Αυστηρή αργία στα σπίτια των Ποντίων ήταν η ημέρα της Υπαπαντής, τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας, όπως λέγεται στην ποντιακή διάλεκτο, καθώς Κούντουρος είναι ο Φεβρουάριος. Έτσι στις 2 Φεβρουαρίου, τότε που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες άρχιζε το ζευγάρωμα των πουλιών, αλίμονο σε εκείνον που δούλευε, καθώς ούτε η λέπρα θα τον άφηνε, ούτε η ανέχεια, σύμφωνα με την παροιμία (αϊλί εκείνον π’ έκαμεν τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας. Μήτε η τζέπρα αφήν’ ατόν μήτε ανεχετία).
Η Υπαπαντή είναι μία από τις δώδεκα μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας, σε ανάμνηση της προσφοράς του Ιησού στο ναό του Σολομώντα 40 ημέρες μετά τη γέννησή Του.
Καίτοι μέρα μεγάλης ευλάβειας, οι Πόντιοι θεωρούσαν ότι στις 2 Φεβρουαρίου ήταν η γιορτή-σταθμός για τις τελευταίες προνηστιακές χαρές και γλέντια. Γι’ αυτό συνήθιζαν να λένε: «Υπαπαντήν- Υπαπαντήν, σ’ έξεργους εμπάιν’ κλειδίν», δηλ. «Υπαπαντή- Υπαπαντή, στις αργίες μπαίνει κλειδί».
Στην Τραπεζούντα πάλι έλεγαν με τουρκική ομοιοκαταληξία το εξής δίστιχο: «Υπαπαντή-Υπαπαντή, γιορντιλάρ καπαντή», δηλ. «ήρθε η Υπαπαντή, έκλεισαν οι γιορτές».
Στη Ροδόπολη της Ματσούκας ήταν μια ημέρα… φαγητού, διότι πίστευαν ότι όποιος πεινάσει αυτή τη μέρα θα πεινάει όλο το χρόνο: «Ναϊλλοί εκείνον που πεινά, τα δυο τη Κουντούρ’».
Επίσης, υπάρχει ακόμα μια παροιμία συνδεδεμένη με τη γιορτή, καθώς όταν ήθελαν να επισημάνουν ότι μια ερώτηση που διατυπώθηκε έχει αυτονόητη απάντηση ρωτούσαν: «Τα δύο τη Κουντούρ τη Παναΐας πότε εν;». Για να υποδηλωθεί η ενόχληση η απόκριση ήταν: «Σα εφτά τη Καλομηνά».
Αφιερωμένοι στην Υπαπαντή ήταν αρκετοί ναοί, ωστόσο ο πιο γνωστός ήταν ο μητροπολιτικός των Κοτυώρων – ολόκληρη η πόλη γιόρταζε στις 2 Φεβρουαρίου. Μάλιστα, στην εκκλησία πήγαιναν και Τούρκοι, προσφέροντας αφιερώματα και κάνοντας δωρεές ζητώντας ίαση για τους ίδιους ή τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Την παραμονή οι ασθενείς συνήθιζαν να λούζονται στα αγιάσματα που ήταν στη νότια πλευρά της εκκλησίας και να μένουν στην ολονυχτία. Την άλλη μέρα, μετά την απόλυση, οι επίτροποι παρέθεταν γεύμα στους προσκυνητές.
Τη Παναγίας η εγκλεσία» ήταν ο ναός στα Κοτύωρα, ένα σημείο συνάντησης και για τους ανύπαντρους νέους που πρόσμεναν να συναντήσουν την κοπέλα που θ’ αγαπούσαν. Γι’ αυτό και τραγουδούσαν: «Οπέρτς σα δύο τη Κουντούρ’ αφκά σην Παναγίαν, ατότ’ εγώ εγνώρτσα σε κ’ εποίκαμε φιλίαν».