Φως στην μοίρα των απλών ανθρώπων που παγιδεύτηκαν στους τροχούς της ιστορίας επιχειρεί να ρίξει το βιβλίο Τοντόρ: Από τη Σαφράμπολη στην Καλογρέζα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Θεόδωρου Τριανταφυλλίδη (Τοντόρ Γκιουλόγλου, όπως τον έλεγαν στην πατρίδα του, ο οποίος έζησε έντονα όλες τις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για μια αφηγηματική βιογραφία, από τον εγγονό του πρωταγωνιστή, τον Πέτρο Τριανταφυλλίδη.
Αναφέρει ο συγγραφέας: «Ο παππούς ο Τοντόρ έλεγε πολλές αλλόκοτες ιστορίες. Γεννήθηκε το 1883 στη Σαφράμπολη και τα όμορφα χρόνια στην πατρίδα του έσβησαν το 1912 όταν άρχισαν οι πόλεμοι. “Οκτώ ολάκερα χρόνια με τραβολογούσαν πότε στον οθωμανικό στρατό και πότε στα αμελέ ταμπουρού, και ένας Θεός ξέρει πόσες φορές ξεγέλασα τον χάρο”, έλεγε κάνοντας το σταυρό του. Σαράντα χρονών πρόσφυγας ήρθε και ρίζωσε στην παράγκα με το νούμερο 236 στην Καλογρέζα όπου μέχρι τα βαθιά του γεράματα έζησε μια ζωή γεμάτη δυσκολίες.
»Αυτές οι σκόρπιες ιστορίες που έλεγε κάθε τόσο τις μάζευα σπυρί-σπυρί από μικρό παιδί. Τα επόμενα χρόνια το “ταξίδι” συνεχίστηκε διαβάζοντας ιστορικά βιβλία, ταξιδεύοντας στους τόπους του ξεριζωμού και ξεφυλλίζοντας σκονισμένα αρχεία.
»Αφού πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια ανέσυρα τις παλιές αφηγήσεις και μαζί με τα ευρήματα χρόνων έκτισα την μυθιστορηματική βιογραφία του παππού Τοντόρ, η οποία βασίζεται αποκλειστικά σε πραγματικά γεγονότα».
Ο πρόλογος είναι του δρ Ιστορίας Βλάση Αγτζίδη, ο οποίος γράφει:
Ο Τοντόρ, όπως τον αποκαλούσαν οι συντοπίτες του, έζησε έντονα όλες τις στιγμές της ιστορίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ‒ από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έως την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά. Βρέθηκε ως στρατιώτης του οθωμανικού στρατού στον ρωσοτουρκικό μέτωπο του Καυκάσου (1914), βίωσε τη συντριβή του οθωμανικού στρατού, είδε τη Γενοκτονία των Αρμενίων, μεταφέρθηκε με το τμήμα του στην Καλλίπολη και πήρε μέρος στην αιματηρή σύγκρουση με τους Βρετανούς (1915).
Για το πραγματικό σφαγείο της Καλλίπολης, ο Τοντόρ ομολογεί: «Εμείς, όπως πάει το πράμα, πατριώτη, χαΐρι δεν έχουμε πουθενά. Από τα βουνά και τα χιόνια του Καυκάσου γλιτώσαμε το τομάρι μας, μα από το γιαγκίνι της Καλλίπολης δύσκολα μου φαίνεται θα ξεμπερδέψουμε».
Στα τάγματα εργασίας
Στη συνέχεια, στο πλαίσιο σκλήρυνσης της πολιτικής των Νεοτούρκων απέναντι στους Ρωμιούς, στάλθηκε στα τάγματα εργασίας (1916), όπου είδε πολλούς στρατεύσιμους συμπατριώτες και συγγενείς να πεθαίνουν από τις άθλιες συνθήκες.
Δραπετεύοντας από τα τάγματα θα βρεθεί στη Συρία, όπου θα συλληφθεί και θα καταταγεί και πάλι στον οθωμανικό στρατό, για να πάρει μέρος στις συγκρούσεις με τους Βρετανούς.
Η διαδρομή του πλέον θα είναι Χαλέπι-Βαγδάτη-Σουέζ. Στη Βαγδάτη συνελήφθη και στάλθηκε σε βρετανικό στρατόπεδο στο Σουέζ, όπου και παρέμεινε έγκλειστος για δύο ολόκληρα χρόνια (1916-1918). Με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου θα επιστρέψει μέσω Κωνσταντινούπολης στη Σαφράμπολη.
Σύντομα όμως η ήρεμη ζωή θα πάρει τέλος. Η εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος θα δημιουργήσουν το νέο ιστορικό πλαίσιο. Ο ακραίος εθνικισμός θα βαρύνει το κλίμα στην περιοχή. Οι κεμαλικές συμμορίες δρουν ελεύθερα.
