Όταν ήταν κοριτσάκι, μια μέρα, ένα φτωχό παιδάκι χτύπησε την πόρτα τους ζητώντας φαΐ. Του έδωσε κάτι και δακρυσμένη ρώτησε τη μάνα της, «Γιατί αυτό παιδάκι δεν έχει να φάει; Αυτό το ερώτημα με μάρκαρε και το κρατώ σε όλη μου τη ζωή», έλεγε η Αλέκα Παΐζη.
Η ηθοποιός, το όνομα της οποίας σχεδόν πάντα συνοδεύει ένα επίθετο: Σπουδαία, μεγάλη, αξεπέραστη, αλλά και αγωνίστρια. Που όχι μόνο δεν απαρνήθηκε τις ιδέες της, αλλά πολέμησε για αυτές φτάνοντας να ρισκάρει ακόμα και τη ζωή της. Για τους νεότερους –της μεταπολίτευσης δηλαδή– θεατές ήταν μια ηθοποιός που μπορούσε ακόμα και με τη σιωπή της να βγάλει ερμηνεία.
Υπήρξε ηθοποιός-φετίχ για τους περισσότερους σκηνοθέτες ανεξαρτήτως ρεύματος.
Αν και έκανε λίγα πράγματα στην τηλεόραση και στο εγχώριο σινεμά, έμεινε αξέχαστη. Και όταν μάθαινες την ιστορία της ζωής της, ανεξαρτήτου ιδεολογίας απλά βάραγες προσοχές…
Με τον Ριζοσπάστη στο σπίτι
Η Αλέκα Παΐζη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πατέρας της Κωνσταντίνος ήταν δάσκαλος και καπνέμπορος. Της αγόρασε το πιάνο και ευφραινόταν να παίζει, μέχρι το τέλος της. Από παιδάκι, στην Κρήτη, βλέποντας τους περιοδεύοντες θιάσους, κόλλησε το θεατρικό «μικρόβιο». Κάποια στιγμή ο πατέρας χρεοκόπησε. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό των μεγάλων καπνοβιομηχάνων.
Μετά το Γυμνάσιο η Αλέκα Παΐζη, μόνη και με οικονομικές δυσκολίες –όπως για πολλά χρόνια στη ζωή της– έρχεται στην Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά ακολουθεί το όνειρό της και μπαίνει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Παράλληλα παντρεύεται έναν τραπεζικό υπάλληλο και μένουν στις Τζιτζιφιές (ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο Τίτος Βανδής. Αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, η Αλέκα Παΐζη εντάσσεται σε αυτό, όπως και στο ΚΚΕ. Το ανασυγκροτημένο ΚΚΕ αποφασίζει να επανακυκλοφορήσει τον Ριζοσπάστη.
Σε μια εκδρομή κομμουνιστών και ΕΑΜιτών, η Αλέκα Παΐζη γνωρίζει τον κομμουνιστή δημοσιογράφο Κώστα Καραγιώργη, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα της ζητά –κρυφά από τον άντρα της– να διαθέσει το σπίτι της για την έκδοση του πρώτου παράνομου φύλλου του Ριζοσπάστη. Εκείνη δέχεται.
«Φέρνει ο Καραγιώργης στο σπίτι μου μια μηχανή, χαρτί, στοιχεία και έναν τυπογράφο», θυμόταν σε συνέντευξή της. Και συνέχισε να διηγείται την επεισοδιακή έκδοση «Άρχισε να τυπώνει αλλά όλα έβγαιναν μουντζούρα. Γέμιζα το μπουγαδοκόφινο με τα μουντζουρωμένα χαρτιά και τα ‘καιγα στο τζάκι. Δεν γινόταν τίποτα και οι μέρες περνούσαν. Ο Καραγιώργης φέρνει άλλη μηχανή, με κύλινδρο. Εμένα το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να δω καθαρά τυπωμένο τον Ριζοσπάστη». Και ο παράνομος Ριζοσπάστης τυπώθηκε.
