Το λέγανε και σιλάχ’, σελάχ’ ή σουλάχ’ (πληθ. σιλάχα, σελάχα, σιλάγα και σουλάχα) και το συναντάμε στο ποντιακό δημοτικό «Παρχαρομάνα ελάλεσεν»:
Παρχαρομάνα ελάλεσεν, εχ κ’ έρχουν οι ρομάνες,
έχ‘ κ’ έρχουντανε οι τσοπάν’, τραβωδούν και συρίζ’νε
κι όλ’ έχ’νε τα σιλάχα ‘τουν ‘ς σ’ ωμία φορτωμένα.
Αλλά και στην έκφραση
«τα σιλάγα μ’ κα ‘κί αφήνω»,
που με απλά λόγια θα πει «δεν τα παρατάω», «δεν το βάζω κάτω».
Το σιλάχ(ιν) λοιπόν, κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, προέρχεται από την αραβική λέξη silah και σημαίνει (επί λέξει): «Γενικώς όπλον, ασχέτως είδους».