«Έχω φάει πολύ ξύλο στη Μακρόνησο, πολύ ξύλο. Και μας βρέχανε, όταν ήταν βροχερός ο καιρός.
Επήγαιναν κι ερχόντουσαν και μας μάζευαν από τα σπίτια πρωί-πρωί και έλεγαν τα παιδιά τα άλλα: “Α! έχουμε ματς οπωσδήποτε”, κι άρχιζε το ξύλο.
»Ξύλο πολύ στη Μακρόνησο. Πολύ, πολύ, πολύ. Δηλαδή αλύπητοι άνθρωποι. Κάτι παιδάκια, κάτι χωροφυλάκια, που δεν ξέραν τι τους γίνεται…
»Όμως ήμουν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπέγραψα δήλωση μετάνοιας. Ποτέ… Δεν μετάνιωσα για ό,τι πέρασα».
Αυτά τα λόγια ανήκουν στην Ταϋγέτη Μπασούρη. Τη δευτεραγωνίστρια που έκανε τον κόσμο να γελάει με τη εμφάνισή της και μόνο. Όταν μιλούσε δε, σαν σωστή και μελετημένη θεατρίνα που ήταν, ήξερε πώς να τονίζει τη φωνή, πώς να κάνει το απλώς κωμικό ακόμα κωμικότερο, χωρίς όμως να το φτηναίνει. Το γέλιο ήταν για τους θεατές και το κοινό, γιατί η ίδια μόνο χαρούμενη ζωή δεν έζησε.
Τα προβλήματα της ζωής
Σήμερα, με την υστερία της πολιτικής ορθότητας, μπορεί κάποιος να έτρωγε και μήνυση αν την αποκαλούσε άσχημη. Η ίδια όμως όχι μόνο δεν είχε θέμα με την εμφάνισή της, αλλά ήξερε πως ήταν –και αυτό– όπλο της. Και τελικά το όμορφος ή άσχημος είναι πολύ σχετικές έννοιες. «Μπορεί να μην είμαι ωραία πολύ, αλλά ο φακός με βουτάει. Η φάτσα μου έχει φωτογένεια. Κι όταν ήμουνα μικρή, και βγάζαμε φωτογραφίες στο σπίτι, εγώ έβγαινα η πιο καλή και μου ‘λεγαν: Μωρέ, εσύ θα βγεις στο σινεμά!», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Η ζωή τής έδειξε το σκληρό πρόσωπό της από την παιδική ηλικία, όταν πέθανε η μητέρα της.
Τότε επωμίστηκε το βαρύ φορτίο της φροντίδας της αδελφής της, η οποία ήταν φιλάσθενη και είχε ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής και φροντίδας. Η Ταϋγέτη έγινε «μάνα» για την αδερφή της, και έζησαν μαζί ως το τέλος της.
Παρ’ όλα αυτά, όταν είσαι νέος δεν παύεις να ονειρεύεσαι. Και το όνειρό της ήταν το θέατρο. Ένα ορφανό κορίτσι, με πολύ περισσότερες υποχρεώσεις απ ότι οι συνομήλικές της, βρίσκει στην τέχνη τη λύτρωση. Ασχέτως της (προπολεμικής) εποχής που δεν είχε κάτι καλό για τους ηθοποιούς – πόσο μάλλον για τα κορίτσια.
Αρχικά φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Ακολούθησαν σπουδές στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ παράλληλα ξεκίνησε το 1944 τις πρώτες της θεατρικές παραστάσεις.
Η «δηλωμένη»
Η Ταϋγέτη υπήρξε ενεργό μέλος του ΚΚΕ από αρκετά μικρή ηλικία, σαν γεννημένη αγωνίστρια. Συμμετείχε στο ΕΑΜ Θεάτρου και είχε μεγάλη αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο συνελήφθη και στάλθηκε εξορία, όπως και πολλοί ακόμα καλλιτέχνες της εποχής.
Εξορίστηκε στη Χίο, στη Μακρόνησο, στο Τρίκερι και τον Αϊ-Στράτη. Απόλυτα συνειδητοποιημένη για τα πολιτικά της φρονήματα και ιδεώδη, η Ταϋγέτη πέρασε σκληρά βασανιστήρια κατά την παραμονή της εκεί. Βίωσε βάναυσους ξυλοδαρμούς από τους χωροφύλακες και κατάβρεγμα με νερό μέσα στο καταχείμωνο.
Τις εμπειρίες της αυτές δεν τις ξέχασε ποτέ, ούτε όταν είχε προσβληθεί από άνοια προς το τέλος της ζωής της.
Μάλιστα η ίδια, με πολύ σαρκασμό, αναφερόμενη στις σχέσεις της ζωής της, είχε πει: «Εγώ δεν υπέγραψα δήλωση μετάνοιας, δεν σκλαβωνόμουν με έναν άντρα».
Οι άνθρωποι του θεάτρου
Σε έναν ανταγωνιστικό χώρο όπως αυτός του θεάτρου, η Ταϋγέτη βίωσε και τις άσχημες και τις όμορφες στιγμές. Όσον αφορά τις πρώτες, είχε δει τους ρόλους της είτε στο θέατρο είτε στο σινεμά να μειώνονται τα λόγια τους από μέρα σε μέρα, από τα μεγάλα ονόματα που συμμετείχαν.
Μπορεί να είχε κάνει κάποιες μέρες γυρισμάτων, και τελικά στην ταινία να παίζονταν δυο ατάκες της.
Από την άλλη υπήρχαν άνθρωποι του χώρου που και την εκτιμούσαν και τους εκτιμούσε. Όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης ή ο Θανάσης Βέγγος.
Για δύο ανθρώπους όμως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή της όταν μιλούσε γι’ αυτούς. Ο πρώτος ήταν ο Τίτος Βανδής, ο πρώτος που την επισκέφτηκε όταν γύρισε από την εξορία. Και μάλιστα στο σπίτι της, πράξη πολύ τολμηρή για εκείνη την εποχή. Μάλιστα της έδωσε και 80 δραχμές.
Ο δεύτερος ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Όταν έμαθε ότι γύρισε από την εξορία, την κάλεσε στο θέατρο και της είπε ότι κάθε δεκαπέντε μέρες που πληρωνόταν, να περνόυσε να της έδινε κάτι. Εκείνη, συγκινημένη, τον ευχαρίστησε και του είπε: «Σας ευχαριστώ, αλλά θα προτιμούσα να με συστήνετε σε δουλειές».
Η ηρεμία της αγωνίστριας
Την τελευταία δεκαετία της επαγγελματικής της ζωής είχε προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο. Και μπορεί να είχε χαρακτηριστεί ως κωμικός, στη ζωή της όμως υπήρξε πολύ μοναχική, κλειστή και αντικοινωνική. Χαρακτηριστικό είναι πως ποτέ δεν έλεγε την ηλικία της και ποτέ δεν ακολουθούσε τους συναδέλφους της στα στέκια των καλλιτεχνών. Προτιμούσε να γυρίζει σπίτι, στην αγαπημένη της αδελφή.
Η τελευταία πέθανε το 1993, και από τότε άρχισε και η πτώση της ηθοποιού. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έζησε με συγγενείς της στο Περιστέρι. «Έφυγε» σαν σήμερα, το 2003, έχοντας ζήσει τη ζωή που η ίδια επέλεξε να ζήσει, με το όποιο τίμημα.
Και αν θέλουμε κάτι κόντρα στη δύσκολη ζωή της, ας την θυμηθούμε σε αυτή την μαγική εμφάνιση του 1996 στην εκπομπή του Θάνου Αλεξανδρή.
Σπύρος Δευτεραίος