Τυπογραφικά στοιχεία και άλλα υλικά, τοποθετημένα σε βαρέλι, θάφτηκαν στον κήπο. Με μια καταρρακτώδη βροχή, τα θαμμένα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Άρον-άρον το σπίτι εγκαταλείφθηκε και πουλήθηκε «για λίγα τρόφιμα και το πρώτο ενοίκιο ενός σπιτιού στην οδό Φυλής».
Τα μαύρα χρόνια
Σαν αριστούχος απόφοιτος της σχολής, το 1942, προσλαμβάνεται από το Εθνικό Θέατρο και πρωτοεμφανίζεται στην κωμωδία του Γκολντόνι Βεντάλια. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, δυο μέρες πριν από την πρεμιέρα της στο έργο Μίνα φον Μπάρχελμ, λόγω της ΕΑΜικής δράσης της μέσα στο Εθνικό Θέατρο, συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και κρατείται στη Μέρλιν, από όπου σύντομα απελευθερώνεται.
Η ΕΑΜική της δράση συνεχίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου παραμένει μέχρι το 1944. Μετά την απελευθέρωση συμμετέχει στο ΕΑΜικό «Θέατρο του Λαού», στον επίσης ΕΑΜικό θίασο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες».
Τον Αύγουστο του 1949, η Αλέκα Παΐζη συλλαμβάνεται, κρατείται 45 μέρες στη Γενική Ασφάλεια. Η Ασφάλεια ζητά από τη σύζυγο του μεγαλοαξιωματικού της Χωροφυλακής Γ. Ντάκου, γειτόνων της Παΐζη, να την πείσει για δήλωση. Μάταιη η προσπάθεια της Ντάκου. Έπειτα της πρότειναν, τουλάχιστον, να αρθρογραφήσει σε εφημερίδα. «Δεν δημοσιογραφώ. Δεν έχω αυτή την κλίση», απάντησε τελεσίδικα. «Είχα πεισμώσει», έλεγε. «Έλεγα μέσα μου, αυτοί θα λένε να κάνω δήλωση, εγώ θα λέω δεν κάνω. Η αξιοπρέπεια δεν σ’ αφήνει να υποκύψεις. Αυτοί ήταν χυδαίοι κι εγώ θυμωμένη».
Έτσι, μαζί μ’ άλλες αγωνίστριες, εξορίζεται στο Τρίκερι. Εκεί, σε σκηνές βρίσκονται 5.000 γυναίκες. «Σύντομα, αρχίζουν τα καψώνια. Μας παίρνουν τα ράντζα. Επιβάλλουν να κοιμόμαστε στο χώμα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το Μακρονήσι. Έπεσε πολύ… σπήλαιο στους πνεύμονες των γυναικών μ’ αυτό το καψώνι. Από τις 5.000 γυναίκες, μείναμε για το Μακρονήσι περίπου 1.200. Κι απ’ αυτές στο Τρίκερι ξαναγυρίσαμε κάπου 500. Τσακίστηκε ο κόσμος. Στο κολαστήρι της Μακρονήσου πήγαμε με ένα καράβι που μετέφερε ζώα. “Παλιοκουμμούνες θα πεθάνετε”, μας λέγανε. Καψώνι, λιγοστό νερό, αρμυρές σαρδέλες για φαΐ, βούρδουλας, κόλαση».
«Επικίνδυνη γυναίκα»
Η Παΐζη στο Τρίκερι περιλαμβανόταν μεταξύ των «100 πιο επικίνδυνων γυναικών», οι οποίες όταν μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι μπήκαν στο «σύρμα». Μαρτυρικά βιώματα, βασανιστήρια.
Όπως η ίδια είχε διηγηθεί, στο κολαστήρι της Μακρονήσου, μια μέρα ένας αρχιδεσμοφύλακας κραυγάζει: «Δεν μπορούν η Παΐζη, η Καραγιώργη, η Σιάντου, η Μαρκεζίνη να παρασύρουν τόσες άλλες γυναίκες».
