Ο Σολομωνίδης ησπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και ύστερις ήκανε και Υπουργός Παιδείας και ήγραψε πολλά βιβλία για τη Σμύρνη. Ο πατέρας του ηβαστούσε από την Καισάρεια και στη Σμύρνη είχε ένα καλό τυπογραφείο, όπου ήβγαζε και τη σπουδαία εφημερίδα τση Σμύρνης Αμάλθεια.
Ο δε Αριστοτέλης Ωνάσης, με το σμυρνέικο δαιμόνιο και το δημιουργικό του πνεύμα, ημεγαλούργησε κι εγήνηκε ο μεγαλύτερος εφοπλιστής και δημιούργησε την Ολυμπιακή Αεροπορία.
Ο πατέρας του ο Αλέξανδρος ηβαστούσε από τη Μουταλάσκη, μια πόλη ένα χιλιόμετρο απ’την Καισάρεια, που οι Τούρκοι την έλεαν Ταλάς. Εκεί ήτανε και ο Μαχαλάς των Ωνάσηδων (Ωνάς μαχαλέσι), που ηκαθούντανε όλο το συγγενολόι των Ωνάσηδων.
Ο παπούς του, ηλεούντανε Ωνάσογλου (τουρκ. Ωνάση γιός), σα να πούμε Ωνασίδης. Εκείνος όμως το παράνομά του το’ καμε ΩΝΑΣΗΣ. Η λέξη ΩΝΑΣ είναι τούρκικια και προέρχεται απ’το ρήμα ονμάκ, που θα πει βελτιώνομαι. Φαίν’ται, λοιπόν, πως ο πρόγονος του σογιού, που πρώτος ηπήρε το παράνομα αυτό, ήτανε προοδευτικός και δραστήριος.
Σχετικά με τη διεθνή αναγνώρισή του και το μίσος των Ιταλώνε για το μεγαλούργημά του, αναφέρω και το παρακάτω περιστατικό.
Σαν ζωγράφος που είμαι εκτός από ιατρός, πήρα μέρος στην «Τέταρτη Διεθνή Έκθεση Ζωγραφικής των Ιατρών-Καλλιτεχνών», που ‘χε γενεί στο Μέγαρο που βρίσκεται στο Πάρκο Βαλεντίνο, στο Τουρίνο (Τορίνο) τση Ιταλίας, 3-15 Ιουνίου του 1961. Και παρουσίαζα 6 έγχρωμοι ελαιογραφικοί πίνακές μου. Εκεί λοιπόν, στο μπαρ, συναντήθηκα με Ιταλοί γιατροί, που κι αυτοί είχανε εκθέσει πίνακές τως.
Και τότες ο διπλανός μου, ο Ιταλός γιατρός, που είχε μάθει, από πριν, πως είμαι Έλληνας, μου ‘ριξε μια βλοσυρή ματιά και μου λέει στα ιταλικά: «Εσείς, με τον Ωνάση σας, που έχετε ξεπαστεί». Κι εγώ του λέω στα ιταλικά: «Γιατί μου μιλάτε έτσι; Εγώ ηεκτίμησα την έκθεσή σας και ήφερα τσοι πίνακές μου να εκθέσω».
Κι εκείνος με μίσος μου απάντησε και μου είπε το λατινικό στίχο του Ρωμαίου ποιητή Βιργίλιου (που τονε είχε γράψει στο βιβλίο του, την Αινειάδα): TIMEO DANAOS ET DONA FERENTES, που θα πει, Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας. (Εκδήλωση του μίσους, για την ήττα που ‘χανε πάθει στο Αλβανικό μέτωπο από τον ελληνικό στρατό το 1940-1941). Και, καλά, πως οι Έλληνες φέρνομαι δώρα για να σκεπάσωμε την υποκριτική πονηριά μας.
Νίκος Καραμπουρνιώτης
•Από το αρχείο του Συνδέσμου Μικρασιατών Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου «Ρίζες».