Ευλογημένον τ’ όνομα σ’,
δοξάζω τον Θεός ι-σ’,
άμον τον ήλιον παρλαεύ’ς,
γιάμ’ έν’ ο συγγενός ι-σ’;1
Αυτούς τους στίχους έγραψε ο Ιωάννης Κοσμίδης στο τραγούδι «Άμον τον ήλιον παρλαεύ’ς», που ερμηνεύει η Γιώτα Παπαδοπούλου μαζί με τον Δαμιανό Ακριτίδη (λύρα) και τον Κώστα Σιώπη (φλογέρα).
Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται πολλή φαντασία ή γνώση για να καταλάβουμε τη σημασία του ρήματος, τι άλλο θα μπορούσε κανείς να κάνει «όπως ο ήλιος»; Παρ’ όλα αυτά –και για να εμπλουτίσουμε τα παραδείγματά μας– ρίχνουμε μια ματιά και στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, όπου βρίσκουμε τα εξής:
Παρλαεύω: Προέρχεται από το τουρκ. parlamak, και έχει δύο έννοιες, μια μεταβατική και μια αμετάβατη.
«Έπλυσα καλά τα σκεύα κ’ επαρλάεψαν»
δηλαδή στιλβώνω, γυαλίζω κάτι, και
Λελεύω σε, λελεύω σε και ντο πολλά αγαπώ σε
ο πρόσωπός-ι-σ’ παρλαεύ’, ’κ’ επορώ να τερώ σε
με την έννοια του λάμπω.