Σαν σήμερα σόι μου θα ήθελα να γνωρίζετε και να θυμάστε, πως οι προπαππούδες μας από τον Πόντο, κυνηγημένοι και ξεριζωμένοι, έφυγαν από την προγονιαία γη του ελληνικού για 2.000 χρόνια Πόντου και ήρθαν στη φτωχή και «ψυχρή» μητέρα Ελλάδα.
Η διαδρομή ήταν μετακίνηση με βοδάμαξες, πεζοί και με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους, από το χωριό μας, το Λερί ή Λερία της επαρχίας Αργυρούπολης, του νομού Τραπεζούντας του Πόντου, από εκεί για την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Το χωριό μας Λερί είχε εννέα μαχαλάδες: Κυριακάντων, Μαστοράντων, Αντωνάντων, Λιβεράντων, Θεοχαράντων, Μουρουζάντων, Φαρχανάντων, Σαπράντων και Παπαδάντων.
Από Θεσσαλονίκη για Αμύνταιο και το χωριό Φιλώτα, όπου εγκαταστάθηκαν για 1,5 χρόνο οι δικοί μας. Ερευνώντας τα μέρη, οι παππούδες (Ράμπον Κωνσταντίνον, ο Ποπα-Δημήτρης Μωυσίδης, ο Τσακουρτς-Τσακουρίδης Βασίλης και ο Θόδωρον ο Θεδούλτς-Θεοδουλίδης) ερέχταν (τους άρεσε) η Αναρράχη σαν τοποθεσία που εφέρνεν ’ς σα κρύα τα νερά και τα ορμάνε (έμοιαζε στα κρύα τα νερά και τα δάση-βουνά) την πατρίδαν! Έφυγαν από το χωριό Φιλώτα της Εορδαίας τότε και από τους τελευταίους πρόσφυγες ήρθαν στην Αναρράχη όπου και έζησαν.
Κάθε χρόνο τέτοια ημέρα οι παλαιοί (οι γονείς και τα μεγάλα αδέλφια-ξαδέλφια) συγκεντρώνονταν σε κάποιο (διαφορετικό κάθε χρόνο) σπίτι, και με ποντιακά φαγητά και ιστορίες θύμησης της πατρίδας εποίναν το παρακάθ’ (έκαναν το νυχτέρι της επετείου).
Τιμώ – Δεν ξεχνώ – Σόι μου να είστε όλοι καλά – Και του χρόνου!