Ο Χατζηπρόδρομος Πετρίδης γεννήθηκε στην κωμόπολη Γκέλβερι (Καρβάλη, στα αρχαία Ναζιανζός), η οποία βρισκόταν νοτιοανατολικά του Άκσεραϊ. Το Γκέλβερι είχε στα 1924 Έλληνες τουρκόφωνους και Τούρκους κατοίκους, και εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Ικονίου. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με πολλά ελληνικά και τουρκικά χωριά.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Τις μέρες της Ανταλλαγής ήμουνα στο Άκσεραϊ. Έκαμα συμφωνία με τη δημαρχία του Γκέλβερι1 να αναλάβω εγώ τη μεταφορά των κιβωτίων με τα πράγματα της εκκλησίας και τα δέματα του κόσμου. Συμφωνήσαμε να παίρνω 10 γρόσια την οκά ως το Έρεγλι.2
Από τα τουρκικά χωριά κοντά στο Άκσεραϊ βρήκα εβδομήντα καμήλες· επίσης και τριάντα κάρα. Στις καμήλες φορτώσαμε τα πράγματα του κόσμου, επίσης και από δύο άτομα. Στα κάρα, στο καθένα κάθονταν από πέντε άτομα με 25-30 οκάδες βάρος ο καθένας (σε δέματα). Τα πράγματα της εκκλησίας ήταν σαράντα πέντε κιβώτια.
Από το Έρεγλι μπήκαμε στο τρένο για να πάμε στη Μερσίνα. Μερικοί πήγαν από το Έρεγλι με το τρένο στην Πόλη. Είχαν συγγενείς εκεί και είχαν φροντίσει να τους πάρουν κοντά τους. Είχε έρθει κατάσταση με τα ονόματα αυτών που θα πήγαιναν στην Πόλη. Το τρένο φάνηκε παράξενο στις γυναίκες. Όταν ξεκίνησε, έλεγαν αυτές: «Το τρένο περπατάει ή τα σπίτια περπατούν;». Στο Γένιτζε κατεβήκαμε και αλλάξαμε τρένο· ήρθε και μας πήρε το τρένο των Αδάνων. Εκεί μας έκλεψαν Τούρκοι πρόσφυγες.
Στη Μερσίνα μείναμε στο Σατιρίν χάνι, ένα τεράστιο χάνι με διακόσια τριακόσια δωμάτια κοντά στην παραλία. Ένα μήνα μείναμε εκεί.
Φύγαμε με τούρκικο βαπόρι. Έφερε από τη Θεσσαλονίκη Τούρκους πρόσφυγες και ήρθε να μας πάρει. Εμείς οι Γκελβεριώτες, η παρτίδα μας δηλαδή, ήμασταν πεντακόσιες ψυχές. Μας πήρε 500 λίρες ναύλα. Ήταν και από άλλα μέρη.
Στο δρόμο, στ’ ανοιχτά της Σκύρου, έσκασε το καζάνι του βαποριού. Δευτέρα Παρουσία έγινε. Φώναζαν όλοι. Πέσαμε μπρούμυτα και παρακαλούσαμε το Θεό να μας σώσει.
Το βαπόρι έμεινε ακυβέρνητο. Κατέβασαν τις βάρκες για να μπει ο κόσμος μέρα. Ένας ναύτης βούλωσε το καζάνι με ξύλο. Πήρε το βαπόρι νερό από τη θάλασσα και συνέχισε το ταξίδι του. Μαζί μας ήταν το λείψανο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Αυτός μας έσωσε.
Από τη Μερσίνα ως το Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης κάναμε τέσσερις ημέρες. Στο Καραμπουρνού μείναμε δεκαέξι μέρες στην καραντίνα. Σε τσαντίρια μείναμε. Απ’ εκεί με φορτηγά αυτοκίνητα πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Και από τη Θεσσαλονίκη, με βαπόρι του Παλιού, στην Καβάλα.