Τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας «οφείλονται» στη Συνθήκη της Λοζάνης, της συμφωνίας ειρήνης που υπογράφηκε στην ελβετική πόλη στις 24 Ιουλίου 1923, απότοκο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μήνες νωρίτερα όμως, και συγκεκριμένα στις 30 Ιανουαρίου, είχε υπογραφεί η ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λοζάνης, ένα πιο σύντομο κείμενο που περιλαμβάνει ίσως τον πιο σκληρό όρο της συνθήκης, την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με βάση το θρήσκευμα.
Βάσει του πρώτου άρθρου της Σύμβασης, επιβαλλόταν την 1η Μαΐου 1923 η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών, με την πρόσθετη πρόβλεψη ότι οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης, αντίστοιχα.
Στην κατηγορία των ανταλλάξιμων συμπεριελήφθησαν και όσα άτομα είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους μετά την 18η Οκτωβρίου 1912, ημερομηνία έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Για την επίβλεψη της εφαρμογής της ανταλλαγής, η Σύμβαση προέβλεπε τη σύσταση Μικτής Επιτροπής, αποτελούμενης από τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία ουδέτερα μέλη, τα οποία θα επιλέγονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών μεταξύ των υπηκόων των κρατών που δεν συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις αρμοδιότητες της Μικτής Επιτροπής ήταν και η εκκαθάριση των περιουσιών των ανταλλαξίμων που αποζημιώνονταν από τη χώρα εγκατάστασής τους με περιουσία ίσης αξίας με αυτή που εγκατέλειψαν.
Η Σύμβαση Ανταλλαγής επικύρωνε de jure αυτό που είχε συντελεστεί de facto με τον βίαιο ξεριζωμό του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.
Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες κατέφυγαν από τις παραπάνω περιοχές στην Ελλάδα, ενώ 360.000 μουσουλμάνοι ακολούθησαν αντίθετη πορεία. Για τους ίδιους τους πρόσφυγες η απόφαση ανταλλαγής ήταν αδιανόητη, αφού τους στερούσε τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρώα γη.
Ένα από τα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής που έχει διασωθεί –και βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους–, είναι ένα ψήφισμα διαμαρτυρίας των Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων των Ιωαννίνων.
Η διαμαρτυρία ήταν «προς τον πεπολιτισμένον κόσμον Ευρώπης και Αμερικής δια την σκληρά της Διασκέψεως απόφασιν μέλλουσαν να τους απομακρύνη δια παντός εκ της Πατρικής Εστίας, δεδομένου άλλως τε ότι δεν δύναται το προαιώνιο δικαίωμα τόσων εκατομμυρίων γηγενών Ελλήνων, Αρμενίων, Καυκασίων, Λεβαντίων και Τούρκων ακόμα να στραγγαλισθή βιαίως δια βίας συνθήκης και ότι η Ελλάδα επιπροσθέτως κινδυνεύει να συντριβή υπό το βάρος των προσφύγων».
Επίσης οι πρόσφυγες «ποιούνται έκκλησιν προς τας κυβερνήσεις των Μ. Δυνάμεων και Συμμάχων Κρατών, όπως αναθεωρηθή μια τοσούτον οδυνηρά απόφασις ρίπτουσα εκατομμυρίων ψυχών εις την δυστυχίαν και την απόγνωσιν».
Από την πλευρά του ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, στρατιωτικός τεχνικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης, έγραψε: «Η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν είναι ελληνική εφεύρεσις, ούτε πρότασις, προέκυψεν εκ της εκδιώξεως των Ελλήνων υπό των Τούρκων και της ρητής αυτών δηλώσεως ότι δεν θα επιτρέψουσι την επάνοδον αυτών, εις ην δήλωσιν ουδεμία υπήρχεν ούτε υπάρχει ελπίς ότι αι αδιαφορούσαι και σπεύδουσαι προς ειρήνην Μεγ. Δυνάμεις θα αντετάσσοντο. Συνεπώς ετέθη προ ημών το ζήτημα: ή να ανεχθώμεν το τετελεσμένον γεγονός […] ή να ζητήσωμεν τουλάχιστον μερικόν αντάλλαγμα δια της απομακρύνσεως των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων ώστε εις τα κτήματα αυτών τα άστυκά και αγροτικά να εγκατασταθούν πρόσφυγες».