Τα σινεμά στις γειτονιές της Προσφυγούπολης στη Νέα Ιωνία Βόλου, εκεί όπου με ένα φτηνό εισιτήριο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ξεκινούσαν ταξίδια σε άλλους κόσμους, είναι το θέμα του ημερολογίου που ετοίμασε η Εστία Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες» για να μετράει τις μέρες του 2024.
Η έρευνα, η συγγραφή και η καλλιτεχνική επιμέλεια έγιναν από τη γενική γραμματέα του σωματείου δρ Βάσσα Παρασκευά, η οποία ανέτρεξε σε αρχεία και αναζήτησε πληροφορητές.
«Μια πολύτιμη ψηφίδα στην τοπική μας ιστορία αποτελεί η πολύμηνη έρευνα για τους κινηματογράφους της Νέας Ιωνίας Μαγνησίας», αναφέρει η πρόεδρος της Εστίας Αργυρώ Μάμαλη-Κοπάνου, η οποία τονίζει ότι στην έκδοση περιλαμβάνονται ενδιαφέρονται στοιχεία για τη δημιουργία, τη λειτουργία και την εξέλιξη των κινηματογράφων, αλλά και για τις συνήθειες του κοινού.
Και προσθέτει: «Σαν φάροι χρωματιστοί τα “σινεμά” στους ελάχιστα φωτισμένους συνοικιακούς δρόμους, που δεν θαμπώνονταν από άλλες διπλανές επιγραφές και φωταψίες, προσέλκυαν το πλήθος. “Μόνον Όρθιοι” έγραφε η ταμπέλα δίπλα στο ταμείο όταν η φήμη έλεγε ότι το έργο ήταν “καλό” και τότε οι θεατές στήνονταν στην ουρά, ενώ οι επιγραφές “Έγχρωμον” και “Σινεμασκόπ” λειτουργούσαν σαν μαγνήτης στο κοινό. Δεν περίμεναν μάλιστα πότε θα ξεκινήσει το έργο από την αρχή. Εισέρχονταν οποιαδήποτε ώρα στη διάρκεια της προβολής και ύστερα ξεκινούσαν την παρακολούθηση από την αρχή. Με το χαρακτηριστικό “Εδώ ήρθαμε”, συνήθως σηκώνονταν να φύγουν, όταν το έργο έφτανε στις σκηνές της ώρας προσέλευσής τους, για να τρέξουν αμέσως όσοι όρθιοι το αντιλαμβάνονταν να καταλάβουν τις θέσεις τους».
Τα τοπικά-λαϊκά σινεμά Λυρικόν, Νίκη, Αργώ και Νέα Αργώ, Αρίων, Ηρώδειον, Οδύσσεια(τα) και Παλλάς αγαπήθηκαν από τους κατοίκους της Νέας Ιωνίας. Η Βάσσα Παρασκευά εξηγεί ότι ήταν οικογενειακές ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις, από ανθρώπους άσχετους με το χώρο, συγγενείς κάποιες φορές, οι οποίοι ρίσκαραν τα χρήματά τους επενδύοντας με πολλές προσωπικές θυσίες.
«Κάποια από αυτά είχαν μικρή διάρκεια ζωής λόγω οικονομικών ή οικογενειακών διαφορών. Έζησαν στιγμές κορύφωσης με πολλές χιλιάδες εισιτήρια, σε κλίμα ανταγωνισμού πολλές φορές, αλλά βίωσαν και το δράμα της παρακμής όταν η τηλεόραση έδωσε πιο φτηνή και εύκολη λύση σε αυτού του είδους τη διασκέδαση. Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός ότι δεκάδες οικογένειες έζησαν από αυτούς τους κινηματογράφους που απασχολούσαν ταμίες, ταξιθέτες, υπαλλήλους κυλικείου, θυρωρούς, συντηρητές κατά τους κλειστούς μήνες, αλλά και μηχανικούς προβολής. Και φυσικά οι νεαροί μικροπωλητές ξηρών καρπών και παγωμένων αναψυκτικών, αλλά και οι υπαίθριοι μαγαζάτορες έβρισκαν την ευκαιρία να πουλήσουν τη γευστική πραμάτεια τους (μαλλί της γριάς, κοκορέτσι, κ.ά)», λέει.
«Αργώ» και «Νέα Αργώ»
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Αιμίλιου Σουβατζή σε ταινία του Νίκου Ξανθόπουλου η «Αργώ» έκοψε μεσοβδόμαδα σε δύο προβολές 4.000 εισιτήρια, με τον περισσότερο κόσμο να βλέπει την ταινία όρθιος! Μάλιστα, το «παιδί του λαού» όποτε βρισκόταν στη Νέα Ιωνία φιλοξενούμενος του Γιώργου Μανισαλή πάντα περνούσε από το θερινό σινεμά και έλεγε την καλησπέρα του στους πολυπληθείς θαυμαστές του στο δεύτερο διάλειμμα της προβολής των 20:30.
