Τη βιομηχανική ιστορία της περιοχής αλλά με… αστερίσκους αναδεικνύει το αναστηλωμένο συγκρότημα του 19ου αιώνα στο Αϊβαλί της Μικρασίας, το οποίο λειτουργεί ως μουσείο από τον όμιλο του Τούρκου μεγιστάνα Ραχμί Κοτς. Και όσο και αν δεν ήταν αυτός ο στόχος, το μουσείο υπογραμμίζει την ελληνική παρουσία στο οικονομικό γίγνεσθαι, μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.
Πρόκειται ένα μέρος της ιστορίας του μικρασιατικού «Μάντσεστερ», το οποίο αναπτύχθηκε στο Αϊβαλί.
Ως τέτοιο εξελίχθηκε μετά το 1870, παρόλο που ήταν ένα χαρακτηριστικό σημείο επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ιδίως μετά την πρώτη καταστροφή της πόλης το 1821. Σύμφωνα με τον ερευνητή Δημήτρη Ψαρρό, σε εκείνη την περιοχή βρίσκονταν τα πιο σύγχρονα εργοστάσια σε όλο το Αϊβαλί – ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, αλευρόμυλοι και βυρσοδεψεία.
«Οι ψηλές καμινάδες τους που φαινόταν από μακριά διαλαλούσαν την ορμή της βιομηχανικής ανάπτυξης του τόπου. Καθώς όλες αυτές οι επιχειρήσεις ήταν οικογενειακές, μαζί με τα εργοστάσια χτίζονταν εκεί και τα γραφεία αλλά και τα καινούργια σπίτια των βιομηχάνων.
»Εκτός από την οικογένεια Χατζηαθανασίου ή Αθανασιάδη (μετέπειτα εκδοτών των αθηναϊκών εφημερίδων Απογευματινή και Βραδυνή), αναφέρονται τα ονόματα των οικογενειών Γεωργαλά, Γούτα (ιταλικό προξενείο), Γονατά (ρωσικό προξενείο), Οικονομίδη, Καλντή, Δημίδη και άλλων», γράφει ο Δημήτρης Ψαρρός.
Το συγκρότημα που έγινε μουσείο περιλαμβάνει το ελαιοτριβείο και το σαπωνοποιείο του Γεωργαλά, καθώς και τον αλευρόμυλο του Αθανασιάδη. Βρίσκεται ανάμεσα στο Πλατύ Σοκάκι και την παραλία, βορείως του Γυμνασίου, του εκπαιδευτικού ιδρύματος που διαδέχθηκε την Ακαδημία των Κυδωνιών.
Η αναστήλωση έγινε έναντι τεράστιου –για τα τουρκικά δεδομένα– ποσού που κατέβαλε ο υπέργηρος Ραχμί Κοτς. Θεωρείται ο τρίτος πιο πλούσιος άνθρωπος στην Τουρκία και έχει δημιουργήσει ακόμα δύο μουσεία στη χώρα: ένα μεταλλοτεχνίας στον Κεράτιο κόλπο, και ένα επαγγελμάτων στο Μοσχονήσι, αναστηλωμένο από τον ίδιο μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών.
Οι αστερίσκοι σε όλη την προσπάθεια στο Αϊβαλί μπαίνουν από πολίτες και συλλογικότητες, και αφορούν τη μουσειολογική μελέτη, καθώς θεωρείται ότι δεν είναι προσαρμοσμένη στην ιστορία της πόλης και της περιοχής, μιας και αφορά ακόμα και τη βορειοευρωπαϊκή βιομηχανική ιστορία. Επιπλέον ο περιβάλλων χώρος του μουσειακού συγκροτήματος έχει μετατραπεί σε υπαίθρια γλυπτοθήκη, με έργα των Ρωμαϊκών χρόνων, της παλαιοχριστιανικής περιόδου και του Βυζαντίου. Στο σύνολό τους εκτίθενται «ατάκτως ερριμμένα», χωρίς συνοδευτικό πληροφοριακό υλικό.