Ο Χαράλαμπος Θωμαΐδης γεννήθηκε στο Ταστσί, 61 χλμ νοτιοανατολικά της Καισάρειας και 43 χλμ βορειοανατολικά από τα Φάρασα, στην κοιλάδα του Ζαμάντη. Οι κάτοικοι ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι και είχαν σχέσεις και συναλλαγές τόσο με ελληνικούς όσο και με τουρκικούς οικισμούς.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1920 ήρθαν στο χωριό μας Πόντιοι πρόσφυγες. Εξόριστοι ήταν. Καθώς περπατούσαν στα μέρη μας, ρωτούσαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί πού υπάρχει ρωμέικο χωριό. Και όταν ακούσαν ότι στο Ταστσί κάθονταν χριστιανοί, ήρθαν και μας βρήκαν.
Από το Εbές του Πόντου ήταν οι πρόσφυγες αυτοί, λάζικα μιλούσαν. Ήταν ψωμάδες, χτίστες. Κάθισαν μαζί μας τρία χρόνια. Το 1922 πήγαν στο Ζιντζίdερε1 για να γίνουν Ανταλλαγή. Τότε για πρώτη φορά ακούσαμε τη λέξη Μουbαdελέ, που θα πει τουρκικά Ανταλλαγή.
Επίσημα από το Φέκε2 μάθαμε ότι θα φύγουμε για την Ελλάδα. Εκεί, στο Φέκε, ήταν ο καζάς μας. Ήταν αρχές του 1923. Χαρήκαμε πολύ, πανηγυρίζαμε, κάθε μέρα σφάζαμε κότες. Οι Τούρκοι των γύρω χωριών λέγανε: «Γκιαβουρλάρ κεφλίdιρ».3 Αρχίσαμε και πουλούσαμε στο Έβερεκ τα ζώα μας και τα έπιπλά μας.
Τον Φεβρουάριο του 1923 οι Τούρκοι έκαναν σφαγή στην Γκϋρϋμτζέ.4 Φοβηθήκαμε μην τυχόν πάθουμε κι εμείς τα ίδια. Είχαμε δικά μας αμάξια. Φορτώσαμε τα πράγματά μας και τραβήξαμε για το Έβερεκ.5
Φεύγαμε χαρούμενοι. Είχαμε πια μπουχτίσει με τη ζωή που κάναμε. Όλο φόβο είχαμε να μη μας σκοτώσουν οι Τούρκοι.
Λέγανε οι Τούρκοι των γύρω χωριών: «Γκέλινιζ μπουρdά κάλινιζ. Γκιdμεΐνιζ Γιουνανιστανά. Πισμάν ολατζάκσινιζ. Ορασί νταρ γερ. Κετσιγί ίπιλεν γιαγιατζάκσινιζ».6 Εμάς όμως ποιος μας έπιανε! Φεύγαμε χαρούμενοι. Ήτανε Μάιος του 1923. Οι πιο πολλοί τότε φύγαμε. Μερικοί έμειναν ως τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
Στο Έβερεκ άρχισε η καταγραφή των περιουσιών μας. Μας ρωτούσαν τι χτήματα έχουμε (χωράφια, μπαχτσέδες, μποστάνια) καθώς και για τα σπίτια μας. Δίνανε στο χέρι μας ένα πράσινο χαρτί, όπου ήταν καταχωρημένες οι δηλώσεις μας.
Μείναμε στο Έβερεκ δώδεκα-δεκατέσσερις μήνες. Φιλοξενούμασταν σε σπίτια Ελλήνων και Αρμένηδων. Δουλεύαμε εκεί, δεν καθόμασταν. Τσαπίζαμε τα αμπέλια τους, κάναμε διάφορες δουλειές.
Τον Σεπτέμβριο του 1923, εφτά οικογένειες γυρίσαμε πίσω στο Ταστσί για να σπείρουμε τα χωράφια μας. Μας ενθάρρυναν οι Τούρκοι αγάδες του Έβερεκ. Μας είπαν ότι δεν υπάρχει φόβος. Μείναμε στο Ταστσί όλο το φθινόπωρο. Το χειμώνα πήγαμε πάλι στο Έβερεκ.
Την εποχή του θερισμού ξαναγυρίσαμε στο Ταστσί. Θερίσαμε και πουλήσαμε στο Έβερεκ τη σοδειά μας. Εκεί στο Έβερεκ συναντήσαμε Τούρκους πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα μέρη της Θεσσαλονίκης. Ξέρανε και ελληνικά. Μαζί τους τούρκικα μιλούσαμε. Μας είπαν να μην πάμε στα Γιαννιτσά, γιατί εκεί έχει ελονοσία. Καλοί άνθρωποι ήταν· τους πουλήσαμε τα πράγματά μας.
Μπήκαμε πάλι στους αραμπάδες και τραβήξαμε στη Νίγδη. Τρεις μέρες μείναμε εκεί. Μετά πήγαμε στο Ουλούκισλα. Εκεί είδαμε για πρώτη φορά αυτοκίνητο. Μας φάνηκε παράξενο πράμα. Λέγαμε μεταξύ μας με θαυμασμό: «Νταγ ουστή, γκελίορ. Γκöζελρίdε βαρίμις!».7
Μπήκαμε στο τρένο και πήγαμε στη Μερσίνα. Εκεί μείναμε δεκαπέντε μέρες. Στεγαστήκαμε στην αρμένικη εκκλησία και σε εργοστάσιο.