Τη… δόξα της συγκεκριμένης αίθουσας ζήλεψε ένα άλλο θερινό σινεμά, το οποίο έγινε κοντά στο παλαιό νεκροταφείο και πήρε το όνομα «Νέα Αργώ». Εκεί το 1964 φιλοξενήθηκε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη με τη Μαρία Φαραντούρη και τους Δημήτρη Μητροπάνο και Γιάννη Πουλόπουλο. «Είχε μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος, άνοιξαν τις πόρτες και έγινε το αδιαχώρητο» τονίζει ο Αιμίλιος Σουβατζής.
«Αρίων»
Ο κινηματογράφος «Αρίων» αποτελούσε ιδιοκτησία των αδελφών Αλέξανδρου και Νίκης Τσιτσιγιάννη-Παρδάλη. Ως οικογενειακή επιχείρηση ήταν εύκολο για τα παιδιά της οικογένειας να κερδίζουν το χαρτζιλίκι τους. Ο μικρός Βασίλης Τσιτσιγιάννης πουλούσε ξηρούς καρπούς, ενώ ο αδελφός του, ο Αθανάσιος, πουλούσε πορτοκαλάδες και μπυράλ. Στο ταμείο εργαζόταν η θεία τους Νίκη.
Κλασικά στα διαλείμματα ακούγονταν τα γνωστά λαϊκά τραγούδια της εποχής.
«Ηρώδειον»
Το «Ηρώδειον» ξεχώριζε από τους άλλους συνοικιακούς κινηματογράφους για τη μεγάλη του έκταση, ενώ σχεδιάστηκε έτσι ώστε η οθόνη (ξύλινη αρχικά με κατίκια, που όμως ύστερα από κάποιο δυνατό άνεμο έπεσε και έτσι χτίστηκε η μεγάλων διαστάσεων οθόνη από τσιμέντο) να βρίσκεται στο νότιο τμήμα· το μηχανοστάσιο ήταν στο βόρειο.
Είχε τέσσερα μεγάλα ανοίγματα: Δύο εισόδους στη νότια πλευρά και από μία ευρύχωρη έξοδο στις δύο πλαϊνές.
Το πιο ελκυστικό ίσως σημείο του κινηματογράφου –πέρα από τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές και τις μπουκαμβίλιες που επιμελούνταν αποκλειστικά η «κόνα Λαμπρινή» σε όλη τη διάρκεια του χρόνου–, ήταν το μικρό τσιπουράδικο με τα 12 αμφιθεατρικά τραπεζάκια στο υψηλότερο επίπεδο, κάτω ακριβώς από το μηχανοστάσιο, για τα οποία γινόταν… μάχη κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του.
«Λυρικόν»
Ο γνωστός ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας είναι ο γιος του ενός εκ των τριών που συνεργάστηκαν και δημιούργησαν το «Λυρικόν», διότι «ήταν σημαντικό να έχει η Νέα Ιωνία πολύ καλό κινηματογράφο». Ο πατέρας του ήταν ο παθολόγος Γεώργιος Σούρας και οι άλλοι δύο του εγχειρήματος ήταν ο έμπορος ξυλείας Λευτέρης Καραγιάννης και ο ζαχαροπλάστης Θανάσης Ξάνθης.
Οι τρεις συνέταιροι κατέθεσαν την ψυχή τους και 30.000 χρυσές λίρες (για τις οποίες χρεώθηκαν και ποτέ δεν τις έκαναν απόσβεση από τις εισπράξεις). Η καινοτομία δε της κινητής οροφής που καθιστούσε το σινεμά χειμερινό και θερινό κατέπληξε την Προσφυγούπολη.
Ονομάστηκε «Λυρικόν» και το σήμα κατατεθέν του ήταν η χρυσή λύρα που κοσμούσε την είσοδο.
Στο νέο επιβλητικό κτήριο των 850 άνετων θέσεων απολάμβανε ο θεατής τις «καλές» ταινίες που επιλεκτικά νοικιάζονταν από τις μεγάλες κινηματογραφικές εταιρίες. Τη μεγάλη σε μήκος σκηνή στόλιζαν βαριές βελούδινες κουρτίνες, ενώ το μπλε βελούδινο σιρίτι που περιέτρεχε το πανί της οθόνης προσέδιδε μεγαλύτερο βάθος.
Η σκηνή διέθετε στο μέσον υποβολείο, κουίντες για να ανεβοκατεβαίνουν οι ηθοποιοί και ειδική πόρτα για να μεταφέρονται τα σκηνικά των θεατρικών παραστάσεων. Επιπλέον διέθετε επτά καμαρίνια και τουαλέτες με μπάνιο για τους ηθοποιούς. Στο ψηλό κτήριο διαμορφώθηκε εξώστης και θεωρεία αριστερά και δεξιά.