Με διαταγή του, οι αλφαμίτες βγάζουν από το σύρμα αυτές τις τέσσερις γυναίκες και χτυπώντας τες με βούρδουλα τις αναγκάζουν να τρέχουν. Ακολουθεί βασανισμός των τεσσάρων γυναικών, αλλά και πολλών άλλων μέσα σε σκηνές. «Ένα μερόνυχτο κράτησε το μεγάλο χτύπημα των γυναικών. Παντού ακούγονταν ουρλιαχτά. Πολλές οι σακατεμένες. Πολλές βρέθηκαν στο νοσοκομείο», είχε πει.
Χτυπημένη τη σέρναν από τη σκηνή στο διοικητήριο, όπου της ζητούσαν μια άλλη μορφή «μετανοίας». ‘Η να παίξει, ή να σκηνοθετήσει, ή να υπογράψει τάχα ως σκηνοθέτρια μια παράσταση, με την οποία το καθεστώς ήθελε να εμφανίσει το κολαστήριο ως «τόπο πολιτισμού και ψυχαγωγίας».
Το επίμονο «όχι» της Παΐζη και στο διοικητήριο συνεπαγόταν κι άλλα βασανιστήρια. Αυτό το μαζικό χτύπημα των γυναικών «ξεσήκωσε διεθνή θόρυβο. Ήρθαν ξένοι δημοσιογράφοι. Οι διοικούντες αναγκάστηκαν να κάνουν ψευτοαλλαγές». Λίγο αργότερα, οι αμετανόητες, όπως η Παΐζη, μεταφέρθηκαν πάλι στο Τρίκερι.
Το φευγιό επί χούντας
Όταν αφέθηκε ελεύθερη, έπρεπε να δίνει το παρών στην Ασφάλεια, για 15 χρόνια. Για να φανταστείτε έβγαλε πρώτη φορά διαβατήριο το 1966.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης συνεργάζεται με την ηθοποιό για την παρουσίαση του μελοποιημένου Επιταφίου του Ρίτσου, στην Αθήνα και στην επαρχία. Η Παΐζη επρόκειτο μόνο να απαγγείλει αποσπάσματα, τελικώς ήταν η πρώτη που τραγούδησε και τραγούδια. Η μουσική αυτή παράσταση έγινε στόχος βίαιων επιθέσεων από την Αστυνομία, τη Χωροφυλακή και παρακρατικούς, ιδίως στην επαρχία.
Συνεργάζεται κυρίως με ανθρώπους κοντινής ιδεολογίας όπως ο Μάνος Κατράκης ή ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
1967. Νύχτα της 21ης Απριλίου, λόγω και απειλών κατά του διευθυντή εάν επέτρεπε την παραμονή της στο ΚΘΒΕ, η Αλέκα Παΐζη φυγαδεύεται από τη Θεσσαλονίκη και σύντομα για το Λονδίνο και μετά στην Ιταλία, αναπτύσσοντας αντιδικτατορική δράση και υπομένοντας τα τεράστια προβλήματα επιβίωσής της. Εκεί μεταξύ άλλων παίζει και σε κάποιες ταινίες.
Η επανασύσταση
Με τη Μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και στο θέατρο. Η πρώτη επανεμφάνιση στο θέατρο έγινε με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, στο έργο Κάπταιν Σελλ, κάπταιν Εσσο.
Και στην ουσία ξεκινάει το β’ μέρος της καριέρας της. Που πιάνει από τους Πανθέους του Βασίλη Γεωργιάδη και φτάνει μέχρι το Η ζωή που δεν έζησα. Αλλά και στο σινεμά με το Ταξίδι του μέλιτος του Πανουσόπουλου, τις Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Βούλγαρη, αλλά και ως πρωταγωνίστρια στο άδικα ξεχασμένο Γάμος στο περιθώριο του Βασίλη Κεσἰσογλου, που ήταν συγκλονιστική.
Και φυσικά θέατρο. Πολύ θέατρο. Και κυρίως με νέους δημιουργούς που όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά αφέθηκε στα χέρια τους και μεγαλούργησε. Γιατί η Αλέκα Παΐζη ήταν μια και μοναδική. Και στη ζωή και στη σκηνή.
Σπύρος Δευτεραίος