Τις μορφές λαϊκής θρησκευτικής συμπεριφοράς και τελετουργιών στην Τελμησσό της Καππαδοκίας στα τέλη του 19ου, αρχές 20ού αιώνα έχει καταγράψει ο καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Μανόλης Γ. Βαρβούνης*.
Η Τελμησσός, ή Ντελμισό ή Ντιλμοσόν κατά το τοπικό ιδίωμα, ήταν ένα χωριό της περιφέρειας της Νίγδης· γειτόνευε με τα χωριά Ιλοσόν, Σαζάλτζα, Τένεϊ, Αραβάν, Γούρδουνος και δίπλα είχε το χωριό Ναϊνάς, το οποίο κατοικούνταν από εξισλαμισμένους χριστιανούς. Ανήκε στην περιφέρεια και τη Μητρόπολη Ικονίου, και μάλιστα τα καλοκαίρια αποτελούσε τόπο θερινής διαμονής του μητροπολίτη Ικονίου.
Ας δούμε την περιγραφή για τις Απόκριες, την Καθαρά Δευτέρα και τη Σαρακοστή:
Ανάλογο ευγονικό και χθόνιο τελετουργικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο κύκλος των κινητών εορτών που σχετίζονται με το Πάσχα, καθώς πάγια ήταν η πίστη ότι από το Πάσχα έως και την Πεντηκοστή και πάλι οι ψυχές των νεκρών κυκλοφορούσαν ελεύθερες στον κόσμο των ζωντανών, επέστρεφαν δε κατά την εορτή της Αγίας Τριάδος, τη Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή, οπότε και άναβαν κεριά για να βλέπουν στο δρόμο της επιστροφής και τελούσαν μνημόσυνα, πηγαίνοντας στους ναούς πρόσφορα και νάμα.
Ο άλλος μεγάλος ετήσιος εορτολογικός κύκλος, που σχετίζεται με τις κινητές εορτές του Πάσχα, άρχιζε στην Τελμησσό με τις Απόκριες και τις μεταμφιέσεις τους, στις οποίες συμμετείχαν μόνο οι «λογικοί ανθρώποι», δηλαδή όχι τα παιδιά και οι νέοι κάτω από 18 ετών και οι ανύπαντρες κοπέλες. Οι μεταμφιεσμένοι άνδρες κυκλοφορούσαν σε όλο το χωριό και διασκέδαζαν υπαιθρίως, ενώ οι γυναίκες κατά κανόνα μαζεύονταν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια.
Πάντως, ο «ανάποδος κόσμος» της Αποκριάς σύντομα έδινε τη θέση του στην επάνοδο της κοσμικής και κοινωνικής τάξης, η οποία αποτυπωνόταν ευδιάκριτα στην εθιμική και τελετουργική ζωή της κοινότητας: η τήρηση της νηστείας πάντως ήταν καθολική, καθώς το πρωί της Καθαρής Δευτέρας, μετά τη γενική καθαριότητα του σπιτιού και των νοικοκυριών τους, νήστευαν με πλήρη ασιτία, για να φάνε ανάλαδα όσπρια το απόγευμα, μετά το πρώτο μεγάλο απόδειπνο, κατά το οποίο έπαιρναν «σχωριά» από τον ιερέα στο ναό.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτρωγαν μία μόνο φορά την ημέρα, το απόγευμα, ενώ κάθε Τετάρτη και Παρασκευή νήστευαν και το λάδι.
Επίσης κατά την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής, έως και την Παρασκευή που τελούνταν η πρώτη ακολουθία των Χαιρετισμών, έκαναν κάθε βράδυ 300 μετάνοιες. Ειδικότερα οι ακολουθίες των Χαιρετισμών μοιράζονταν ανάμεσα στους ναούς της Αναλήψεως και της Παναγίας Γαλατερής, ενώ την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου την τελούσαν στην Παναγία Γαλατερή. Τέλος, όλες τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας τις τελούσαν στον ενοριακό ναό της Αναλήψεως, και μόνο τη Δευτέρα της Διακαινησίμου λειτουργούσαν ξανά στην Παναγία Γαλατερή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες από την επιτόπια έρευνα, τα τελευταία χρόνια πριν από την Έξοδο είχε εισαχθεί στο χωριό, με υπόδειξη ενός δασκάλου, και το έθιμο των καλάντων του Λαζάρου, τα οποία τραγουδούσαν τα παιδιά στα σπίτια κρατώντας μια κούκλα παίρνοντας ως φιλοδωρήματα φρούτα ή νομίσματα. Πρόκειται για χαρακτηριστική παράδοση εισαγωγής στο τοπικό εθιμικό και τελετουργικό ρεπερτόριο νέων μορφών από άλλες περιοχές, που απαντά ευρύτερα στον παραδοσιακό πολιτισμό, και συνδέεται με το στοιχείο της αγάπης προς τις παραστατικές τελετουργίες, αδιακρίτως προελεύσεως, το οποίο χαρακτηρίζει την ελληνική λαϊκή θρησκευτικότητα.
Ο κατά βάση ευετηρικός, γονιμικός και διαβατήριος χαρακτήρας των ανοιξιάτικων εορτών του Πάσχα αποτυπώνεται ευδιάκριτα σε ορισμένες εθιμοταξίες που σχετίζονται με την αναλογική και συνειρμική επίτευξη της καλής υγείας και της ευγονίας, σε προσωπικό και οικογενειακό πλαίσιο: τα «βάγια» που έπαιρναν την Κυριακή των Βαΐων τα έβαζαν στα μπαούλα με τα ρούχα πιστεύοντας ότι απομακρύνουν τους σκόρους, ενώ σε περιπτώσεις που πίστευαν ότι βρίσκονταν υπό την επίδραση βασκανίας τα έκαιγαν σε θυμιατό και «καπνίζονταν» με αυτά τρεις φορές, κατόπιν δε έριχναν τις στάχτες σε τρίστρατο.