«Νίκη»
Ο «Νίκη» ήταν κυρίως χειμερινός, ωστόσο είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί και ως θερινός ανοίγοντας τα πλαϊνά παράθυρα.
Ο πρώτος μηχανικός κινηματογράφου Ερμόλαος Γεωργίου χειριζόταν μια πολύ καλή γερμανική μηχανή, τύπου «Έρνεμαν» με σύστημα «ντόλμπι» που αγοράστηκε 270.000 δρχ.
Ο ίδιος θυμόταν το ρεκόρ εισιτηρίων μιας ημέρας που έφτασε στα 4.000 με την προβολή της ταινίας Ο Μήτρος και ο Μητρούσης στην Αθήνα με πρωταγωνιστές τους Θανάση Βέγγο και Φραγκίσκο Μανέλη. Η ταινία παιζόταν από τις 10 το πρωί έως τα μεσάνυχτα. Χιλιάδες ήταν επίσης οι θεατές όταν επισκέφθηκε τον κινηματογράφο το δίδυμο Νίκος Ξανθόπουλος – Μάρθα Βούρτση.
Για συναισθηματικούς λόγους οι κληρονόμοι αποφάσισαν να μην δώσουν το κτήριο για αντιπαροχή· το «κουφάρι» στην οδό Αβέρωφ στην περιοχή Καραγιαννέικα αγοράστηκε από το Δήμο για να γίνει πολιτιστικό κέντρο, ωστόσο μέχρι σήμερα παραμένει στην ίδια κατάσταση.
«Οδύσσεια»
Ο κινηματογράφος ήταν θερινός, σχετικά μικρός, με 500-600 σιδερένιες θέσεις «ωραίες», βιδωμένες στο έδαφος, που όταν σταμάτησε η λειτουργία του πουλήθηκαν. Διέθετε κυλικείο με αναψυκτικά δεξιά από την οθόνη, αν και εισχωρούσαν και εδώ οι νεαροί μικροπωλητές που πουλούσαν ξηρούς καρπούς. Ήταν λιτός, χωρίς λουλούδια, ωστόσο «όμορφος και περιποιημένος με ψηλούς καλοβαμμένους τοίχους» κατά τη Χρυσάνθη Χατζάρα, κόρη του συνιδιοκτήτη Αναστασίου Χατζάρα, με τσιμεντένια επίστρωση στο πάτωμα.
Όταν προβάλλονταν οι τουρκικές ταινίες γινόταν «πάταγος λόγω προσφυγιάς» περιγράφει ο Στέφανος Μαυρογιάννης, και προσθέτει: «Υπήρχε ανταγωνισμός με τον κινηματογράφο “Ηρώδειον” σχετικά με το ποιος θα φέρει την καλύτερη τουρκική ταινία… Η επιτυχία των τούρκικων προβολών οφειλόταν στο γεγονός ότι οι περισσότερες γειτόνισσες μιλούσαν τούρκικα». Οι θαμώνες ήταν βασικά πρόσφυγες της περιοχής (Δυτική Ν. Ιωνία), που εκείνη την περίοδο ήταν αραιοκατοικημένη, με περισσότερα χωράφια και λιγοστά σπίτια».
«Παλλάς»
Ο χειμερινός κινηματογράφος «Παλλάς» βρισκόταν απέναντι και διαγώνια από τον κινηματογράφο «Ηρώδειον». Επρόκειτο για ένα ωραίο και επιβλητικό κτήριο, ψηλό, αλλά σκοτεινό. Ο εμποροπλοίαρχος ο Δ. Σκούρας, έμπορος ξυλείας ο Απόστολος Αθηναίος και ο φαρμακοποιός ο Μίμης Λάμπρου αποφάσισαν να ιδρύσουν μια επιχείρηση που ήταν αρκετά… δημοφιλής κατά τη δεκαετία του 1960.
Ο δε Απόστολος Αθηναίος, ευθυτενής και καλοντυμένος, στεκόταν σχεδόν καθημερινά στην είσοδο και υποδεχόταν το κοινό. Ήταν εκείνος επίσης που κατέβαινε συχνά στην Αθήνα, παρέα με τον Κώστα Κλημεντόπουλο (του «Lido»), για να νοικιάσει ταινίες. Κλασικά επιλέγονταν τουρκικές, «καουμπόικα» και ελληνικές, ενώ δεν έλειπαν και οι «ακατάλληλες» για αργά το βράδυ.
Όμως την Κυριακή το πρωί είχε «παιδικά» και καουμπόικα, ενώ πριν την έναρξη παιζόταν Ο θείος Τζορτζ, που μάλλον φόβιζε παρά διασκέδαζε. Και στη συνέχεια, πάντα πριν από την προβολή παίζονταν τα Επίκαιρα», με ενημερωτικό και πολιτικό περιεχόμενο.