Οι Σαφραμπολίτες, κάπως προστατευμένοι από τη γεωγραφία στα βάθη της Παφλαγονίας, βλέπουν τα καραβάνια των εξαθλιωμένων Ποντίων που εκτόπιζε ο Κεμάλ από τα παράλια στα ενδότερα.
Στις αρχές του 1922 ήρθε και η δικιά τους σειρά. Όλοι οι άντρες της Σαφράμπολης συλλαμβάνονται και αποστέλλονται στα τάγματα εργασίας, τα φρικτά αμελέ ταμπουρού. Ο Τοντόρ δραπετεύει και κρύβεται στα όρη κοντά στην πόλη του έως το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Στα λοιμοκαθαρτήρια
Τότε, την άνοιξη του 1923, αποφασίζουν όλοι να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Οι καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους της Σαφράμπολης τους επιτρέπουν να φτάσουν χωρίς προβλήματα στη Μαύρη Θάλασσα, απ’ όπου θα επιβιβαστούν μαζί με χιλιάδες άλλους Ρωμιούς στο πλοίο για την Κωνσταντινούπολη.
Εκεί τους περιορίζουν στο Σελίμιε, ένα παλιό στρατόπεδο που χρησιμοποιήθηκε ως λοιμοκαθαρτήριο, όπου έμειναν εγκλωβισμένοι επί μήνες, λόγω της άρνησης της ελληνικής κυβέρνησης να δεχτεί κι άλλους πρόσφυγες. Ο Τοντόρ βλέπει την εξαθλίωση και τους θανάτους των ταλαιπωρημένων προσφύγων.
Κάποια στιγμή θα τους επιτραπεί να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Η πρώτη εικόνα από τη «μητέρα-πατρίδα» θα είναι στο λοιμοκαθαρτήριο του Αϊ-Γιώργη Σαλαμίνας, όπου θα αντιμετωπίσουν την άθλια συμπεριφορά των ντόπιων ομοεθνών: «Αλλά αυτό το πράμα που με κάμνουνε εδώ πιότερο με πονεί γιατί δαύτοι είναι απ’ το δικό μας μιλέτι και στο μάτι τους βλέπω πως μας έχουν για εχθρό».
Αυτή η τραυματική εμπειρία θα συνεχιστεί και όλα τα επόμενα χρόνια. Από το Λουτράκι, όπου αρχικά τους εγκατέστησαν σε σκηνές, έως την οριστική μεταφορά τους στην Καλογρέζα (Νέα Ιωνία) όπου έκτισαν την πρώτη τους παράγκα.
Η απογοήτευση από τη «μητέρα-πατρίδα» και τους ανθρώπους της θα είναι τόσο έντονη που κάποια στιγμή ο Τοντόρ θα αποφασίσει, χωρίς τελικά να το πραγματοποιήσει, να επιστρέψει στη Σαφράμπολη, την πραγματική του πατρίδα.
Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος
Με πολλές δυσκολίες κατάφεραν οι πρόσφυγες να στεριώσουν στη γη της Ελλάδας. Αλλά σύντομα ήρθε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και στη συνέχεια η Κατοχή. Τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Πείνα, θάνατοι από λιμό, αντίσταση, δωσίλογοι, μπλόκα των Γερμανών και των συνεργατών τους. Οι προσφυγικές περιοχές ήταν αυτές που κυρίως υπέφεραν.
Ο Τοντόρ θα ζήσει το μπλόκο της Καλογρέζας και τις δολοφονίες εργατών από τους δωσίλογους και εκεί θα σκεφτεί ότι το χειρότερο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να συνεργαστεί με τον εχθρό: «Την πατρίδα θυμήθηκα, τότε που μας μάζευαν όλους και μας πήαιναν στα τάγματα εργασίας. Πόσες μανάδες και τότε δεν έχασαν άδικα τα βλαστάρια τους. Τώρα όμως, αυτό που μας πονούσε πιότερο ήτανε πως δικοί μας άνθρωποι, Ρωμιοί, τακιμιάσαν με τον εχθρό και κάμαν αυτό το κακό».
Στη συνέχεια η τραγωδία θα συνεχιστεί. Η απελευθέρωση θα σημαδευτεί από τη βρετανική παρέμβαση που θα οδηγήσει στα Δεκεμβριανά. Ακολουθεί ο Εμφύλιος και κάποιοι συγγενείς θα βρεθούν τελικά πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Το 1973 θα κλείσει, στην ξενιτιά, ο κύκλος της ζωής του Θεόδωρου Τριανταφυλλίδη στην Ελλάδα, του Τοντόρ Γκιουλόγλου στη Σαφράμπολη.