Μόλις είδαμε τη θάλασσα, μας φάνηκε παράξενη. Νομίζαμε ότι είναι δήθεν ο ουρανός που κατέβηκε στη γη!
Με βάρκα φτάσαμε στο ελληνικό πλοίο «Πελαγία», που ήταν στ’ ανοιχτά της Μερσίνας. Οι φελάχοι βαρκάρηδες μας φέρθηκαν πολύ άσχημα. Μας ζητούσαν ξεχωριστά βαρκαδιάτικα, απειλώντας να μας ρίξουν στη θάλασσα αν δεν τους τα δώσουμε. Οι γυναίκες τσίριζαν απ’ το φόβο τους. Αναγκαστήκαμε να τους πληρώσουμε όσα-όσα, για να ‘χουμε το κεφάλι μας ήσυχο.
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο πλοίο, χαρήκαμε πολύ. Είπαμε ότι τελειώσανε τα βάσανά μας. Πολύς κόσμος ήτανε στο πλοίο. Πέντε χιλιάδες λαός. Ήταν Μιστιλήδες, Χασακιολήδες, Φαρασαλήδες, Εβερεκλήδες. Οι Μιστιλήδες ήταν οι πιο πολλοί απ’ όλους. Εμείς ήμασταν κάπου πενήντα οικογένειες. Είχαμε μαζί μας κι έναν Τούρκο από το Κίσκε, που είχε παντρευτεί χριστιανή από το Σατί. Έφυγε κρυφά, σαν Έλληνας ανταλλάξιμος. Τώρα μένει στα Γιαννιτσά. Βαφτίστηκε και έγινε χριστιανός, τον λένε Ελευθέριο Παπαδόπουλο. Στο ίδιο πλοίο ήτανε και ο δεσπότης της Καισάρειας, ο Νικόλαος.
Πω, πω! Τι ακάθαρτοι, τι ελεεινοί που ήταν οι Μιστιλήδες. Μισκίνηδες8 άνθρωποι! Αυτοί ήτανε στην κουβέρτα του πλοίου από πάνω μας, εμείς από κάτω, στο αμπάρι. Χέζανε τα παιδιά τους και κατουρούσανε πάνω μας. Εμείς φωνάζαμε από κάτω, διαμαρτυρόμασταν. Αυτοί, ατάραχοι μάς λέγανε περιπαιχτικά: «Ελάτε να τα φάτε…». Στο τέλος δεν βαστήξαμε, τσακωθήκαμε. Το πλοίο ταξίδευε στο μεταξύ… Για να μας χωρίσει ο καπετάνιος, μας περίβρεξε με ζεστό νερό. Πάντως πήραν ένα καλό μάθημα από μας τους Αdαναλήδες9 οι Μιστιλήδες. Στο εξής μας φοβόντουσαν. Όταν πηγαίναμε να πάρουμε νερό, παραμέριζαν, παίρναμε πρώτα εμείς, μετά αυτοί. Παράξενη ήταν και ντυμασιά των Μιστιλήδων. Φορούσαν πουκάμισο μακρύ μ’ ένα κόκκινο φαρδύ ζουνάρι στο μέση και μακριά σώβρακα.
Το ταξίδι διάρκεσε εννιά μέρες. Πέθαναν μερικοί στο πλοίο. Τους βάλανε σίδερο στο λαιμό και τους πετάξανε στη θάλασσα.
Πρώτη σκάλα που πιάσαμε ήτανε ο Πειραιάς. Δεν μας αφήσανε να βγούμε, μείναμε στο πλοίο τέσσερις-πέντε μέρες. Μας έστειλαν πίσω στη Θεσσαλονίκη. Μείναμε εκεί δυο-τρεις μήνες στην Αγία Παρασκευή, στο ύπαιθρο κάτω από τσαντίρια, έξω από το Λεμπέτ. Κι εκεί πέθαναν μερικοί, δεν άνθεξαν στις ταλαιπωρίες.
Ψάχναμε να βρούμε χωριό για μόνιμη εγκατάσταση, μαζί με τους Γκϋρϋμτζελήδες. Μας συστήσανε τον Μυλότοπο. «Εκεί, λένε, έχει πολλά νερά, έξω απ’ το χωριό τρέχει ποτάμι. Εκεί βγαίνουν μεγάλα παντζάρια και κρομμύδια, ποτιστικά». Σαστισμένοι καθώς ήμασταν, ήρθαμε και καθίσαμε εδώ. Υποφέραμε τα πρώτα χρόνια από ελονοσία. Πέθαναν κάμποσοι, μετά στρώσαμε. Ξεχερσώσαμε τη γη, κάναμε χωράφια, φυτέψαμε δέντρα.
Να σου πω, καλά έγινε η Ανταλλαγή. Εδώ ζούμε καλύτερα. Ποιος μπουνταλάς ήθελε να μείνει εκεί; Εδώ τουλάχιστον έχουμε την ελευθερία μας, εδώ είναι η πατρίδα μας. Εκεί ήμασταν αιχμάλωτοι των Τούρκων, δεν ξέραμε αν θα ξυπνήσουμε το πρωί ζωντανοί…